Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Η Τέταρτη διάσταση του Γιάννη Ρίτσου


Η Τέταρτη διάσταση του Γιάννη Ρίτσου


Ο Μ.Vitti στο κλασικό του έργο « Η Γενιά του Τριάντα» σχολιάζοντας τη θέση του Ανδρέα Καραντώνη « ότι ο Ρίτσος εκλαϊκεύει και κάνει προσιτές στις μάζες τις νέες μορφές τέχνης» διατυπώνει την άποψη ότι «χάρη στο Ρίτσο , με την πάροδο του χρόνου, μπόρεσαν να γίνουν αποδεκτοί από το ευρύτερο κοινό και ο Σεφέρης και ο Ελύτης. Ο Σεφέρης και ο Ελύτης άνοιξαν το δρόμο στο Ρίτσο και ο Ρίτσος άνοιξε το δρόμο στους δύο πρώτους. Αυτή η σχηματοποίηση επιβεβαιώνει ό,τι και από αλλού φαίνεται πως με τον καιρό ωριμάζει μια σύνθεση στον ελληνικό λογοτεχνικό χώρο.»

Μια σύνθεση που πρωταρχικά στοιχεία της έχει τη σύγκρουση της καθαρής ποίησης, όπως την αντιλαμβάνονταν τότε, με την ανάγκη για περιπέτεια, σύγκρουση με τον εσωτερικό μονόλογο και τον υπερρεαλισμό σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση μιας νέας «κοινής» ή συντακτικής δομής στην ποιητική γλώσσα. Αυτή η νέα συντακτική δομή χαρακτηρίζει και τους τρεις ποιητές με την επισήμανση ,πάλι από το M. Vitti, ότι ο Ρίτσος πρωτοποριακά κατέβαλε την προσπάθεια να την οικειοποιηθεί και να την υποτάξει στις ανάγκες του αποτινάζοντας παράλληλα τη γλώσσα που κληρονόμησε από το Βάρναλη.

Πολλοί μελετητές ασχολήθηκαν και ασχολούνται με το Γιάννη Ρίτσο, εστιάζοντας άλλοι στο περιεχόμενο του έργου του, άλλοι στην τεχνική του και την κατά περιόδους πορεία του. Κάποιοι για το ίδιο έργο συγκρούονται καταλήγοντας σε αντιφατικές ερμηνείες ανάλογα με τα ιδεολογικά τους κλειδιά, ενώ άλλοι «διαβάζουν» μόνο τον επαναστάτη και κομμουνιστή Ρίτσο. Η αλήθεια είναι ότι μιλάμε για έναν ποιητή που, μαζί με τους Σεφέρη και Ελύτη , σφράγισε ανεξίτηλα το ελληνικό ποιητικό τοπίο.

Και το βέβαιο είναι ότι σε όλες τις περιπτώσεις και εκφάνσεις του έργου του η αγωνιστικότητα και το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο κατέχουν την μείζονα θέση. Αυτά χαρακτηρίζουν τον ποιητή που διαπνέεται από μεγάλη αγάπη για τον άνθρωπο.

«Από την αγάπη ερχόμαστε και στην αγάπη φτάνουμε»

λέει χαρακτηριστικά ο Ρίτσος στην αυτοβιογραφία , όταν βρίσκεται στο έρημο σπίτι του στη Μονεμβασιά και θυμάται τους δικούς του, δίνοντάς τους τελικά μια θέση στην ποίηση , αντιμετωπίζοντας τη φθορά του χρόνου με την αθανασία της τέχνης.

«Τι ήσυχα που γκρεμίζεται μέσα στην ποίηση ο χρόνος»


γράφει στα Μονόχορδα (το 1979 στο Καρλόβασι) και αυτός ο στίχος μετασχηματίζεται σ’ ένα κλειδί που θα μας βοηθήσει να ξεκλειδώσουμε το υποβλητικό και γοητευτικό έργο του Ρίτσου που έχει τον τίτλο « Τέταρτη Διάσταση» και περιλαμβάνει 17 πολύστιχα ποιήματα , που γράφτηκαν από το 1956 έως το 1975.

Η συλλογή (τόμ.Στ΄1956-1972, εκδ. Κέδρος) εγκαινιάζεται με τη Σονάτα του Σεληνόφωτος το 1956 που, ως προς την οικονομία του ποιητικού λόγου χαρακτηρίζεται κλασική, ενώ με το περιεχόμενο συγκλονίζει τον αναγνώστη .

Τον ίδιο χρόνο, γι’ αυτό το έργο, απονέμεται στο Ρίτσο το Α΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης εξ ημισείας με τον Άρη Δικταίο, ενώ το 1957 η Σονάτα δημοσιεύθηκε ολόκληρη στο περιοδικό Γαλλικά Γράμματα, σε μετάφραση του Αλέκου Καταζά, και ο μεγάλος ποιητής Λουί Αραγκόν την υποδέχθηκε με απαράμιλλο ενθουσιασμό. Αναφέρει χαρακτηριστικά:

« Θέλησε ή δε θέλησε ο Ρίτσος να δείξει αυτό το αδιέξοδο μέσα στο οποίο έχει πέσει ο ατομισμός κι ολόκληρος ο αστικός πολιτισμός, όπως μου έγραψε ο μεταφραστής ; Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό … Μπορεί στον επίλογο να δικαιώνεται…εγώ θα ήθελα απλώς να βάλω τη Σονάτα στο γραμμόφωνο και να δημιουργήσω γύρω σας τη σιωπή όπου θ’ αρχίσει το τραγούδι ν’ ανθοβολάει αυτό το φεγγαρίσιο φως…Λοιπόν , επειδή το μυστήριο της ποίησης βρίσκεται μέσα στους ίδιους τους ποιητές σκέφτομαι πως στο Γιάννη Ρίτσο υπάρχει κάποια παράξενη πνοή που τη γνωρίζω πολύ καλά, κάποιος αντίλαλος ενός απόρρητου ποιητή που την αντήχησή του την έχω ακόμη στην ακοή μου»

Πολλοί οι συνδετικοί κρίκοι ανάμεσα στα ποιήματα της Τέταρτης διάστασης. Οι σπουδαιότεροι όμως είναι:

- Η δομή και η τεχνική τους

-Ο ερωτισμός ως αντίδραση στο θάνατο

-Η σύνδεση με τον αρχαίο μύθο και ο τρόπος που τον αξιοποιεί ο ποιητής.

-Η κριτική στάση του ποιητή απέναντι στην πρακτική της κοσμοθεωρίας του και οι συνειδησιακές ενστάσεις του πάνω στο ίδιο θέμα

-Η καταλυτική πορεία του χρόνου


Η δομή αυτών των ποιημάτων καθορίζεται από ένα μεγάλο μονόλογο με στίχους μακρόσυρτους και ρυθμικά –μετρικά αδέσμευτους , που απαγγέλλονται χωρίς διακοπή από ένα πρόσωπο που βρίσκεται σε μια κατάσταση ενδοσκόπησης και αυτοανάλυσης. Είναι ένας μονόλογος –εξομολόγηση που τείνει να γίνει διάλογος με το βουβό πρόσωπο που σε κάθε ποίημα είναι παρόν και ακούει χωρίς να μπορεί να αντιδράσει σ’ αυτή τη ροή παραστάσεων από το παρελθόν και το αποπνικτικό παρόν, ιδεών, οραμάτων που διαψεύσθηκαν και συμβόλων ενίοτε φθοράς και θανάτου, ενίοτε ελπίδας και αναγέννησης.

Ο μονόλογος πλαισιώνεται από ένα πρόλογο και έναν επίλογο, που παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες ,( σκηνοθετικές οδηγίες μπορούν να ονομαστούν ), δηλαδή περιγράφονται ο χώρος, ο χρόνος, τα πρόσωπα, η ατμόσφαιρα, εν ολίγοις στήνεται το σκηνικό .Μπορεί να απουσιάζει η εξωτερική δράση αλλά κυριαρχεί η εσωτερική δράση.

Σε όλα τα ποιήματα το πρόσωπο που μονολογεί παλεύει με το παρελθόν και το χρόνο, την τέταρτη διάσταση, σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας . « Ο χρόνος σαν στοιχείο της Τέταρτης Διάστασης είναι μια βασική συνιστώσα. Δεν είναι μόνον ο βιολογικός χρόνος της φθοράς. Είναι ο ιστορικός χρόνος. Ιδιαίτερα τον απασχολεί πώς οι διαλεκτικοί νόμοι της κίνησης επαληθεύονται και λειτουργούν στον ιστορικό χρόνο»

( Επισημαίνει ο Μ. Μερακλής ,Η «Τέταρτη Διάσταση» του Γιάννη Ρίτσου. ΚΕΔΡΟΣ.1981,Σελ.. 517).

Για τον Ρίτσο είναι « η μέσα από την ενόραση αποδέσμευση των πραγμάτων από τις τρεις διαστάσεις που τα καθορίζουν»( Κώστας Παπαγεωργίου , Προτάσεις για τη Σονάτα στο ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ.ΚΕΔΡΟΣ 1981.Σελ. 5-44). Δηλαδή είναι η διάσταση που παίρνουν τα πράγματα μέσα στη συνείδηση ενός ανθρώπου. Τα αντικείμενα αποδεσμεύονται από τα περιοριστικά και καθοριστικά όρια της ύλης τους και αποκτούν ιδιότητες καταπληκτικές. Χαρακτηρίζονται από τη βίωση, φυσική και συναισθηματική , αφού ως μάρτυρες καταγράφουν τα πάντα και κουβαλούν τα πάντα, συναισθήματα , επιθυμίες, απογοητεύσεις , αποτυχίες, ιδέες, μνήμες και οράματα. Η φυσιολογική φθορά ακολουθεί ή συνοδεύει την ψυχική . Αυτή όμως χαρακτηρίζεται δημιουργική γιατί έχει ως φορέα τη μνήμη ,το στοιχείο που διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο και αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία, γιατί μόνο η μνήμη μπορεί να αντισταθεί στο χρόνο.

«Η συνείδηση αυτή προϋποθέτει μια όραση άλλης διάστασης, από το πρίσμα της οποίας βλέπουμε τα πράγματα κυκλικά και όχι οριζόντια ή κάθετα, διαρκώς κινούμενα πάνω-κάτω και διαρκώς ακίνητα. Σύμφωνα με την όραση αυτή, ο άνθρωπος βρίσκεται ταυτόχρονα σ’ έναν ορισμένο και αόριστο χώρο και χρόνο, σ’ ένα ταυτόχρονα κινητό και ακίνητο κέντρο, και περιβάλλεται από έναν απέραντο και άχρονο κύκλο του τίποτα κι από έναν πεπερασμένο κύκλο ιστορικής αιωνιότητας. Για να γνωρίσει τον εαυτό του και τον κόσμο, πρέπει να δει ταυτόχρονα, από τον εαυτό του προς τα έξω, προς την άκρη του κύκλου που είναι η άβυσσος της ανυπαρξίας, και από την άκρη του κύκλου προς τον εαυτό του, που αποτελεί το πεπερασμένο κέντρο της αέναης ύπαρξης.»(Χρίστος Αλεξίου, Μια απόπειρα ανάλυσης της Τέταρτης Διάστασης. ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ Ο ποιητής και ο πολίτης ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ.ΚΕΔΡΟΣ ,2008 σελ. 151)

Στίχ. 187 κ εξής Σονάτα του Σεληνόφωτος

- κι όταν σηκώνω

το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι

μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως

την παλάμη μου επάνω

να μην κοιτάξω μέσα- αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του

και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου-μην κοιτάξεις μέσα

είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει


« Έτσι μόνο θα δει στον μικρόκοσμο του εαυτού του να εμπεριέχεται ο μακρόκοσμος του σύμπαντος. Στον παρόντα χρόνο να εμπεριέχεται η αιωνιότητα. Και στην ιστορία να εμπεριέχονται η προϊστορία και η μεθιστορία. Κι έτσι μόνο θα φτάσει σ’ αυτήν τη διαφάνεια της τέταρτης διάστασης, μέσ’ απ’ την οποία θα δει και θα κατανοήσει και τη ζωή και το θάνατο, και τη δημιουργία και τη φθορά και την α-σκοπιμότητα της κοσμικής δημιουργίας, και τη σκοπιμότητα των ανθρώπινων έργων.» (Χρίστος Αλεξίου όπ. παραπάνω).

Η Γυναίκα με τα μαύρα στη Σονάτα του Σεληνόφωτος, που μπορεί να λειτουργήσει και ως το μέσο για να κατανοήσει ο αναγνώστης και τα υπόλοιπα ποιήματα της Τέταρτης Διάστασης, η γυναίκα που εξομολογείται ,δεν έχει όνομα. Έχει ένα στερεότυπο ρόλο . Συμβολίζει τα γηρατειά, αλλά και την ώριμη γνώση, και εξομολογείται στο Νέο μια ζωή άδεια, αφοσιωμένη στο Θεό και στη θρησκευτική ποίηση. Δηλαδή μια ποίηση ιδεαλιστική που δεν είχε ζυμωθεί με τα πραγματικά προβλήματα της ζωής. Έτσι οδηγήθηκε στη μοναξιά και στην κοινωνική απομόνωση, μακριά από την αληθινή πολιτεία του μεροκάματου, που έσφυζε από ζωή. Τώρα το σπίτι της την πνίγει , τη διώχνει και φαίνεται να έχει μετανοήσει για την επιλογή της, η φωνή της περιφρονημένης ζωής ηχεί εκκωφαντικά σαν να φοράει ξυλοπάπουτσα.

Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.

Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.

Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,

Να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ

Να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι

Να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες

Να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου

Να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’το δοκάρι που κρέμασε.

Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ανοίξεις.

Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.

Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου.


Η Γυναίκα συνειδητοποιώντας ότι προχωρά προς το θάνατο , ζητά απεγνωσμένα από το Νέο, που την ακούει με επιφύλαξη, τη βοήθεια να βγει από το ρημαγμένο σπίτι. Ο απολογισμός της ζωής της αυτή τη στιγμή δεν την ικανοποιεί γιατί πορεύθηκε αντίθετα με τις επιθυμίες της κι ακολουθώντας τις αρχές της ανυψωνόταν σε μια «αποθέωση αρνημένων άστρων», αποκομμένη από τη ζωή και τον έρωτα λαξεύοντας τους στίχους της σε άμεμπτο και ψυχρό μάρμαρο. Έζησε μακριά από την πολιτεία του μεροκάματου , με τις μικρές συνοικίες και τα τουβλάδικα , τα στιλβωτήρια , τα γιαπιά και τα επιπλοποιεία της .Γι’ αυτήν η τσιμεντένια πολιτεία ήταν μακρινή κι αέρινη, αλλοιωμένη από το φως του φεγγαριού. Σ’ αυτήν την πολιτεία αναζητούσε τώρα να βγει για να ξεφύγει από τη μοναξιά της και την ασφυξία που ένιωθε. Μπορεί μέσα στο παραλήρημα του πνιγμού της να ανακάλυπτε θησαυρούς , κοράλλια , μαργαριτάρια και ζαφείρια, τα δώρα της ποιητικής δημιουργίας ,που της χάριζαν την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας, αλλά ήταν θησαυροί ανεπίδοτοι , γιατί δεν γνώριζε αν κάποιος μπορούσε να τους δεχθεί.

Από την άλλη, η επιλογή της γυναίκας –ποιήτριας να εκφράζεται με το λυρισμό και άλλοτε να ζητά συγγνώμη από το νέο γι’ αυτή την επιλογή και άλλοτε να τον προκαλεί, φανερώνει τη στάση του Ρίτσου απέναντι στο λυρισμό που αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία του έργου του .

Ζητά λοιπόν από το Νέο να την αφήσει να βγει μαζί του για λίγο λέγοντας χαρακτηριστικά:


«Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα

Μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.

Το ξέρω .Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.»

Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δυνάμεις που ορίζουν τον άνθρωπο και όλο το σύμπαν. Αρχαιοελληνική η αντίληψη και δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στους προσωκρατικούς Παρμενίδη και Εμπεδοκλή και φυσικά στο Συμπόσιο και στο Φαίδρο του Πλάτωνα, όπου ο έρως είναι ο συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στο θνητό και στον αθάνατο κόσμο, ο φορέας της διαλεκτικής που ενώνει το ανθρώπινο προς το θείο.

Η Γυναίκα της Σονάτας μέσα από αυτή την εξομολόγηση, που μπορεί να ονομαστεί μελέτη της φθοράς και του θανάτου, οδηγείται στην αυτογνωσία. Με την αυτογνωσία ο ποιητής διαπιστώνει πως δεν υπάρχει θάνατος , αφού υπάρχει ο έρωτας που οδηγεί σε μια καινούργια αθωότητα της γέννησης, αφού υπάρχει η μνήμη κι αφού υπάρχει η δημιουργία που αντιστέκεται στη φθορά.

Όμως και ο Νέος δεν κατονομάζεται, συμβολίζει την ομορφιά αλλά και την άγνοια της νιότης

«ωραία» τα παιδιά λέει η Γυναίκα, «ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα».

Είναι κι αυτός ένας ποιητής, κοινωνικός ως το αντίθετο της γυναίκας . Δεν ξέρουμε με ποιον από τους δύο , τη Γυναίκα ή το Νέο, ταυτίζεται ο ποιητής αλλά το πιθανότερο είναι ότι βρίσκεται πίσω και από τα δύο προσωπεία. Σύμφωνα με τη Χρύσα Προκοπάκη σε κάθε ποίημα του Ρίτσου συνυπάρχουν δύο αντιφατικές θέσεις , κάτι που δημιουργεί ταλάντευση και σύγκρουση αντιθέτων.

«Μην κοιτάς εμένα , εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα- ο εξαίσιος ίλιγγος»


Ο Νέος καταδικάζει τον κόσμο της Γυναίκας και τις επιλογές της , καθώς απελευθερώνεται στον επίλογο λέγοντας χαρακτηριστικά «Η παρακμή μιας εποχής» σχολιάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το μονόλογο της γυναίκας και γελώντας με ένα ασυγκράτητο γέλιο έξω από το σπίτι και κάτω από το φως του ανοιξιάτικου φεγγαριού.


(71) Φιλήδονο φεγγάρι, μη μου αλλάζεις τα λόγια. (Μονόχορδα)


Το φεγγάρι και ο ρόλος του είναι ένα μοτίβο που υπάρχει σε όλα τα ποιήματα της συλλογής. Έχει έναν περίεργο ρόλο και δίνει το έναυσμα για την εξομολόγηση της γυναίκας. Άλλοτε φορτίζει αρνητικά την ατμόσφαιρα , ιδίως στον εσωτερικό χώρο, και άλλοτε θετικά γιατί κρύβει την αλήθεια ή αλλοιώνει την πραγματικότητα.

………….. Τι φεγγάρι απόψε!

Είναι καλό το φεγγάρι,-δε θα φαίνεται

που ασπρίσαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου.


Η Σονάτα του Σεληνόφωτος ,χωρίς να αποτελεί μια αιφνιδιαστική αλλαγή στο έργο του Ρίτσου, αποδεικνύει ότι ο ποιητής έχει εισέλθει σε μια ποίηση με ολοκληρωμένο σχηματισμό και απαράμιλλη γονιμότητα. Δεν αποτελεί αιφνιδιαστική αλλαγή, γιατί η προετοιμασία έχει ήδη αρχίσει από τα άλλα μεγάλα έργα που προηγήθηκαν , τον Επιτάφιο, τη Ρωμιοσύνη, την Κυρά των αμπελιών.

Παράλληλα το γεγονός ότι αυτό το διάστημα ζει μια από τις πιο ευτυχισμένες περιόδους της ζωής του σε συνδυασμό με τις ιδεολογικές ζυμώσεις της Αριστεράς , τη σχετική φιλελευθεροποίηση στον τομέα της αισθητικής, και την ποιητική του τόλμη να συνδυάσει το ρεαλισμό με το λυρισμό και το συμβολισμό με τον υπερρεαλισμό, αποδεσμεύουν μια πολύτιμη ύλη που θα καθιερώσει το Ρίτσο ως έναν από τους βασικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης ποίησης.

Τα παραπάνω επιτυγχάνονται και με τη δημιουργία από τον ποιητή ενός προσωπείου ,άλλοτε μυθικού ,άλλοτε συμβολικού. « Ο Γιάννης Ρίτσος δηλαδή αξιοποιώντας πρωτότυπα και δημιουργικά το δίδαγμα του Καβάφη εκμεταλλεύεται τα αρχαιοελληνικά μυθικά πρότυπα, κυρίως από το μύθο των Ατρειδών, χρησιμοποιώντας αυτά ως αφετηρία για το θέμα του. Είναι εμφανής ο παραλληλισμός της μυθικής δεκαετίας του Τρωικού πολέμου με τα χρόνια 1936-1956.

«Καλό προσωπείο , σε δύσκολους καιρούς, ο μύθος»(Μονόχορδα)

Άρα σε ένα πρώτο επίπεδο παρακολουθούμε τούς μυθικούς ήρωες ( Αγαμέμνων , Ορέστης, Ελένη , Χρυσόθεμις, Ιφιγένεια , αλλά και Φιλοκτήτης, Αίας , Περσεφόνη ,Ισμήνη ) να παλεύουν με το χρόνο , το θάνατο, την ηθική φθορά αλλά και το καθήκον ή τη διάψευση των επιθυμιών τους και των ελπίδων τους. Παράλληλα αναρωτιούνται για το αν πρέπει να συμβιβαστούν με τις κοινωνικές απαιτήσεις ή γενικότερα τις απαιτήσεις των άλλων και να δεχθούν την καθορισμένη γι’ αυτούς μοίρα. Συνεχώς αμφισβητούνται πράξεις και καταστάσεις του παρελθόντος, ενώ εκφράζεται απογοήτευση και πικρία για τον κόσμο του παρόντος.

Στον Ορέστη και στο Φιλοκτήτη κεντρικό θέμα είναι η μοίρα που βαραίνει τον άνθρωπο και ο προορισμός που όρισαν γι’ αυτόν:

«Τι θέλουν από μένα; «Εκδίκηση. Εκδίκηση», φωνάζουν.

Ας την πράξουν λοιπόν μοναχοί τους, μια κι η εκδίκηση τους τρέφει» ( Ορέστης)

Στο Φιλοκτήτη ο ποιητής μιλά στο όνομα της χαμένης και ηττημένης γενιάς:

«εσύ θα κρατήσεις την ύστατη νίκη , και τη μόνη ( όπως είπες), /τη γνώση αυτή τη μελιχρή και τρομερή: πως δεν υπάρχει καμιά νίκη»

Η Ισμήνη 1966,1971 παρουσιάζει τη φθορά , τη μοναξιά, τη χρεωκοπία της ελπίδας ενώ ταυτόχρονα ξετυλίγεται ένα κατηγορώ ενάντια σε κάθε λογής και απόλυτης νοοτροπίας άτομα:

«Γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας» Στην Περσεφόνη 1965-1970 η υποταγή στους άλλους φθάνει στην πλήρη αλλοτρίωση.

« Δεν έχεις τίποτα δικό σου. Οι φίλοι, τα δάκρυα, το όνομά σου όλα είναι ξένα».

Ο Αγαμέμνων κουρασμένος , εξουθενωμένος αφήνεται στα χέρια της μοίρας και βαδίζει προς το θάνατο που ήδη διαισθάνεται:

«Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν,/πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων.»

Η Ελένη είναι η προέκταση ως τα έσχατα του κλίματος της Σονάτας με αρκετούς υπαινιγμούς κατά της δικτατορίας:

«ως κι οι εφημερίδες ίδιες στο σχήμα, στο μέγεθος , στους τίτλους, δεν τις διαβάζω πια/Κάθε τόσο σημαίες στα μπαλκόνια , εθνικές τελετές, στρατιωτικές παρελάσεις»


Στη Χρυσόθεμι 1967-1970 εμφανίζεται ο μέσος άνθρωπος που ζει πάντα στο περιθώριο των συμβάντων ,που συμμερίζεται τη μοίρα των άλλων αφανής αλλά και πιο ισορροπημένος και γι’ αυτό ικανός να εμβαθύνει στη ροή των γεγονότων , να ακούσει τη φωνή των πραγμάτων , να συμφιλιωθεί τέλος με το χρόνο , τη φθορά , το θάνατο και ίσως να τα υπερβεί. Με την Επιστροφή της Ιφιγένειας, η θέληση συγκρούεται με την αναγκαιότητα , υποχωρώντας στο τέλος.

Η παντοδυναμία φθοράς και χρόνου είναι το κεντρικό θέμα σε όλα τα ποιήματα.

Στα ποιήματα Νεκρό σπίτι 1959 και Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού 1960 συντελείται πια η οριστική ύφανση του παρόντος με το παρελθόν. Άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε ξεκάθαρα δίνεται η αναπότρεπτη παρακμή αλλά και η γοητεία ενός πανάρχαιου πολιτισμού , που παραλληλίζεται με σύγχρονες προς τον ποιητή καταστάσεις, και που βαραίνει τους στείρους απογόνους. Ταυτόχρονα διακρίνεται το ξεκίνημα μιας άλλης γενιάς που έχει βιώσει γόνιμα το παρελθόν.»( Στέφ. Διαλησμάς, Εισαγωγή στην ποίηση του Γ. Ρίτσου, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1999)

Η πρωτοτυπία είναι ότι ο ποιητής μεταπλάθει

το χαρακτήρα, τη συμπεριφορά , το πρόσωπο και την ηλικία του ήρωα σύμφωνα με την ποιητική του θέληση. Έτσι τα χαρακτηριστικά των ηρώων του ή μάλλον των αντιηρώων είναι ο στοχασμός, η αδράνεια και η υποτονικότητα , η κούραση, η μελαγχολία, η αμφιβολία ,η μεγάλη ηλικία. Η Ελένη π.χ. παρουσιάζεται σαν καμπουριασμένη «γριά-γριά , εκατό διακοσίω χρονώ», η Ηλέκτρα 70. Έπειτα ο Ρίτσος χρησιμοποιεί τον αναχρονισμό, παρεμβάλλοντας αντικείμενα και καταστάσεις της σύγχρονης εποχής ( αυτοκίνητο, πιάνο φωτογραφίες) , την περιγραφή και την εικονοποιΐα πότε με λυρικό και πότε με ρεαλιστικό, αντιποιητικό θα λέγαμε τρόπο , δημιουργώντας την ανάλογη ατμόσφαιρα μέσα στην οποία τοποθετείται η εσωτερική δράση. Η Ηλέκτρα για παράδειγμα στο ποίημα « Κάτω απ’τον ίσκιο του βουνού» αναφέρει τους προβολείς των μεγάλων , σκεπασμένων αυτοκινήτων, η Ιφιγένεια θυμάται το πιάνο του σπιτιού της και τις παιδικές φωτογραφίες της, η Ελένη διαβάζει εφημερίδες ή πίνει καφέ.

Μέσα σ’ αυτές τις περιγραφές τα αντικείμενα με τα οποία είναι δεμένοι οι ήρωες παίζουν το ρόλο που τους έχει ανατεθεί και γίνονται το μέσο για να κινηθεί η σκέψη συνειρμικά προς το παρελθόν και μια ακτίνα φωτός με ευχάριστες αναμνήσεις να λάμψει στο σκοτεινό παρόν. Γενικά η κίνηση αυτή στο χρόνο δρα καταλυτικά και αποκαλύπτει τις μύχιες σκέψεις και επιθυμίες των προσώπων που μονολογούν και εξομολογούνται εκτιθέμενα στη σκληρή κριτική και επιφυλακτική στάση των βουβών ακροατών.

Σε δεύτερο επίπεδο ο ποιητής αναφέρεται στην εποχή του και εμπνέεται από τα όσα έζησε, είδε και έπραξε από τη σκοπιά της πολιτικής και κοινωνικής του ένταξης αγωνιζόμενος πάντοτε εναντίον της αδικίας με τον τρόπο του ασυμβίβαστου.

Η ατομική όμως και περιορισμένη στο χρόνο εμπειρία αποκτά διαχρονικότητα και πανανθρώπινη αξία , αφού τα όσα έγιναν είναι δυνατόν να επαναληφθούν και αφού πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα παλεύουν με το θάνατο, την ηθική φθορά, τη διάψευση των ελπίδων τους, τη χρεοκοπία των ιδανικών τους, το δίλημμα μόνωση ή συμμετοχή. Οπωσδήποτε τελικά ο ποιητής διαλέγει, ανεξάρτητα από το τίμημα που θα πληρώσει, τη συμμετοχή.

Γενικά ο αρχαίος μύθος υφαίνεται μέσα σ ’ένα σύγχρονο κόσμο και αυτό είναι που επιδιώκει ο ποιητής. Να μεταφέρει και στις μέρες μας το μύθο, να του αποδώσει μαζί με το υπεριστορικό και ένα συγκεκριμένο ιστορικό νόημα.


Επίλογος της συλλογής είναι το ποίημα Όταν έρχεται ο ξένος 1958. Το θέμα δικαιολογεί την επιλογική τοποθέτηση. Ο ποιητής προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το χρόνο και να τον υπερβεί, να συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου:


«Είναι πάντα μια γέννηση, -έλεγε ο Ξένος-

Κι ο θάνατος μια πρόσθεση, όχι αφαίρεση. Τίποτα δε χάνεται».


Αποδέχεται μια διαφορετική προοπτική και φανερώνει τα μέσα που μπορούν να πετύχουν αυτή τη συμφιλίωση και την υπέρβαση.


« Κ’είναι σαν μια έξοδος απ’το χρόνο, σαν καθήλωση του χρόνου, σαν κατάργησή του

Απ’την ταχύτητα της σκέψης και της μνήμης και του ονείρου

Κι απ’την υπομονή της ανθρώπινης πράξης .

Είναι η ένωση, είπε,

Του άντρα και της γυναίκας, της σιωπής και της φωνής, της ζωής και της ποίησης» .


Τελικά η γυναίκα της Σονάτας δεν βγήκε από το σπίτι, γιατί συνειδητοποίησε ότι η έξοδός της με τη βοήθεια του νέου θα ακύρωνε τη ζωή της και τις επιλογές της. Έμεινε στο σπίτι της με τον εξαίσιο ίλιγγο της ποίησης.

Όμως έδωσε την υπόσχεση ότι κάποια στιγμή θα έβγαινε για να συναντήσει την πραγματική πολιτεία, με τα ροζιασμένα χέρια, αυτή που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της και ανέχεται τους πάντες , με τις κακίες τους, τις μικρότητες, τις φιλοδοξίες , την άγνοια και τα γηρατειά.

Ίσως τώρα στο τέλος της ζωής της μέσω της κοινωνικής ποίησης να ξεφύγει από τη μοναξιά της και την απομόνωση.

Το έργο αυτό του Γιάννη Ρίτσου σημάδεψε τις ιδεολογικές και αισθητικές αναζητήσεις της λογοτεχνίας μας κατά τα μεταπολεμικά χρόνια και άσκησε και ασκεί διαρκή γοητεία και επιρροή στο αναγνωστικό κοινό.

Η σύντομη αυτή παρουσίαση ενός τόσο μεγάλου και πολυσύνθετου έργου μόνο με το λόγο του ίδιου του ποιητή μπορεί να κλείσει. Είναι ένα ποίημα που έγραψε στις 17 Ιουλίου του 1987 στο Καρλόβασι με τίτλο «Ο ποιητής» και συμπυκνώνει ,θα λέγαμε, όσα ο Γιάννης Ρίτσος θέλησε να πει με την Τέταρτη Διάσταση.

Όσο κι αν βρέχει το χέρι του μες στο σκοτάδι,

το χέρι του δε μαυρίζει ποτέ. Το χέρι του

είναι αδιάβροχο στη νύχτα. Όταν θα φύγει

(γιατί όλοι φεύγουμε μια μέρα) θαρρώ θα μείνει

ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον

που αδιάκοπα θα λέει «ναι» και πάλι «ναι»

σ’ όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.

Βιβλιογραφία

1. Γ. Βελουδής, Γιάννη Ρίτσου, Επιτομή, Ιστορική ανθολόγηση ,Κέδρος, Αθήνα, 1977

2. M. Vitti, Η Γενιά του Τριάντα, Ιδεολογία και μορφή, Ερμής, Αθήνα, 1979

3. Στέφ. Διαλησμάς , Εισαγωγή στην ποίηση του Γ. Ρίτσου ,Επικαιρότητα, Αθήνα ,1981

4. Κ. Παπαγεωργίου, Τα άδεια γήπεδα ,Ποιητικές κριτικές δοκιμές, Σοκόλη- Κουλεδάκη , Αθήνα 1994

5. Χρ. Προκοπάκη , Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, Κέδρος, Αθήνα 2000

6. Διεθνές συνέδριο, Ο ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος, Μουσείο Μπενάκη-Κέδρος , Αθήνα, 2008

7. Αγγ. Κώττη , Εαρινή συμφωνία (e blog),Γιάννης Ρίτσος, «Να λες : ουρανός κι ας μην είναι», 10/11/2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου