Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ (15/3/1884 - 19/6/1951) (5ον)


ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ (15/3/1884 - 19/6/1951) (5ον)

Στον Παλαμά

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αγέρα!

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλει, τί κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;

Μα συ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
ήρως τη πήρε και την ύψωσε στ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι επάνω από μας
που τον ύμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: «Ο Παλαμάς!»,
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη!

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αγέρα!

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως μες στ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τόνε σκέπει.

Τί πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτή την ώρα.
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την 'Αγια δέχονται ψυχή τη τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτή με μίαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεους για να χορέψει.

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αγέρα!

Ζευγάρια

Κάτου ζευγάρια αλάτρευαν
τ' άτια τ' ανεμόποδα,
στ' αλώνι από το πέταλο
και το στουρνάρι ευώδα,
σπιθοβολώντας έλαμπαν,
οι αθημωνιές εβάραιναν,
να ξαναμπούνε πάλευαν
στους σβώλους τα σκουλήκια.
Ανακοχλάαν στις ελιές
μια βράση τα τζιτζίκια,
το λυγερόν αγέρι
εσήμαινε αιθερόηχον,
ψηλά το μεσημέρι,
στις λαγκαδιές εσειόντανε
σαν ποταμός η φτέρη.

Ωδή Σ' Ένα Χαμένον Έρωτα

Ένας χλωμός ήλιος εφάνηκες
και σκόρπισες θαμπήν αυγή
ανάμεσα απ' τ' αχνά σύννεφα
που το κορμάκι σου είχε βγει.

Τα φτερουγάκια σου ανασήκωσες,
τ' αλαφροκίνησες λευκά,
σα για να διώξεις κάποιον όνειρο
κι έπειτα πάνω τους γλυκά

τα ολόξανθα μαλλάκια ακούμπησες.
Μα πριν αρχίσει να φυσά,
απ' τα ματάκια σου όπως τα 'κλεισες
η πρώτη στάλαξε δροσιά.

Κι όπως τα σύννεφα σε ζώσανε
πυκνά, με αργότατη σιωπή
εχάθηκες τη πρώτη χύνοντας
με το φτερούγισμα, αστραπή.

Ο Γέρος

Ο γέρος ο εκατοχρονίτης,
οπού εγνώρισα στο ίδιο νησί μου, τη Λευκάδα,
αφού πέρασε βοσκός σαράντα χρόνια
στη βουνοκορφή, στα Σταυρωτά,
κατέβηκε να παντρευτεί μια μέρα
στο γιαλό, στο Μεγανήσι
κι από τότε γίνηκε ψαράς
κι απόχτησε τρεις θυγατέρες
κι όσο ήτανε μικρές, κυβέρναε μονάχος
το ψαροκάϊκο, το πεζόβολο, τα παραγάδια και τα δίχτυα
κι άμα η πρώτη θυγατέρα ήρθε στο χνούδι της
τη πήρε στα κουπιά να δέσει το κορμί της,
έπειτα τη πάντρεψε και πήρε τη κατοπινή
κι αφού έδεσε και τούτη,
κράτησε λίγο καιρό τη τρίτη στα κουπιά
και σα τη πάντρεψε κι αυτήν,
έμεινε πάλι μες στη βάρκα μοναχός,
προσμένοντας το θάνατο, ήσυχα να τον 'γγίξει,
καθώς σβει στρωτά ο αγέρας
στο νερό τα δειλινά...

Αναδυομένη

Στο ρόδινα μάκαριο φως, να με, ανεβαίνω της αυγής,
με σηκωμένα χέρια,
η θεία γαλήνη με καλεί του πέλαου, έτσι για να βγω
προς τα γαλάζια αιθέρια,
μα ω άξαφνες πνοές της γης που μες στα στήθια μου χυμάν
κι ακέρια με κλονίζουν!
Ω Δία, το πέλαγο είν' βαρύ και τα λυτά μου τα μαλλιά
σα πέτρες με βυθίζουν!
Αύρες τρεχάτε -ω Κυμοθόη, ω Γλαύκη,- ελάτε πιάστε μου
τα χέρια απ' τη μασκάλη.
Δε πρόσμενα έτσι μονομιάς παραδομένη να βρεθώ
μες στου ήλιου την αγκάλη...

Από Τις "Ραψωδίες Του Ιονίου"

Το διπλοπόδι ο γέροντας, μπροστά μας ετραγούδα
τα λυγερά και τα πλατιά τραγούδια της Ηπείρου.
Τα εκατό χρόνια δείχνονταν σοφά στο σάλεμά του,
αργό σα το ξεκούρασμα του αϊτού σε δυο φτερούγες.
Πλάκα το χέρι το ζερβί και χάραζε με τ' άλλο,
στορώντας πως εξόμπλιασεν η κόρη το μαντίλι,
αργόν-αργό, τον άγραφον αλαφρωμένο νόμο,
κατά πως γράφει η θάλασσα με το φτερό τ' ανέμου
απάνω σ' απλωτό γιαλό που 'χει ψιλό τον άμμο...

Τρεχαντήρα

Καταμεσίς ανέμου η τρεχαντήρα,
με τα πανιά της τόξα τεντωμένα,
του διακιού τη στερνήν επήρε γύρα
στα γαλανά βουνά τα γυμνωμένα...

Κι ο αιθεροδρόμος βόγγος που 'πλημμύρα
στα ξάρτια, στα πρυμνήσια, στην αντένα
-δελφίνια παρατρέχαν ολοένα-
την έκρουε μες στο κύμα, ολόρτη λύρα!

Δίκοπη σπάθα ξέσκιζε η καρίνα...
Κι ο αφρός στη πρύμνα, χώριος σε δυο κρίνα,
των σταλιών ανατίναζε το σείστρο...

Σαν μ' ένα "λάσκα!" -ο ήλιος μεσουράνει-
στων Σαλώνων εμπήκε το λιμάνι
με τον καταμεσήμερον μαΐστρο!

Ύμνος Στον Εωσφόρο Το 'Αστρο

Ήρτε γυναίκα απ' τα βουνά, σκιρτώντας
σαν αλαφίνα, σειώντας τα μαλλιά της
σα νέο λιοντάρι και στην αγκαλιά της,
σα με ψηλό κρατώντας τη ζωνάρι,
σε μυστικό κανίσκι, τη καρδιά της,
ήρτε γυναίκα που 'χε στη ποδιά της,
σα το μαυροαίματο λαγό που τρέμει
κι από 'να φύλλο, την αποθυμιά της
κι ήρτε σ' εμέ ολόϊσα, σαν οι ανέμοι
στο μοναχό το δέντρο, που βιγλίζει
τεράστιο σε κορφή και συνορίζει
τα σύμπαντα και ξάφνου βοή να γέμει
προφητική τον ουρανόν αρχίζει
κι ήρτε και μ' ηύρε κι όταν πλημμυρίζει
ποτάμι, στην οχτιά του, το πλατάνι
το δυνατό και γύρα του, αφρισμένο,
μετράει τη δύναμή του και το κάνει
να σαλεύει απ' τη ρίζα, ευτυχισμένο,
ήρτε η γυναίκα που προσδόκαα τώρα
-κι ανήξερα- καιρό, κρυφά, μονάχος,
στη κορυφή του πόθου μου σα βράχος
κι ήρτε για πάντα κι ήρτε σαν η μπόρα...

Ο Διθύραμβος Του Ρόδου



ΟΡΦΕΑΣ
Είπα, κανείς μη, μ' ακλουθήσει, μόνος
Θα πάω κι αν θα γυρίσω, πάλι μόνος.
Μ' αν δε ξανάρθω πίσω, τ' όνομά μου
Σας δίνω κι Ορφανούς Σας λέω, για ναστε
Στη μοναξιά, που θάρτει, ανταμωμένοι,
Σαν τα παιδιά που χάσανε πατέρα
Φτωχό κι ωσά βραδιάσει, σμίγουν όλα
Τριγύρα απ' τη φωτιά βουβά κι ο νους τους,
Καρφωμένος ακόμα στην αχνάδα Του νεκρού τους,
κοιτάει και μεγαλώνει βαθιά του ό,τι τους άφηκε:
εν' αλέτρι, λίγες φούχτες σταριού, δυο ξύλα ακόμα
Για τη γωνιά. Κι ο πόνος, αγάλι-αγάλι.
Ξάφνου υψώνεται μπροστά τους,
Πιάνει τ' αλέτρι σα ζευγάς, το στάρι
Σάμπως σποριάς το συντηρνάει, και λέει:
Όλη τη γη μ' αυτά να οργώσω θέλω
Να σπείρω όλο τον κόσμο απ' άκρη σ' άκρη,
Να φάει με μας φτωχολογιά, ποτέ της
Που δε γνώρισε μάνα ουδέ πατέρα,
Φτάνει η φωτιά να κάψει λίγο ακόμα
Στο σπίτι κι ο νεκρός μας να μη λήψει
Ποτέ απ' ανάμεσό μας. Και τα πλούτη
Του κόσμου, τα όπλα, οι δόξες, τα χρυσά του
Παλάτια, όλα τους φαίνονται παιχνίδι
Μπρος στ' άλετρι, το στάρι και τη φλόγα,
Του άγιου νεκρού κληρονομιά, που ίσως
Ψωμί δε φτάνουν σήμερα να δώσουν
Στα ορφανά του, στου πόνου τους τα μάτια
Γιγαντώνονται κι αύριο, λες, θα θρέψουν
Την πείνα ενός λαού.
Όμοια θα νάναι
Λίγον καιρό κι η ορφάνια σας, αν φύγω.
Μα η μυστική κληρονομιά, που αφήνω
Σε σας, είν' άλλη κι άλλη στράτα ο νους σας
Θα πάρει σύντομα απ' αυτή μ' ακούτε;



Α' ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κύριε, Σ' ακούμε. Εσύ μας τόπες πάντα:
Το μάτι μεγαλώνει στο σκοτάδι,
Κι η ακοή στη σιωπή. Και Συ το ξαίρεις,
Πως άρχισε στα φρένα μας να φέγγει
Ο πατρικός βυθός και πως στ' αφτί μας
Επρωτομπήκε ο λόγος Σου. Το ξαίρεις,
Κύριε, Σ' ακούμε κι η τραχειά ψυχή μας,
Που τη φροντίζεις χρόνια, ως ο τοξότης
Του τόξου τη νευρή, σαν τη αλείβει
Βράδι κι αυγή με λάδι, για να ρίχνει
Μακρά το βέλος κι ως το χελιδόνι
Ν' αντιλαλεί από τ' άγγιγμα, δονείται
Συθέμελα, τα χείλη Σου ως ανοίξεις.
Μα τί είναι τούτο, που μας λες, πως μόνος
Θα πας κι αν θα γυρίσεις πάλι μόνος,
Και πως μπορεί να μη ξανάρθεις, τί είναι;
Ποιός ειν' εδώ από μας, που τη ζωή του
Χωρίς Εσέ τη θέλει; Δε θαρθούμε
Μαζί Σου, Κύριε, πάλι, ανηφορώντας
Τ' άγιου βουνού τα πλάγια όλη τη νύχτα,
Καθώς τότε, που Εσύ μας πρωτοπήρες
Κι αλαφρός ανηφόριζες προς τα ύψη,
Ενώ εμείς την καρδιά μας μες στα στήθη
Σα βακχεμένο τύμπανο να δένει
Τη νιώθαμε κρυφά τη γη με τ' άστρα;
Γύρα Σου πια δε θάμαστε ολοένα,
Καθώς στις μύριες μάχες, που η πνοή Σου,
Σηκώνοντας ενάντια στους τυράννους,
Με το ρυθμό τις εξετύλιγε όλες
Σ' άγιους πυρρίχιους, ενώ Συ μονάχος,
Δίχως άρματα, μόνο με το βλέμμα
Ή με το χέρι έδειχνες που είν’ το δίκιο
Και που είν' η νίκη, Κύριε; Και πως έτσι
Να μας αφήσεις συλλογιέσαι τώρα;



ΟΡΦΕΑΣ
Ποιός μίλησ' έτσι; Κι είναι δικά σου
Τα λόγια, απ' τη καρδιά, που σώχω πλάσει;
Έλα, Σιωπή, που φανερώνεις όλη
Τη δύναμη του νου και ξεσκεπάζεις
Τα πιο κρυφά μυστήρια στην καρδιά μας!
Δώρο του Ελέους, που βρίσκεται σε κάθε
Τραχιό και πλέριο αγώνα, που μαρτύρους
Δε λαχταρεί, κατέβα και σε τούτον!
Και Συ, αγριοπερίστερο του θάρρους
Του μυστικού, φανερωμένο μόνο
Στην τέλεια πράξη, χτύπα το φτερό Σου
Στο μέτωπο του μια στιγμή, όπως τόσες
Φορές του τόχεις άξαφνα δροσίσει!
Έτσι λοιπόν, γιατί Σας είπα μόνο,
Πως ορφανοί θα μείνετε, η καρδιά Σας
Ταράχτηκε και ξέχασε ό,τι χρόνια
Τη νουθετώ; «Του χωρισμού όποιος σκίσει
Τα σκοτεινά πελάγη, έχοντας πάντα
Στο νου, αβασίλευτο άστρο, την Αγάπη,
Δε θα να σμίξει μόνο αυτός με κείνους
Οπώχει χάσει, μα, ιερό γιοφύρι,
Κι άλλους θα σμίξει ανάμεσό τους, τόπους
Με τόπους, λαούς με λαούς, οχτρούς με φίλους,
Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες
Με τους αιώνες». Και συ, μόλις που είπες,
Πως μες στα φρένα σου φώτα ολοένα
Ο πατρικός βυθός, δειλιάζεις τώρα
Στο χωρισμό;


Α' ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κύριε, το ξαίρω, σφάλλω.
Τι το πιστό σκυλί καλά γνωρίζει
Ν' αγρυπνήσει του κυρίου του τον τάφο.
Κι όλα αν τα χάσω, ετούτο δεν το χάνω.
Μα πώς να χάσω, Κύριε, τη φωνή Σου,
Που, ως την ακούω, λέω, πως τότε μόνο
Το παραπέτασμα του ναού τραβιέται,
Στ' άδυτα νάμπω των αδύτων; Πες μου,
Όλα αν τα χάσω, αυτό πως να το χάσω;


ΟΡΦΕΑΣ
Αληθινά συρμένη είναι μπροστά σου
Βαρειά κατάχνια, μήτε που η φωνή μου
Μπορεί με μιας να τη διαλύσει. Ελάτε
Σιμότερα, όχι τη φωνή μου μόνο
Ν' ακούστε, μα το χτύπο της καρδιάς μου!
Ελάτε ακόμα πιο σιμά.
Κοιτάχτε
Στα βάθη Σας και πέστε μου: Θυμάστε,
Πως Σας εδιάλεξα μαζί κι έναν-έναν;
Μύριοι μ' ακλούθααν το γιατί, δε ξαίραν
Κι οι ίδιοι, ουδέ το ξαίρουν. Αλλ' ως, όταν
Αρχίσει ξάφνου ο ήλιος ν' αναλιώνει
Τα χιόνια στα βουνά και στα ποτάμια
Τους πάγους, τα νερά λευτερωμένα
Κατρακυλάνε καταρράχτες, όμοια,
Μόλις ακούστη η λύρα κι η φωνή μου
Μες στους λαούς, ωρμήσαν πίσωθέ μου
Πλήθη πολλα ως ποτάμια κι ως ετούτα,
Στη θάλασσα αν ορμήσουν, δε μπορούνε
Να ξαναστρέψουν πίσω ή να σταθούνε,
Όμοια κι αυτά ακλουθούσαν.
Μα ήταν κάποιοι
Στα πλήθη μέσα, που κανείς δε μπόρει
Γιατί ερχόνταν να πει. Τι μες στο ρέμα
Των άλλων εφαντάζαν, σαν οι βράχοι,
Που τ' αντισκόβουν κι ήταν μόνοι απ' όλους,
Σιωπηλοί, σκοτεινοί, συλλογισμένοι,
Σα να ρωτιώνταν: Τί γυρεύει ετούτος
Να κάμει; Είν' άνθρωπος ή θεός; Δαίμονας είναι;
Κι απ' όλους εφαινόντανε σα νάταν
Στη συμπονιά πρωτόμαθοι, στη γνώμη
Την καλή σαν κρυφά ν' αντιστεκόνταν
Με τράχηλα σταλόν, ενώ στο Νόμο,
Που προβοδούσε η Λύρα κι ο Χορός μου,
Μύριες θερίζονταν ζωές. Και τούτοι,
Σα να μεθούσαν από το αίμα μόνο,
Που πλημμύραε παντού, πως πλημμυρίζει
Την άνοιξη τη γην η παπαρούνα,
Στη μάχη πρώτοι εχύνονταν, να νοιώσουν
Τη μυρουδιά του, πλούσια που σκορπιώταν
Τριγύρα τους, κι αλόγιαστα να πάρουν
Απ' τον αγώνα μια πληγή σα δώρο,
Να ξαλαφρώνει το δικό τους.
Τάχα για ποιούς μιλώ;


Β' ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κύριε, για μας. Κι αν είναι
Η θελησή Σου, άφησε μένα τώρα
Να ξακολουθήσω.


ΟΡΦΕΑΣ
Λέγε, είν' η ψυχή σου
Ψυχή μου.

ΔΥΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ - ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ




ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου