Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Γ. Σκαρίμπας: Οι τελευταίοι κονταρομάχοι του Έγριπου


ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ





Γεννήθηκε το 1893 στις 28 Σεπτεμβρίου, στην Αγία Ευθυμία Παρνασσίδος από τον Ευθύμιο Σκαρίμπα και την Ανδρομάχη Σκαρτσίλα. Το 1984 πεθαίνει σε ηλικία 91 χρόνων, στις 21 Ιανουαρίου, και κηδεύεται με δημοτική δαπάνη στην αγαπημένη του πόλη, τη Χαλκίδα, στο λόφο του Καράμπαμπα.

Χωρίς αμφιβολία ο Γιάννης Σκαρίμπας υπήρξε μια πολυδιάστατη φυσιογνωμία των Ελληνικών Γραμμάτων αφού ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη του γραφτού λόγου (διήγημα, νουβέλα, ποίηση, μυθιστόρημα, ιστορικό δοκίμιο, θέατρο, Καραγκιόζη, σχολιογραφία κ.λ.π.)

Και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του συνόλου των κριτικών και των μελετητών του στη χώρα μας, σφράγισε με την παρουσία του την ελληνική ηθογραφία, για να συνεχίσει αργότερα σε άλλους χώρους που δεν είχαν καμιά σχέση με τον παραδοσιακό τρόπο γραφής.

Προικισμένος με μια υπερτροφική φαντασία και σπάνια λογοτεχνική ενόραση είχε τη δυνατότητα να κινείται με άνεση στους χώρους που προαναφέραμε χρησιμοποιώντας το δικό του τρόπο γραφής που τον καθιέρωσε από την πρώτη του παρουσία στα Ελληνικά Γράμματα.

Η πρώτη του εμφάνιση πραγματοποιήθηκε στα 1929, περίοδο που η Λογοτεχνία μας περνούσε κρίση καθώς οι συγγραφείς εκείνου του καιρού (Καρκαβίτσας, Θεοτόκης, Χατζόπουλος κ.ά.) μέσα από το χώρο της ηθογραφίας, επαναλάμβαναν σχεδόν ο ένας τον άλλο, χωρίς να προσθέτουν τίποτα καινούριο, πράγμα που η κριτική είχε επισημάνει από την αρχή.

Τότε ο Σκαρίμπας με το διήγημα του «Καπετάν Σουρμελής ο Στουραϊτης» που παρέδωσε στην κρίση των μελών της Κριτικής Επιτροπής (μεγάλα ονόματα τότε στη Λογ/νία μας: Φώτης Κόντογλου, Λεων. Κουκούλας, Κωστής Μπαστιάς κ.ά.) του περιοδικού «Νεοελληνικά Γράμματα», απέσπασε ομόφωνα το πρώτο βραβείο του Διαγωνισμού για «το πρωτότυπο ύφος του, την εκρηκτική του γλώσσα και τις πλούσιες εικόνες του που μοιάζουν με λαϊκές ζωγραφιές».

Έτσι καθιερώθηκε από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση σαν συγγραφέας με δικό του προσωπικό ύφος, το περίφημο «α-λα-Σκαρίμπα» ύφος, όπως το αποκάλεσε τότε ο Κόντογλου αλλά και άλλοι μετέπειτα μελετητές του.

Μα ο Σκαρίμπας πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό με φαντασία αχαλίνωτη θα προχωρήσει τρία (3) χρόνια αργότερα (1932) στην έκδοση ενός καινούριου βιβλίου του («το θείο τραγί») και στα 1935 ενός άλλου βιβλίου του (ο «Μαριάμπας») του ίδιου με το προηγούμενο style.

Και στα δυο αυτά βιβλία, όλα έρχονται τα πάνω - κάτω: Το γράψιμο γίνεται πιο άτσαλο, πιο αναρχικό. Το πραγματικό μπλέκεται με το φανταστικό, το κωμικό με το δραματικό. Και για πρώτη φορά το παράλογο θα κάμει την εμφάνισή του στη Λογοτεχνία μας. Αυτό θα φανεί πιο έντονα και στο πρώτο θεατρικό έργο του Σκαρίμπα τον «ήχο του κώδωνος» που παίχτηκε στη Χαλκίδα στα 1942 και πριν ακόμα ο Ιονέσκο -που θεωρείται ο πατέρας του παράλογου θεάτρου- παρουσιάσει (στα1948) το έργο του «Η φαλακρή τραγουδίστρια».

Συνεχίζουμε εδώ την απαρίθμηση και άλλων έργων του Σκαρίμπα: Το Βατερλό δυο γελοίων, η Μαθητευόμενη των τακουνιών, σπαζοκεφαλιές στον ουρανό, τυφλοβδομάδα στη Χαλκίδα, όλα γραμμένα στο ίδιο παράλογο ύφος που προαναφέραμε, με την παρουσία ενός νέου κεντρικού προσώπου στα έργα αυτά του Οικτιήρωα, στη θέση του κλασικού ήρωα.

Εδώ πλέον οι άνθρωποι που περιγράφονται είναι όλοι αντικοινωνικοί, ζουν μακριά από την κοινωνία και την οικογένεια, άνθρωποι περιθωριακοί θα λέγαμε που στη συμπεριφορά και στη δράση τους καθρεφτίζεται η άσχημη πλευρά της ζωής.

Ο Σκαρίμπας παράλληλα με τον πεζό λόγο ασχολήθηκε και με την ποίηση που παρά τις ακροβασίες που έκανε στο στίχο και στη φόρμα της διατήρησε τη μουσικότητά της. Δεν ήταν κοινωνική ή πολιτική η μορφή της Σκαριμπικής ποίησης. Ήταν απλώς τραγούδι. Ελεγειακό ή ερωτικό είχε αυτό το περίφημο «α-λα-Σκαρίμπα» ύφος. Πολλά από τα ποιήματα του Σκαρίμπα μελοποιήθηκαν από αξιόλογους συνθέτες (Γ. Σπανός, Σαρ. Κασάρας, Χρ. Λεοντής, Ασημος κ.ά.) και κυκλοφόρησαν σε δίσκους.

Ιδιαίτερο πάθος και αγάπη έτρεφε ο Σκαρίμπας για τον Καραγκιόζη που τον θεωρούσε το γνησιότερο είδος λαϊκού θεάτρου αφού μέσα απ' αυτόν εκφράζονταν τα όνειρα κι οι καημοί του λαού κι ακόμα γιατί οι ρίζες του βυζαίνουν στην αρχαία μας παράδοση. Έγραφε σχετικά με το θέμα αυτό σε κάποιο βιβλίο του: «Τούτος ο ξυπόλυτος έρχεται ντρίτα από τα μυστήρια: τα ορφικά, τα ελευσίνια, τα διονύσια, όπως ο άνθρωπος έρχεται ντρίτα από τη μόδα. Ντεμοντέ είναι μόνον οι νεκροί, ενώ και η καρδιά του Έθνους δεν χτυπάει στα νάιτ-κλαμπ ούτε στα σαλονειακά κουκουβαγεία της Αθήνας».

Έπαιζε κι ο ίδιος Καραγκιόζη στο ταρατσάκι του σπιτιού του στον Καράμπαμπα, επιτρέποντας την είσοδο μόνον στις λαϊκές γυναίκες της γειτονιάς με εξαίρεση της έγκυες, γιατί όπως έλεγε «υπήρχε ο κίνδυνος να αποβάλλουν από τα πολλά γέλια». Για τους πιτσιρικάδες το εισιτήριο ήταν ενάμισι! αυγό...

Είχε κατασκευάσει και δικής τους έμπνευσης φιγούρες, τον «Κόντε Ρεπανάκια» και «Διαμάντω» που ξεχώριζαν για το ιδιόρρυθμο style της κατασκευής τους.

Αργότερα και στις αρχές της δεκαετίας του 60, όταν τα ρεύματα της μοντέρνας ζωγραφικής (εξπρεσιονισμός κ.ά.) έκαναν δυναμικά την παρουσία τους στη χώρα μας, ο Σκαρίμπας επηρεασμένος ίσως από τη στενή φιλία του με το Φώτη Κόντογλου αλλά και από την ίδια του την έφεση για τα εικαστικά, θα κατασκευάσει από τα πιο ευτελή και άχρηστα υλικά τις περίφημες φιγούρες του Καραγκιόζη, σπουδές πιο πολύ στην εικαστική πρωτοπορία εκείνου του καιρού, παρά εργαλείο για την τελετή παράστασης Καραγκιόζη επάνω στο πανί.

Ο Σκαρίμπας έγραψε και θεατρικά έργα με κορυφαίο τον «Ήχο του κώδωνος» και άλλα στο ίδιο ύφος του παράλογου όπως: το «Σεβαλιέ Σερβάν της κυρίας», την «Κυρία του τραίνου», τον «πάτερ Συνέσιο», τα «Καγκουρώ», το «σημείο του σταυρού» κ.ά.

Σημαντική ήταν η προσφορά του Σκαρίμπα και στην ιστορία που όπως πίστευε δεν έδιδε την πραγματική εικόνα του εθνικού μας βίου κομμένη και ραμμένη όπως ήταν στα μέτρα των εκάστοτε κατεστημένων από τους εκπροσώπους τους, Παπαρηγόπουλο, Κόκκινο, Μαρκεζίνη, «σφουγκοκωλάριους» και «σπαζομεσίτες» όπως τους αποκαλούσε.

Έτσι ύστερα από πολύχρονες προσπάθειες και θυσίες κατόρθωσε να συγκεντρώσει πολύτιμα στοιχεία και να γράψει το πολυσυζητημένο τρίτομο έργο του, το «Εικοσιένα και η αλήθεια» που προκάλεσε αληθινό σάλο η έκδοσή του καθώς μέσα από τις σελίδες του ο Σκαρίμπας απομυθοποιεί πρόσωπα και γεγονότα δίνοντας τις αληθινές διαστάσεις στην εποποιία του 21.

Δε γράφει βέβαια ιστορία -με τη σωστή έννοια του όρου- στο τρίτομο αυτό έργο του ο Σκαρίμπας. Ανοιξε όμως διαδρόμους μέσα από τους οποίους οι ιστορικοί του μέλλοντος θα πορευτούν για ν' ανακαλύψουν την κρυμμένη στα βαθιά σκοτάδια και τη σκόνη των Κρατικών Αρχείων την αληθινή ιστορία του τόπου μας, που ως τότε ήταν τροφή των ποντικών, της υγρασίας των υπογείων.

Στις αγαπημένες ενασχολήσεις του Σκαρίμπα εντάσσεται κι η Σχολιογραφία. Με το οξύ, ευθύβολο, σαρκαστικό και μαχητικό του πνεύμα θα βάλει προς κάθε ύποπτη κατεύθυνση όπου δειλοί και «κατεστημένοι» της πολιτικής και του πνεύματος, εθνικοί μειοδότες και προσκυνημένοι της εξουσίας και των ξένων «προστατών» μας θα δέχονται συνεχώς τα πυρά του και ο βρώμικος ρόλος τους θα αποκαλύπτεται συνεχώς.

Σε μερικές ωστόσο περιπτώσεις το πάντα ανήσυχο, μαχητικό και ετοιμοπόλεμο πνεύμα του θα μεταλλάζει σε καλοκάγαθη σάτυρα φωτίζοντας μερικές πλευρές της καθημερινής ζωής.

Σπουδαία ήταν η συμμετοχή του Σκαρίμπα και στην αντιπολεμική Λογοτεχνία. Με τα περίφημα βιβλία του «Περίπολος Ζ» και «φυγή προς τα εμπρός» (προσωπικές του εμπειρίες από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο) γραμμένα στο γνωστό παράλογο ύφος του εντάσσονται στο πλευρό και των άλλων κορυφαίων της χώρας μας:
Του Στρατή Μυριβήλη με τη «Ζωή εν τάφω»
Του Ηλία Βενέζη με το «Νούμερο»
Του Στρατή Δούκα με την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου»
Του Ζήση Σκάρου με τις «Κλούβες»
Αμείλικτο κατηγορώ εναντίον του πολέμου και ύμνο-θούριο στην ειρήνη θεωρούν οι ειδικοί τα δύο αντιπολεμικά βιβλία του Σκαρίμπα που παραπάνω αναφέραμε.

Ο Σκαρίμπας έχει απασχολήσει και αρκετά συχνά απασχολεί τα Μ.Μ.Ε. της χώρας μας και πολλών ξένων χωρών (Β.Β.C του Λονδίνου, Ντόιτσε Βέλε, Μόσχα, Σουηδία κ.ά.). Ενώ μια σειρά εκδοτικοί οίκοι στη χώρα μας (Ζαχαρόπουλος, Σύγχρονη Εποχή, Κάκτος, Νεφέλη κ.ά.) συχνά εκδίδουν τα έργα του, ενδεικτικό του ενδιαφέροντος ενός μεγάλου αναγνωστικού κοινού.
Ο μπαρμπα-Γιάννης πολιτογραφήθηκε μέσα μας σαν μια συνείδηση, τόσο εθνική όσο και λαϊκή. Ήταν ένας απέραντος ποταμός σοφίας -λαϊκής σοφίας-, γνώσης, σπουδής, πάθους για τη γυμνή αλήθεια και αγωνιστικότητα.

Είτε θυμόσοφος, είτε οργισμένος, είτε είρωνας σαρκαστής ο Γιάννης Σκαρίμπας ήταν η φωνή του καθένας μας. Του άγνωστου Έλληνα που δεν είχε ποτέ φωνή, που δεν έμαθε παρά όσα του δίδαξαν και κάποτε το κατάλαβε και εξεγέρθηκε μετρώντας μια-μια τις τύψεις της κυρίαρχης τάξης, της κυρίαρχης ιδεολογίας, της κυρίαρχης «ιστορίας», της κυρίαρχης αρλουλοπολογίας, που ποτέ τους δεν μπόρεσαν να τον κοιτάξουν κατάματα και να τον αντιμετωπίσουν «στα ίσια».

Στοχαστής μοναδικός και φύση ανήσυχη δεν μπόρεσε ποτέ του να βολευτεί με τη συμβατικότητα. Έμεινε απροσκύνητος, μέχρι τα στερνά του και πάντα οπλισμένος με το δραστικό λόγο του που δεν «χάριζε κάστανα» χωρίς ποτέ του να θεωρεί ότι είναι σπουδαίος.

Επιμέλεια: Νίκος Χατζηγιάννης

Οι τελευταίοι κονταρομάχοι του Έγριπου

Ένα αθησαύριστο διήγημα

«Στήθο με στήθο πάλεψε. Σαν τον Μέγα Αλέξαντρο με το κοντάρι μάχονταν. Σαν τον Αγιώργη τον καβαλλάρη το χρυσοκονταράτο». Τελευταίο οχυρό του Ελληνισμού τα Κάστρα της Χαλκίδας. Υπερασπιστής τους ο ήρωας του Σκαρίμπα. Ο τελευταίος κονταρομάχος.

Ένα αθησαύριστο κείμενο του Γιάννη Σκαρίμπα, το ανέκδοτο διήγημα «Οι τελευταίοι κονταρομάχοι του Έγριπου» παρουσίασε πρόσφατα η φιλόλογος (και επί χρόνια συνεργάτις και φίλη του ιδιόρρυθμου λογοτέχνη) Σούλα Παπαγεωργοπούλου-Ιωαννίδου, στις εκδηλώσεις «Σκαρίμπεια 2000» στη Χαλκίδα. Παρουσίαση από το φίλο ΠΑΝΟ ΓΕΡΑΜΑΝΗ.

Είναι το δωδέκατο διήγημα της σειράς «Καημοί στο Γριπονήσι», που εκδόθηκαν το 1930 και ως συλλογή αποτέλεσαν την πρώτη ουσιαστική εμφάνιση του Γιάννη Σκαρίμπα στη λογοτεχνία. Η συλλογή αυτών των διηγημάτων είχε δημοσιευθεί τότε στο φιλολογικό περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα». Στο τεύχος Αυγούστου του 1929 (στο ίδιο περιοδικό) δημοσιεύθηκαν «Οι τελευταίοι κονταρομάχοι του Έγριπου», που ο Σκαρίμπας δεν συμπεριέλαβε στην έκδοση των «Καημών...».

Το ύφος, η γλώσσα και η τεχνική σ' αυτό το αθησαύριστο κείμενο είναι πολύ γνώριμα αυτά που αργότερα έκαναν διάσημο τον Σκαρίμπα. Οι περιγραφές είναι πολύ δυνατές. Γεμάτες εικόνες. Μάγκες, κουτσαβάκηδες, παλικαράδες: «Τζογιέ παντελόνι και φαρδύ ζωνάρι και καφούκι στο κεφάλι. Μοβόρικα ασημοκούμπουρα στο ζωνάρι και κάμα δίκοπη».

Με λογοτεχνική δύναμη, ποιητική διάθεση και μεγάλη ευαισθησία, ο Γιάννης Σκαρίμπας φανερώνει εδώ την ιστορία της Χαλκίδας. Περιγράφει τις γειτονιές της, τους ανθρώπους της.

Ο Σκαρίμπας γράφει για τον ηρωισμό των «Κονταρομάχων», αλλά και για την απελπισία τους, για την περιφρόνηση που βίωσαν σαν ανθρώποι ενός υποκόσμου. Ο συγγραφέας στο διήγημά του, τους εξυψώνει σαν θεματοφύλακες των ηθών και των εθίμων της Χαλκίδας. Σαν ιδέα και σαν σύμβολο της Ρωμιοσύνης. Οι «Κονταρομάχοι», τονίζει, με την τραχιά ψυχή τους, τη λεβέντικη, είναι αυτοί που αντιστάθηκαν στη διάβρωση από τις «φράγκικες» ιδέες.

Σε μια εποχή που η «καλή κοινωνία» επέβαλλε να αγνοούνται οι κοινωνικά απόκληροι και η κοσμοθεωρία τους, ο Σκαρίμπας σήκωσε από τη λάσπη ό,τι καλύτερο φυλασσόταν στην τρομαγμένη ψυχή τους και ξεπέρασε τη γραφικότητα που σαν ρετσινιά τούς κυνηγούσε και τους ανήγαγε σε μοναδικούς θεματοφύλακες της Ρωμιοσύνης ως ιδέα και σωτήρια δύναμη για την αναγέννηση του Ελληνισμού. Μια προσφορά στην Ελληνική Ποίηση από το ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ.



Ως εκάθονταν, ως να έκλαιγε ήταν. Πόνο είχε η ψυχή του, ντέρτι.

Ώστε ν' απόθνησκε ήταν ο πόνος του πολύς. Ώστε να πάρη των ομματιών του και να φύγη. Μακρύ φτερό να πάρη και να πάη πίσ' απ' τον ήλιο. Να μη γλέπη πλειό ήθελε, μήτε ν' ακούη πλειό.

Στριμώχτηκε ο μαύρος. Τον κόλλησαν στον τοίχο. Κι ήμπε στην πάντα, πάει.

Αδρασκελιά τν' αδρασκελιά πισοπατώντας σα θερίο που μάχονταν παράδωκε αυτός το Γριπονήσι. Στραπατσαρισμένος διάβη το γιοφύρι. Νικημένος.

Κάτω τ' άρματα. Που θα πη, όξω αυτός με το σαντούρι του, όξω η Φλώρα η πεντάμορφη, η Αντριώτισσα, η ασικλού, η παινεμένη. Αυτή η πριμαντόνα με τα γούστα. Που χόρευε πάνω στο πάλκο τσάμικο στο νύχι και βάραε τη φτέρνα με το χέρι. Που τρεμοσπάραζε εκείνους τους κόρφους της σαν κόρδα. Πώπαιζε τα ζίλια και στριφογύριζε το ντέφι στον αέρα. Τώρα αδεκεί 'ταν που να μην έσωνε. Που νάταν η 'μέρα μαύρη που γεννήθη.

Εκεί αντίπερα στον άλλον όχτο τ' Έγριπου όξ' απ' τη μπαράγκα του Ξενύχτη κάθουνταν τώρα κι' έγλεπε το ομπρός του, να βράζη, να μπουρμπουλίζη σαν τον πόνο του το ρέμα, αχ αυτό το ρέμα, να διασταυρώνουνται οι φελούκες, γοργά σα γλάροι να περνούν και να πααίνουν τα τροχαντήρια κι' οι γολέτες.

Αυτόν τον κόσμο θώραε το ντουνιά απ' αγνάντια. Αυτή τη Χαλκίδα την πεντάμορφη, τη χώρα αυτή την παινεμένη, που την περιζώνει ερωτικά η θάλασσα, που τη γυρνοβολάν οι γλάροι. Κι' έχει αψηλά για κορώνα της το Κάστρο του Καραμπαμπά.

Αχ ναι, από γης σε γης χτοπίθηκε, μα σαν σ' άκρη κόσμου σουργούνεψε και πάει. (...)

Πιθαμής την πιθαμής, φούρκα τη φούρκα, παράδωσε την ʼγια Γης τούτη τη Ρουσαλήμ της Ρωμηοσύνης στους μπαγάσηδες και τσοί λιμοκοντόροι.

Κάτω στην Πιάτσα πρωτάρχισε ο πόλεμος σέρτικος, μοβόρος και περίζωσε τη Χαλκίδα ευθύς απ' άκρη σ' άκρη. Καήκαν αψηλά τα Μαρουχλέικα. Πήρε φωτιά η Σουβάλα και το Πλάτωμα. Στον Καστρομαχαλά το πελεκούδι 'φλέγη.



Στήθο με στήθο πάλεψε.



Σαν τον Μέγα Αλέξαντρο με το κοντάρι μάχονταν. Σαν τον Αγιώργη τον καβαλλάρη το χρυσοκονταράτο. Και σαν τον Αθανάσιο Διάκο, στο τέλος, με μισό σπασμένο γιαταγάνι. Φωτιά στη φωτιά, μπαρούτι στο μπαρούτι.

Αυτός με το σαντούρι και τη Φλώρα έκαιγε το Πλάτωμα κι' οι άλλοι οι γκιοτήδες τούπερναν με μπαμπεσά την Πιάτσα.

Τζογιέ παντελόνι και φαρδύ ζωνάρι φόραε αυτός και το σινάφι του και καφούκι στο κεφάλι. Μοβόρικα ασημοκούμπουρα ήσαν χωμένα σαν να βυζαίναν γαίμα στο ζωνάρι του και κάμα δίκοπη. Κι' οι άλλοι, αυτοί οι γαλαζοαίματοι, οι χτικιάρηδες, γραβάτες και κολλάρα. Μυρουδιές και μόσκους βρωμολογούσαν οι γυναικάκηδες αυτοί.

Τη Φλώρα την Αντριώτισσα είχε αυτός μπαϊράκι και ταμπούρι του, τον αητό αυτόνε, που καθέτανε στον ήλιο κι' ηλιαζέτανε. Κι' οι άλλοι εκείνοι οι χριστιανομάχοι, οι Φράγκοι, δυο γίδες Ιταλίδες κι' εκειούς που θέλαν, σώνει και καλά, να διουν τον Πάπα. Διμούτσουνη κουμπούρα κράταε αυτός στο χέρι του κι' οι άλλοι, αυτοί οι σερνικοθήλυκοι, το Νόμο.

Έτσι τους πήρανε την Πιάτσα. Δηλαδή το ένα το πιο καλό ημισφαίριο του κόσμου. Έτσι σιγά σιγά ρημάξαν τα σοκάκια και οι δρόμοι, οι πάνω μαχαλάδες. Τους άφηνε η δόξα.

Ομπρός στις Ιταλίδες συνάζονταν ο κόσμος, ομπρός στα ταμπούρλα και τα μπρούτζινα καπάκια, που τάκρουε ένας ξουρισμένος με βελάδα κι' ήταν σαν να γκρεμίζονταν γιαλάδικα, σαν να πέφταν πιατοθήκες. (...)

Ως και οι μούτσοι απ' τα καΐκια, ως κι' οι καραβοκυρέοι από τα τροχαντήρια χαζολογούσαν γύρα γύρα. Ως κι' η κουτσή κουρούνα, ως κι' ο κουφός ο βασιληάς στριμώχνονταν να διούνε.

Σαν να καίγανε το Γιούδα αναγάλιαζε ο κόσμος. Ψυχή μου, ούλη νύχτα ως τα χαράματα αχολογούσε η Χαλκίδα. Και ρήμαζαν τα Μαρουχλέικα. Κι' απόμενε άραχλο το Πλάτωμα. Βουβός σα λέφαντας κοίτονταν λουφαγμένος ο Καστρομαχαλάς μέσα στη νύχτα.

Ως που μια 'μέρα βάλαν χέρι στα ιερά και στα όσια σ' αυτή την ʼγια Τράπεζα στο Πλάτωμα.

Ένα μπουλούκι θεατρίνοι, ξουρισμένοι και βαμμένοι σαν παληάτσοι, συνάχτηκαν εκείς και πρόσταζαν κι' έπερναν μέτρα. Εκεί έστησαν τη «σκηνή» και την «αυλαία». (...) Αφτού, ναι μωρή αφτού, σ' αφτόνε τον απλόγυρο που χόρευαν κι' ήσαν σα να κένταγαν σ' ατλάζι τ' άστρα με την πούλια το ζεμπέκικο ούλοι οι ασίκηδες, ντόπιοι και περαστικοί απ' τα πέρατα του κόσμου. Καραβοκυρέοι θαλασσόλυκοι, καπτανέοι με βράκες και γοβάκια. Μούτσοι θερίοι ασκουμπωμένοι και ξέστηθοι μ' ασπρογάλαζες φανέλλες. Στερεολαδίτες τσελιγκάδες κοκκαλένιοι. Εκεί ένα τσούρμο μπαγαπόντες, λεβαντίνοι, θάπαιζαν, λέει, τις Δυο Ορφανές, την Τόσκα, τον Δον Πέτρο! Πούστε ψυχούλες σέρτικες, πούσαι λεβεντουριά αποθαμένη. (...)

Παν τα Κάστρα, τα Καστέλια. Πάει η Χαλκίδα, ξανάπεσε σε χέρια Βενετσάνων. Οχτροί αγαρηνοί, χριστιανομάχοι τη διαγούμισαν και τη διαφεντεύουν τώρα και τη χαίρουνται.

Ηλεκτροφωτίστηκαν τα Μαρουχλέικα. Ξέπεσαν οι μοσκομάγκες. Ταπεινούς, κακόμοιρους τους κατάντησε η σκλαβιά, η φτώχεια, τους τελευταίους αυτούς κονταρομάχους του Έγριπου. Ποσύρθηκαν στους όξω μαχαλάδες, στα περίχωρα, σαν τα λιοντάρια στις σπηλιές των. Τρίφτηκαν τα κοστούμια τους και τα στιβάλια τους τα έρμα λυώσαν.

Σωριάστηκαν τα έλατα. ʼραχλοι και πικραμένοι πορπατούνε. Χαμένοι. Σαν αφιονισμένοι σε κυττάνε. Λες και δε ζουν στον πάνου κόσμο. Λες και στον ʼδη κοίτουνται, λεβέντες, σκλάβοι αλυσσοδεμένοι Δράκοι αυτοί σ' αφέντες Τούρκους.



Ναι, στον ʼδη στέκουν σαν ψυχούλες πικραμένες, στον ʼδη αυτόν:

Πούν' οι κοπέλλες ξέπλεκες,

οι νειοί ξαρματωμένοι,

που στέκουν οι σταυραητοί

χωρίς φτερό και νύχι...

Πολλοί κάνουν θελήματα κι άλλοι γενήκανε κοπέλια. Ως και ψαθάκια φόρεσαν καμπόσοι κατά πώς ο Χριστός τ' αγκάθινο στεφάνι. Και δε σέρνουν πιο στη μέση άρματα, μόν' το πικρύ μες στην καρδιά τους. Ξεροκαταπίνουν τη χολή τους, με το λίγο ζουμί τους βράζουνε.

Δεν πορπατούνε περήφανα σαν τότες, μόνο ριζά ριζά πάνε σκιαχμένοι. Σαν ίσκιοι διαβαίνουν χλιβεροί στα καλντερίμια. Βιάζουνται ώστε να φύγουν, να χαθούν μεσ' στα ντερσέκια. Σα να τους κυγνάν φαντάσματα, σα να τους φοβερίζουν οι διαβάτες. (...)

Κι όπου τους πετύχουν τίποτις περιηγητές γυναίκες κι' άντρες στέκουνται και τους πέρνουν στο φτερό το 'σταντανέ τους. Μπορεί για τα μουσεία να τους χρειάζουνται. Μπορεί σε τίποτες εκθέσεις να τους στήσουν στην Εγρώπη.

Και δεν ποθαίνουν πιο στις φυλακές στα σίδερα μήτε από βόλι πάνε πλειό ή από μαχαίρι. Μόνο σαν τα θεριά κυνηγημένοι σαν το Χριστό κατατρεγμένοι λυώνουν σαν το κεράκι της Λαμπρής και σώνουνται, χτικιάζουν και ποθαίνουν θράσοι στο κρεβάτι.

Κι' απέ αδεκεί στον Αγιάννη τους χουματίζουν σα σκύλους. Ποιους; Αυτούς που σαν απόθνησκαν μεσ' στους καπνούς και μεσ' στα σμπάρα ντύνονταν στα μαύρα η Χαλκίδα. (...)

Αδεκεί τώρα κι' αυτός κάθεται και κλαίει. Αγνάντια κει στην άλλη όχτη, στην ταβέρνα του Ξενύχτη χλίβεται ολονυχτίς η καρδιά του, η απλή, η γενναία.

Ένας πόταμος το σκοτεινό ρέμα τ' Έγριπου τον χωρίζει απ' τη Βαβυλώνα αυτή τη μπαρουτοκαπνισμένη, που της γίνη δαχτυλίδι γύρω γύρω η θάλασσα κι είν' αυτή απάνω του χτισμένη, σα διαμάντι δεμένο σε χρυσάφι.

Αυτή που στέκεται περήφανη κι' ολόρθη στους αιώνες, με την τιάρα του Καραμπαμπά αψηλά στην κεφαλή της, με τα πόδια της χωμένα μες στην άμμο, με το γλέμμα της στραμμένο κατά κεις κατά το δρόμο που 'φάνη μαύρος μέσ' στο σαρίκι του ο καταχτητής, ο Μωχαμέτης. (...)

Βράζει μέσ' στην καρδιά του πάντα ο σεβντάς και το μεράκι. Οι λεβεντογενιές δέκα αιώνων σέρνουνται μέσα του.

Αχ! κόρη άπιστη που τράφης απ' τη σάρκα μας. Π' απ' τη δική μας όψη πήρε το γλέμμα σου την αστραπή κι αντίκρυσες το Μωχαμέτη. Κόρη χρυσή, π' απ' τα ζωνάρια τα δικά μας έσυρες τα κουμπούρια που σου χρειάστηκαν για να 'ματοκυλήσης τους Κονιάρους. Συ χρυσοδόρατη Αθηνά, π' ακόνισες στο βράχο των κορμιών μας την κόψη του σπαθιού σου και χτύπησες τους Σκεπιτάρους και τσου Φράγκους.

Που πρώτα εμάς εκύτταξες στα μάτια, κι' απέ αρνήθης τα κλειδιά των κάστρων σου στους Τούρκους. (...)



Μας άφησες...



Θρέψανε και λουλούδιασαν τριγύρα σου οι κάμποι κι' άλλαξες με δραπάνι το σπαθί σου. Κατάλυσες τους Τούρκους και τσου Φράγκους κι' έσπασες με μια γροθιά σαν νάσαν γυάλινα τα κάστρα σου. Κι' έβαλες στο μουσείο σου την περικεφαλαία και το δόρατο και φόρεσες την τιάρα.

Κι' αψήλωσες πάν' απ' το Δύφρι σου τη κεφαλή σου και καλανάρχισες ψιλό κουβεντολόι με τα πέρατα του κόσμου.

Με τη Σαλονίκη διαλέγεσαι, με το Μωρηά, με τη Μεσόγειο. Βαθειά προς τις παλιές στεριές ρίχτεις το γλέμμα σου, προς στη Χαλκιδική, προς της Σιλεσίας τα μέρη. (...)

Και δέχεσαι τώρα στον οντά σου γλυκογελούσα πλειό ξαρματωμένους Γενοβέζους κι' Οσμανλήδες. Κι' έγινες συ βασίλισσα κι' εμείς σκουλήκια. Κι' έβαλες συ τα καλά και τα χρυσά σου κι' εμάς τριφτήκανε τα παντελόνια. Και συ γελάς και κλαίμε μεις.

Υψώνεις συ περήφανη το μπόι σου και πορπατούμε μεις άραχλοι και σγουμένοι. (...) Σκύβει πάνω στα κόρδα και φαίνεται σαν ο Χριστός γερμένος στο σταυρό του. Γλαρώνουν κλείνουν τα ματάκια του και μοιάζουν έτσι σαν ραμμένα με μετάξι.

Κλαίει και χουχουλιέται μοίρεται χλιβερά σαν τη λαφίνα. Με τα νύχια τσαγκρουνάει το ταξίμι. Με τα ρωγοδάχτυλα χαϊδεύει τα ντουζένια. Λες και κεντάει πάνω τους πούλουδα και παγώνια. Εξωτικό παραμύθι λες και διηγάται μέσ' στη νύχτα. (...)

Σέρτικοι, αψοί, όλο κάμα είν' οι καϋμοί που του σγαρνάνε την ψυχή του. (...) Νοιώθει την πόλη αυτός γερμένη από πάνω του. Είναι η ώρα που μπαίνει στα Χερουβικά του, π' αποτείνεται σ' αυτήν είναι η ώρα.

Ξέρει τη γλώσσα πώς μιλάει το μοσχάρι στη μάνα του. Έχει τον τρόπο πώς παρουσιάζεται ο δούλος στον αφέντη. Του σκουληκιού το φόβο νοιώθει, όταν ρωτάει ο Κύριος για δαύτο. Και τσαγκρουνώντας την ψυχή του και τα κόρδα της λέει απαλά, σα για να μην τήνε ξυπνήσει, της λέει γλυκά μην τύχει και χολιάσει, παρεπονετικά της μολογάει τον πόνο του σα χάδι:

... Έχω καρδιά περίλυπη στην άλυσσο δεμένη, στο δέντρο της υπεμονής είναι περιπλεγμένη...



Tα παρακάτω ποιήματα συγκέντρωσε η Σ.Ε. του ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ



ΧΑΛΚΙΔΑ
(από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

Νάν' σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότος
κι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη!
νά μήν ξέρω άν είμαι μέσα στήν ασβόλη
ένας λυπημένος πιερότος!

Φύσαε είπα ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,
ώ Χαλκίδα πόλη (έλεγα) καί φέτος
ήμουν στ' όνειρό μου είδα Περικλέτος,
πάλι Περικλέτος ήμουν είδα?

Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι
πάν' σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,
Ως θερία, ως δέντρα αναγλυμένοι ως ψάρια
τά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.

Τώρα; Πόλη, τρέμω τά γητέματά σου
κι είμαι ακόμα ωραίος σάν τό Μάη μήνα,
κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα
καί νά κλαίω εγώ στά γόνατά σου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Έτσι νάν' σπασμένοι, νά φυσά απ' τό νότο
καί μέ πίλο κλόουν νά γελάς, Χαλκίδα:
ʼχ, νεκρόν στό χώμα νά φωνάζεις είδα
έναν μου ακόμη πιερότο! . . .

ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)



Πού τήν είδα; Συλλογίζομαι άν στούς δρόμους
τήν αντίκρυσα ποτές μου ή στ' αστέρια,
τούς χυτούς της φέρνει η ιδέα μου τούς ώμους
δίχως χέρια!

Δίχως χέρια . . . Τό μάτι της γυαλένιο
άς μή μ' έβλεπε μ' εθώρει κι ήταν τ' όντι
ρόδο ψεύτικο τό γέλιο της κερένιο
καί τό δόντι.

Τήν στοχάζομαι. Η φωνή της, λές, μού εμίλει
ριγηλή σάν μέσ' σέ όνειρο και τ' όμμα
ήταν σφαίρα. Σπασμός τρίγωνος τά χείλη
καί τό στόμα.

Τ' ήταν; πνεύμα; Μήν φτιαγμένη ήταν, ωϊμένα,
ύποπτεύομαι καί τρέμω νοερά μου
απ' τό ίδιο ύλικό πούναι φχιαγμένα
τά όνειρά μου; . . .

Αχ πώς τρέμω! ο νούς μου πάει σ' ιδέες πλήθος,
σέ μπαμπάκια καί καρτόνια ο νούς μου βάνει
γεμισμένο της μήν ήτανε τό στήθος
μέ ροκάνι!

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ώ Κυρά μου ʼγγελε Σύ των μειρακίων
πόχεις τό γέλιο, ώ χαύνη κόρη των πνευμάτων,
σέ μια βιτρίνα σ' έχουν στήσει γυναικείων
φορεμάτων. . .

ΦΑΝΤΑΣΙΑ
(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)



Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.

Και νάν' σάν κάτι νά μού λές, κάτι ωραίο κοντά
γι' άστρα, τή ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αύτός ο άνεμος τρελά-τρελά νά μάς σκουντά
όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.

Κι όλο νά λές, νά λές, στά βάθη τής νυκτός
γιά ένα μέ γυάλινα πανιά πλοίο πού πάει
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
έξω απ' τόν κύκλο των νερών στά χάη.

Κι όλο νά πνέει, νά μάς ωθεί αύτός ο άνεμος μαζί
πέρ' από τόπους καί καιρούς, έως ότου φως μου
(καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' τήν τρικυμία αύτού τού κόσμου . . .



Εαυτούληδες
(από τη συλλογή Εαυτούληδες 1950)

Ως ανύποπτος καθόμαν, ήρθαν όλα μι' αντάρα
οι ήρωές-μου κι οι στίχοι-μου φιόρα-μου όλα πλατύφυλλα ,
κάθε μια της ζωής-μου ήταν κει στραβομάρα,
κάθε γκάφα-μου ή τύφ-λα...

Κι ως αρπώντας με μ' έβγαλαν σηκωτόν απ' την πόλη
(με καμπούρες κι αλλήθωροι με στραβή άλλα αρίδα).
όλα εκεί με τριγύρισαν και με δείξαν χαχόλοι
κει βαθιά, τη Χαλκίδα:

... Βλέπεις μαιτρ μου φωνάξανε τη Χαλκίδα την είδες
όπου συ μες στα φάλτσα-σου μόνον, ήξερες ν' άρχεις;
Νά τα έργα-σου, οι πόθοι-σου όλοι εμείς φασουλήδες,
νά και συ θιασάρχης!...

Τι ντεκόρ ανισόρροπο που με μύτη γελοία
μαιτρ μπεκρής το σκεδίαζε στό 'να πόδι να στέκει.
ήταν κει, λες και χτίστηκε με γλαρή κιμωλία,
όρθιο η πόλη λελέκι...

Κι ω Θεέ-μου, τι θίασος, τι λερή συνοδεία
εαυτούληδων (τούτοι-μου), να μοιράσουν σαν λύκοι
μεταξύ-τους για ρόλους-των κάθε μια-μου αηδία,
κάθε τι ρεζιλίκι..

Κι είμαι γω θιασάρχης-τους; Αλς κουρσούμ τώρα εξώλης
και προώλης-τους (τέλειος να μαθαίνω τους ρούμπες),
νά μ' αυτούς τους παλιάτσους-μου θα κινήσω στις πόλεις
με κραυγές και με τούμπες!...

Κι ως στα πάλκα η φάτσα-μου γελαστή θα προβαίνει
(αχ, κι η πρόγκα τι δόξα-μου!.,. σ' ουρανούς θα με σύρει)
η Χαλκίδα εκεί πισω-μου θα φαντάζει χτισμένη
σαν από τεμπεσίρι...

ΟΥΛΑΛΟΥΜ . .

Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.

Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .

Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:

. . . Πως να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.

Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .



Ταμάρα


Αλλόκοτη και μελαψή, ωραία και ιερή
λες έσερνε αγγελικές φτερούγες κι' επερπάτει
αδέξια και αμέριμνη, μ' εκείνην τη νωθρή
περπατησιά μια Θέαινας, σ' Ολύμπιο μονοπάτι.

Και μπόραε όπως πάγαινε παχειά κανείς διεί
στο φίνο της κι' εφαρμοστό μποτίνι ένα ποδάρι
χυτό, και μες στων ρούχων της το σούσουρο oι φαρδιοί
γοφοί της πώς θα λάμπανε γυμνοίσαν το φεγγάρι.

Το αίμα της μεσημβρινό, χυμένο λες κει να
σφυράει μες στο γυναικείο της κορμί εμβατήριο τέλειο
κι' είχε κάτω απ' τα βλέφαραβαμμένα με κινά
μουχρό, βαρύ τριαντάφυλλο το σαρκικό της γέλιο.

Κι' εγώ την ειχ' αγάπη μου!.. Μια φλόγα και καπνός
ήταν ό,τι απ' τ' αγκάλιασμά-της πίναν μου οι πόροι,
ενώ με όμμα ατάραχο αυτή με εκύταε ως
τον πόθο μου τον γήινο να ενόγαε κι απόρει...

Κι' ήμουν ειδωλολάτρης της!. Ψηλά o εν ουρανοίς
Κύριος κι' οι ʼγιοι του, για με πια ουδ' αρωτάγαν
κι' ενώ ουδ' εγώ αρώταγα, αρχαίου Ναού αυτηνής
κολώνες που γκρεμίστηκαν τα μπούτια της φωτάγαν...

Και πέθανε... Και με παπά τη θάψαμε! και να
μ' αυλούς οι τραγοπόδαροι Θεοί της σουραβλάνε
και γύρω απ' τον ειδωλολατρικό Σταυρό της, παγανά
και Σηλεινοί, στη μνήμη της χορεύουν και πηδάνε...

Το ξάφνιασμα



Δυο Πφουσκομάγουλοι, στου κήπου σου τις στέρνες,
τα χάλκιναμε τρεις οπέςσουράβλια είχαν στα χείλη,
όταν εσύ τις φωτεινές του χάμου έκρουσες φτέρνες
ζυγά πιτσούνια που έπαιζαν το 'να το άλλο εφίλει.

Του φραμπαλά σου φτερωτή τότε η σαΐτα ρίγα
(των χρυσοκεντημένων της αράδα παπαγάλων)
στις γάμπες σου ανελίχτηκε γοργό ερπετό που ερίγα
στο αλληλοκυνήγημα των άσπρω σου αστραγάλων.

Kι έφυγες. Ωωω. Σαν αστραπών στο σέρπιο μονοπάτι
τύφλες φωτός (και σκίρτημα δορκάδας έρμου δάσου)
έμειναν τ' άψε-σβήσε σου: το πήδημα, το πάτι
και τ' αλαφριό, σαν άξαφνου πουλιού, ξεφτούρισμα σου... άνες



Η Κυρά μου η τρέλα...
(Τα Νέα Ελληνικά 1 [Ιανουάριος 1952])

Πώς ήταν έτσι, πώς μου εφάνη ως είχεν έμβει
κειο το βαπόρι μες στο λιμάνι με όκια τεφρά,
όπως το τύλιξε στ' αχνά μετάξια της σιγά η ρέμβη
ως το ρυμούλκησε μειλίχιο η νύστα μου εκεί αλαφρά.

Ήρθε και στάθηκε μπερδικλωμένο σ' αχνή τολύπη
κ' ήταν σαν κάτι, κάτι ανείπωτο νάχε να πει,
κι ύστερα, παίρνοντας, σκυφτή επιβάτισσά του τη λύπη
ως ήρθε θάφευγε, με κυβερνήτη του τη σιωπή.

Κι η νύχτα έφτασε. Αχ, το βαπόρι μες στην ασβόλη,
τι τρέλα θάκανε ανεπανόρθωτη και μαγική;
Μη θα κεραύνωνε με μια του λέξη την έρμη πόλη
μη θα ξεμπάρκαρε τη φρίκη αμίλητη οτο μώλο εκεί;

Ή μηβαρκάκια τουμ' άσπρες κορδέλες σταυροδεμένα
φέρετρα θάστελνε όξωσαν κύματα και σαν αφροί
όπου θα κείτονταν της γης τα νήπια μαχαιρωμένα
ή όπου όλοι όσοι αγαπήθηκαν, θάσαν vεκροί;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Τίποτα, τίποτα... Μα πώς έτσ' ήταν, πώς μου εφάνη
αυτό το πλοίο; Στάθηκε αμίλητο μ' όψη φριχτή,
κι έφυγε, ως τόφερε η Κυρά μου η τρέλα μες στο λιμάνι,
αυτή που παίρνοντας με από το χέρι με περπατεί...


To βαπόρι



Νάναι ως νάχης φύγει με τους ανέμους καβάλλα
στο άτι της σιγής κι' όλα να πάης
και vάv' πολλά καράβια, πολλή θάλασσα μεγάλα
σύγνεφα πάνω οι άνθρωποι κι' ο Μάης.

Κι' εντός μου εμένα να βρυχιέται όλο να τρέμει
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι' ο Μάης κι' οι ανέμοι
κι' έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.

Και νάναι όλα απ' ό,τι φεύγει και δε μένει
σε μια πόλη ακατοίκητη, κι' εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
έξω απ' την τρικυμία τούτου κόσμου.



Στάδιον δόξης
(συλλογή Εαυτούληδες 1950)

Ως ανύποπτος καθόμαν, ήρθαν όλα μι' αντάρα
οι ήρωές-μου κι οι στίχοι-μου φιόρα-μου όλα πλατύφυλλα ,
κάθε μια της ζωής-μου ήταν κει στραβομάρα,
κάθε γκάφα-μου ή τύφ-λα...

Κι ως αρπώντας με μ' έβγαλαν σηκωτόν απ' την πόλη
(με καμπούρες κι αλλήθωροι με στραβή άλλα αρίδα).
όλα εκεί με τριγύρισαν και με δείξαν χαχόλοι
κει βαθιά, τη Χαλκίδα:

... Βλέπεις μαιτρ μου φωνάξανε τη Χαλκίδα την είδες
όπου συ μες στα φάλτσα-σου μόνον, ήξερες ν' άρχεις;
Νά τα έργα-σου, οι πόθοι-σου όλοι εμείς φασουλήδες,
νά και συ θιασάρχης!...

Τι ντεκόρ ανισόρροπο που με μύτη γελοία
μαιτρ μπεκρής το σκεδίαζε στό 'να πόδι να στέκει.
ήταν κει, λες και χτίστηκε με γλαρή κιμωλία,
όρθιο η πόλη λελέκι...

Κι ω Θεέ-μου, τι θίασος, τι λερή συνοδεία
εαυτούληδων (τούτοι-μου), να μοιράσουν σαν λύκοι
μεταξύ-τους για ρόλους-των κάθε μια-μου αηδία,
κάθε τι ρεζιλίκι..

Κι είμαι γω θιασάρχης-τους; Αλς κουρσούμ τώρα εξώλης
και προώλης-τους (τέλειος να μαθαίνω τους ρούμπες),
νά μ' αυτούς τους παλιάτσους-μου θα κινήσω στις πόλεις
με κραυγές και με τούμπες!...

Κι ως στα πάλκα η φάτσα-μου γελαστή θα προβαίνει
(αχ, κι η πρόγκα τι δόξα-μου!.,. σ' ουρανούς θα με σύρει)
η Χαλκίδα εκεί πισω-μου θα φαντάζει χτισμένη
σαν από τεμπεσίρι...



Χορός συρτός

Κάλλιο χορευταράς νά' μουνα πέρι
κόλλες που να κρατώ και μολυβάκια~
θά' σερνα συρτό χορό, χέρι με χέρι,
μ' όλα μας του γιαλού τα καραβάκια.

Κι έν' αψηλό τραγούδι για σιρόκους
θ' άρχιζα, γι' αφροπούλια και για ένα
γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους,
που θά' ρχονταν να μ' έπαιρνε και μένα.

Με χώρις Καρυωτάκη, Πολυδούρη,
μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι,
κι οι πένες μου πενιές σ' ένα σαντούρι,
άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου, καράβι!

Γιαλό-γιαλό να φεύγουμε και άντε!
να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια,
κι εκεί -λες κομφετί μες στο λεβάντε-
όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια!

Και, σαν χτισμένη εκεί από κιμωλία,
βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα,
μ' όλα μου ανοιγμένα τα βιβλία,
καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα...

Φαντασία

Nάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φειδωτό που σβει στα χάη,
και σένα του καπέλλου σου βαμμένη φανταιζί
κάποια κορδέλλα του, τρελλά να χαιρετάει.

Kαι νάν σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι άστρα τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αυτός ο άνεμος τρελλά, τρελλά να μας σκουντά
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.

Kι όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός
για ένα με γυάλινα πανιά πλοίο που πάει
όλο βαθειά, όλο βαθειά, όσο που πέφτει εκτός :
όξ απ τον κύκλο των νερών στα χάη.

Kι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
πέρ από τόπους και καιρούς έως ότου φως μου
καθώς τρελλά θα χαιρετάει κείν η κορδέλλα η φανταιζί,
βγούμε απ την τρικυμία αυτού του κόσμου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου