Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Κ. Παλαμάς: Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου


ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου
(απόσπασμα από τον Προφητικό)


Μες τις παινεμένες χώρες, Χώρα
παινεμένη, θα 'ρθει κι η ώρα,
και θα πέσεις, κι από σέν' απάνου η Φήμη
το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμι.
Θα 'ρθει κι η ώρα· εσένα ήταν ο δρόμος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου· γέρνεις· όμως
το πρωί για σε δε θα γυρίσει.
Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές·
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές·
θα σε κλαιν' τα κλαψοπούλια στ' αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
...................................................
Και θα φύγεις κι απ' το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θά' βρει το κορμί μια σπιθαμή
μες στη γη για να την κάμει μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.
Όσο να σε λυπηθεί
της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θ' ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γθυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν το κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα,
για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
Τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!

Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ

Και τ' άγαλμα αγωνίστηκα για το ναό να πλάσω
στην πέτρα τη δική μου απάνω,
και να το στήσω ολόγυμνο, και να περάσω,
και να περάσω, δίχως να πεθάνω.

και τό'πλασα. Κ'οι άνθρωποι, στενοί προσκυνητάδες
στα ξόανα τ' άπλαστα μπροστά και τα κακοντυμένα,
θυμού γρικήσαν τίναγμα και φόβου ανατριχάδες,
κ' είδανε σαν αντίμαχους και τ' άγαλμα κ' εμένα.

Και τ' άγαλμα στα κύμβαλα, κ' εμέ στην εξορία.
Και προς τα ξένα τράβηξα το γοργοπέρασμά μου
και πριν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
έσκαψα λάκκο, κ' έθαψα στο λάκκο τ' άγαλμά μου.

Και του ψιθύρησα: "Αφαντο βυθίσου αυτού και ζήσε
με τα βαθιά ριζώματα και με τ' αρχαία συντρίμμια,
όσο που νάρθ' η 'ωρα σου, αθάνατ' άνθος είσαι,
ναός να ντύση καρτερεί τη θεία δική σου γύμνια!"

Και μ' ένα στόμα διάπλατο, και με φωνή προφήτη,
μίλησ' ο λάκκος: "Ναός κανείς, βάθρο ούτε, φως, του κάκου.
Για δω, για κει, για πουθενά το άνθος σου, ω τεχνίτη!
Κάλλιο για πάντα να χαθή μέσ' στ' άψαχτα ενός λάκκου.

Ποτέ μην έρθ' η ώρα του! Κι αν έρθη κι αν προβάλη,
μεστός θα λάμπη και ο ναός από λαό αγαλμάτων,
τ' αγάλματα αψεγάδιαστα, κ' οι πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στη νύχτα των μνημάτων!

Το σήμερα είτανε νωρίς, τ' αύριο αργά θα είναι,
δε θα σου στρέξη τ' όνειρο, δε θάρθ' η αυγή που θέλεις,
με τον καημό τ' αθανάτου που δεν το φτάνεις, μείνε,
κυνηγητής του σύγγνεφου, του ίσκιου Πραξιτέλης.

Τα τωρινά και τ' αυριανά, βρόχοι και πέλαγα, όλα
σύνεργα του πνιγμού για σε και οράματα της πλάνης
μακρότερη απ' τη δόξα σου και μια του κήπου βιόλα
και θα περάσης, μάθε το, και θα πεθάνης!"

Κ' εγώ αποκρίθηκα: "Ας περάσω κι ας πεθάνω!
Πλάστης κ' εγώ μ' όλο το νου και μ' όλη την καρδιά μου
λάκκος κι ας φάη το πλάσμα μου, από τ' αθάνατα όλα
μπορεί ν' αξίζει πιο πολύ το γοργοπέρασμά μου".
1903


ΠΑΤΡΙΔΕΣ

...
Εδώ ουρανός παντού κι ολούθε ήλιου αχτίνα,
και κάτι ολόγυρα σαν του Υμηττού το μέλι,
βγαίνουν αμάραντ' από μάρμαρο τα κρίνα,
λάμπει γεννήτρα ενός Ολύμπου η θεία Πεντέλη.

Στην ομορφιά σκοντάβει σκάφτοντας η αξίνα,
στα σπλάχνα αντί θνητούς θεούς κρατά η Κυβέλη,
μενεξεδένιο αίμα γοργοστάζ' η Αθήνα
κάθε που τη χτυπάν του Δειλινού τα βέλη.

Της ιερής ελιάς εδώ ναοί και οι κάμποι
ανάμεσα στον όχλο εδώ που αργοσαλεύει
καθώς απάνου σ' ασπρολούλουδο μια κάμπη,

ο λαός των λειψάνων ζη και βασιλεύει
χιλιόψυχος, το πνεύμα και στο χώμα λάμπει,
το νιώθω, με σκοτάδια μέσα μου παλεύει

Εκεί που ακόμα ζουν οι Φαίακες του Ομήρου
και σμίγ' η Ανατολή μ' ένα φιλί τη Δύση,
κι ανθεί παντού με την ελιά το κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολή στο γαλανό του Απείρου

...
Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά! Στοιχεία,
αχάλαστα και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξανάβρω, πρώτη και στερνή ευτυχία!

...1895

ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟ


Πως ακούμπησες άπραγα το δόρυ;
Τη φοβερή σου περικεφαλαία
βαριά πως γέρνεις προς το στήθος, Κόρη;
Ποιός πόνος τόσο είναι τρανός, ω Ιδέα,

για να σε φτάση! Οχτροί κεραυνοφόροι
δεν είναι για δικά σου τρόπαια νέα;
Δεν οδηγεί στο Βράχο σου την πλώρη
του καραβιού σου πλέον πομπή αθηναία;

Σε ταφόπετρα βλέπω να την έχη
καρφωμένη μια πίκρα την Παλλάδα.
Ω! κάτι μέγα, απίστευτο θα τρέχη ...

Χαμένη κλαις την ιερή σου πόλη
ή νεκρή μέσ' στο μνήμα και την όλη
του τότε και του τώρα, ωιμένα! Ελλάδα;
1896

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ

Στης Αθήνας το χώμα ο Δίας ο Αγοραίος
βλέπει τα σπλάχνα του Ηρακλή γονατισμένα
στον άγγιχτο βωμό του ολάρφανα, έρμα, ξένα
ο Αργίτης φοβερός, ανήμπορο το χρέος.

Ψυχοπονετικός ο ρήγας ο Αθηναίος,
αλλ' ω σκληρότατος χρησμός που τρώει τα φρένα!
"Από το αίμα σου, ω τρισεύγενη παρθένα,
θα νικηθή ο ανίκητος οχτρός ο νέος!"

Κανένας δε σαλεύει, ωιμέ! παντέρμ' η ορφάνια!
Τότε γιομάτη απ' των ηρώων την περηφάνια,
μιας χώρας κ' ενός γένους λυτρωτής, ω θεία

τρισάξια θυγατέρα του μεγάλου Αλκίδη,
φέρνεις τα στήθια στης θυσίας το λεπίδι,
και τρισελεύτερη πεθαίνεις, Μακαρία!
1896

Ο ΝΑΟΣ

Μου πλήγιασαν τα γόνατα στα μάρμαρά σου,
ω της αθώρητης θεάς ξεχωρισμένε
ναέ και καταμόναχε, της θεάς που δείχνει
από του είναι της την άβυσσο μονάχα
εν' άγαλμα, και κείνο ανθρωποκαμωμένο,
μ' ένα πέπλο πυκνό και κείνο σκεπασμένο.
Και θαρρώ πως ξανοίγω μέσ' από τους στύλους
και μέσ' από τους θησαυρούς και τους βωμούς σου
τον Ιωνα, τον δελφικό ιερέα
ν' αλλάζη το λευκό λειτουργικό χιτώνα
με το ραβδί το ροζωτό του στρατοκόπου.
Εγώ δεν είμαι λειτουργός, του μυστηρίου
το φοβερό κλειδί δεν έπιασα, κι ακόμα
δεν άγγιξα, δειλά ή απότολμα, την πύλη
που φέρνει στης ζωής τ' αγνώριστα Ελευσίνια.
Αμαρτωλός κ' εγώ, ναέ, στα πλήθη μέσα
τ' αμαρτωλά που προσκυνάν εσέ, μα τώρα
μου πλήγιασαν τα γόνατα στα μάρμαρά σου,
κ' αισθάνομαι ένα πάγωμα νύχτας ή τάφου
αγάλια αγάλια απάνω μου να σκαρφαλώνη
και να τινάξω πολεμώ το μολυντήρι
το κρύο από τα πάνω μου, και λαχταρώντας
έξω σέρνω τα γόνατα τα πληγιασμένα,
έξω απ' τους σωριασμένους πάγους θησαυρούς σου,
κι από τους στύλους σου, απ' τα δάση που με πνίγουν,
στο φως του ήλιου και στο φέγγος της σελήνης.
Πάει το λιβάνι πια της προσευχής, και πάει
τ' ολόχρυσο μαχαίρι της θυσίας, και πάνε
κ' οι μεγαλόφωνοι χοροί και λευκοφόροι
των ύμνων γύρω στους βωμούς τους φλογισμένους
και παρατώντας σε, ω ναέ, ξαναγυρίζω
στων καιρών το καλύβι των πρωτανθισμένων.

ΦΑΝΤΑΣΙΑ

Φαντασία δέσποινα, έλα,
τρέξε πρωτοστάτη Νου,
σύρτε αδάμαστες δουλεύτρες,
ω νεράιδες του Ρυθμού,
κι απ' του πόθου τα βαθιά,
τα ψηλά του λογισμού
φέρτε, φέρτε, του μαρμάρου
τ' άνθια και του χρυσαφιού,
τα λαμπρόηχα λόγια φέρτε,
και ρυθμίστ' ένα παλάτι
και στυλώστε μέσα εκεί
του Ηλιου το είδωλο, και κείνο
υπερούσια καμωμένο
από ηλιοφεγγοβολή.

ΟΙ ΘΕΟΙ

Και πρωτοείδε ο πρώτος άνθρωπος
του ήλιου την ανατολή,
και να της γλυκαποκρίνεται
γρίκησε μια μουσική,
χίλια λόγια, χίλια εγκώμια
προς της μέρας την πηγή.
Κι όλα, ω θάμα, κι όλα, κ' οι ύμνοι,
και τα λόγια και τα εγκώμια,
σκορπιστήκανε στα τετραπέρατα,
και τα σάρκωσαν οι αιώνες,
και γινήκανε φωτοθεοί
και αρμονίας τέρατα.

ΤΟ ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΟ

Η χαρά τρανή στον Ολυμπο!
Οι θεοί μοιράζονται τη γη,
λείπει ο Φωτοδότης, και άκληρος
θα λησμονηθή.
Και ήρθε ο Φωτοδότης κ' έγνεψε
προς τη θάλασσα, και αυτή
σάλεψε και ράγισε καρπόφορη,
και γεννήθη του Ηλιου το νησί!
Και ήταν το νησί χιλιόκαλο,
κ' έζησαν εκεί τεχνίτες
και είτανε σαν υπεράνθρωποι,
γιατί κάποια αγάλματα έπλαθαν,
όλα ωραία σα θεοί,
και όλα ζωντανά σαν άνθρωποι.

ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

Εξω από τους δρόμους των αστόχαστων,
λειτουργός και ψάλτης ορφικός,
έναν ύμνο ξαναφέρνω
μιας λατρείας πανάρχαιας προς το φως.
Ετρεξε ως τα τώρα ο λογισμός μου,
καταχωνιασμένος ποταμός
ξάφνισμα στο βούισμα των ανθρώπων
της κιθάρας μου ο ρυθμός.
Νύχτα ξεκινώ, νύχτ' ανεβαίνω
τη δυσκολανέβατη κορφή
θέλω μόνος, θέλω πρώτος
τ' απολλώνιο φως να χαιρετίσω,
ενώ κάτου στους ανθρώπους
θα είν' ακόμα ο ύπνος και το σκότος.

ΜΟΛΩΧ

Των Ελλήνων την πατρίδα
βάρβαροι την ατιμάζουν!
Οπου ανθοπετούσαν οι Ερωτες
παραδέρνει η νυχτερίδα.
Στη νυχτιά μας μιά πυγολαμπίδα,
των αρχαίων η μνήμη, ψευτοφέγγει
κ' είναι μιά νυχτιά που δεν τη διώχνεις,
του παντοτινού μας ήλιου αχτίδα!
Και πατρίδα και ψυχή ρουφάν
βάρβαροι από βάθη και από ύψη.
Κι όταν, μ' ένα τρίσβαθο ωχ!
των Ελλήνων θεέ, ρωτούμε σε:
"Είσ' εσύ ο ξανθός Απόλλωνας;"
Αποκρίνεσαι:-"Είμ' εγώ ο Μολώχ!"


ΤΟ ΣΑΪΤΕΜΑ


Και χαμήλωσες, ω Φοίβε, από τα ύψη
των Ολύμπων των αγνών
προς του χαύνου την πατρίδα,
προς τη χώρα των οκνών.
Κ' έπαιξες τη λύρα, ανάβρυσμα
παναρμονικών πηγών!
Λόγια σ' απαντήσανε βαρήκοων
και περίγελα τυφλών.
Τότε, σα να γύρευες την πλάση
να λυτρώσης από μόλυσμα,
κι απ' τ' ακάθαρτα όλα τον αέρα,
έρριξες τη λύρα, κ' έγινες
σαϊτευτής, και τα σαίτεψες
των ανοήτων τα κοπάδια πέρα ως πέρα!

Η ΑΠΟΚΡΙΣΗ

Αμαδρυάδες, πάρτε με κι ακούστε με, Αιγιπάνες,
γάμου κρεββάτια στρώθηκαν, σπαράζει η λαγκαδιά,
να τ' Ανθεστήρια! κελαιδούν οι δελφικοί παιάνες,
πλέκονται λάγνα ειδύλλια σε δάση αρκαδικά.
Η μέθη η διονύσια ξεσπάει, λυσσάει, και λάμπει
ως που είν' η πλάση, και από που; Δεν ξέρω αν είμ' εγώ,
ο μέγας Παν εχώρεσε στην αγκαλιά μου, ω θάμπη!
Με των στοιχείων την άγρια, την άγια ζήση ζω.
Το δώρο των υπέρκαλων γαλήνιων οραμάτων,
ω Χρυσομίτρα, μου έφεραν οι τρεις θεές κ' οι εννιά
στα μέτωπα και στ' άχραντα κορμιά των αγαλμάτων
την αφρογένεια χόρτασα των όλων Ομορφιά.
Ακούω τ' αηδόνια, αντιλαλούν τ' αηδόνια οι Σοφοκλήδες,
Αισχύλειοι, ωκεάνειοι, ω γόοι προφητικοί!
Σε μια ματιά ολοπράσινες αγνάντια μου Ατλαντίδες
γεννιούνται από την άβυσσο και χάνονται σ' αυτή.
Θαλασσομάχοι Φοίνικες με φέρανε από πέρα,
ο χαροκόπος είμ' εγώ κι ο κοσμογυριστής
τέχνες, μιλήματα, είδωλα ξαφνίζουν τον αέρα.
Νυφάδες, αγκαλιάστε με, Σάτυροι, ακούστ' εσείς.
Και Σάτυροι και Κένταυροι, νυφάδες Αμαδρυάδες,
κ' οι Ελλάδες οι χρυσόλαλες μου είπαν με μια φωνή,
μέσ' από χώρες και βουνά, δάση, κορφές, πεδιάδες:
"Για σε το αθάνατο κρασί δεν είναι, ω μεθυστή!"
Και η Ταναγραία η λυγερή και η φοβερή Κασσάντρα,
Μαινάδες κισσοστέφανες, Ολύμπιοι θεοί,
απ' τη σπηλιά της Καλυψώς ως τη σοφή Αλεξάντρα,
οι Ελλάδες οι μουσόθρεπτες μου είπαν με μια φωνή:
"Σώπα, χλωμέ καλόγερε, λάλε και χαύνε, σώπα,
στο μοναστήρι γύρισε και κλείσου στο κελλί!"
Και των Πινδάρων οι ήρωες κ' οι θέαινες του Σκόπα
γελούνε, και το γέλιο τους βροντόκραχτα αντηχεί.

ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥ
ΟΙ ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ


Είμαστ' οι άνεργοι και οι άχαροι,
και της ζωής είμαστ' εμείς οι καταλαλητάδες,
για να πατάμε και να σβήνουμε είμαστε
τα ωραία και τ' αληθινά, τ' άνθια και τις λαμπάδες.
Τον ήλιο και τα ηλιόχαρα οχτρευόμαστε,
και τις αγάπες της καρδιάς και του παιδιού τα γέλια,
με νεκροσάβανο σκεπάζουμε
το Λόγο τον τετράψυχο στα γαληνά Βαγγέλια.
Είμαστ' ο κούφιος ήχος ο παράταιρος
στων κεραυνών το ταίριασμα και στων κελαιδημάτων,
χαλάσματα και σκιάχτρα κάνουμε
τους θείους ναούς και τα λευκά κορμιά των αγαλμάτων.
Μα να ο ραγιάς τα σύντριψε τα σίδερα,
"Ζωή!" ο Τεχνίτης έκραξε, Σοφέ, αλαλάζεις "Νίκη!"
φύγαμε τότε και τρυπώσαμε
μέσ' στων ερήμων τις μονιές και γίναμεν οι λύκοι.
Και τώρα κάθε που απαντήσουμε
την Υπατία την άτρομην Ιδέα την αστρομάτα,
τη σφάζουμε, τη χιλιοκομματιάζουμε,
και - ω λύσσα! - τα κομμάτια της τα ρίχνουμε στη στράτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου