Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ (15/3/1884 - 19/6/1951) (4ον)


ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ (15/3/1884 - 19/6/1951) (4ον)

Ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, Ὁ Δωριέας Πρωθιεράρχης μας
Ἄρθρο ποὺ γράφτηκε στὰ 1941,
περιέχεται στὸ βιβλίο:
«Ὁ Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός»,
τοῦ Δημοσθένη Κούκουνα,
Ἐκδόσεις Μέτρον, β´ ἔκδ. Αθήνα 2004.

---------------------------------------------------------

Ἀντικρίζοντας ὑπεύθυνα, τὴν ὥρα αὐτὴ τὸ θέμα τῆς μεγάλης ἐκκλησιαστικῆς προσωπικότητας τοῦ Νέου Πρωθιεράρχη μας Δαμασκηνοῦ, ἀντικρίζω ἀσφαλῶς αὐτὸ τὸ θέαμα στὴν πιὸ ἁδρὴ ἐξωτερική του φάση καὶ μαζὶ στὴν πιὸ πηγαία ποὺ τὸ φωτίζει καθαρὰ ἐσωτερικὴ μεταβολή. Ἐννοῶ μὲ τοῦτο τὴν καταβολὴν ἐκείνη, χάρη στὴν ὁποία διαπιστώνουμε πὼς ὁ πραγματικὸς Ἱεράρχης, ἀπαράλλαχτα ὅπως ὁ πραγματικὸς Ποιητής, «δὲν γίνεται ἀλλὰ γεννιέται», καὶ πὼς εἶναι καλεσμένος πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ἀπὸ την ἴδια του τὴ φύση, στὸ τραχύ του, θεοπρόβλητο μαζὶ καὶ κοσμοπρόβλητο προορισμό. Καὶ χωρὶς ἄλλο, τέτοια εἶναι ἡ βασικὴ γεννητικὴ καταβολὴ τῆς φυσικῆς Ἀρχιερωσύνης, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, τοῦ σημερινοῦ Πρωθιεράρχη μας Δαμασκηνοῦ.

Στὸ μεταξύ, ἐγνωρίζαμε βεβαιότατα, μὲ κάποιο τρόπον ὅλοι μας τὴν ἰσχυρὴ αὐτὴ χριστιανικὴ μορφή, ἀπὸ τὴν πανεύφημη ἀκτινοβολία, ἐδῶ καὶ λίγα χρόνια, τῆς λαμπρῆς καὶ καθαὐτὸ ἡρωικῆς κοινωνικῆς του δράσης, ἔπειτα ἀπὸ τοὺς σεισμοὺς τῆς Κορινθίας. Ἀλλὰ λίγοι, ἐλάχιστοι ἀσφαλῶς, μαντεύαμε ἔκτοτε, ἀπὸ ποιὰ στρώματα πραγματικὰ ἐσωτερικοῦ δυναμισμοῦ ἐξεπήγαζε ἐκείνη ἡ δράση, ὡς μιὰ πρώτη φωτεινὴ ἐκδήλωση τοῦ ὀργανικοῦ πυρήνα ζωῆς καὶ πίστης, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ βάθος καὶ τὸ βάρος τῆς ἁδρῆς προσωπικότητας αὐτῆς.

Ἂν ἀπ᾿ τὴν πρώτη μου λοιπὸν μαζί του - ἐδῶ περίπου καὶ δυὸ χρόνια -ψυχική μου γνωριμία, διαπιστώνοντας τὸ βάρος τοῦ ὀργανικοῦ αὐτοῦ πυρήνα ζωῆς καὶ πίστης, πού, ὅπως εἶπα, ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς μορφῆς τοῦ τωρινοῦ μας Πρωθιεράρχη, ἐχρωστοῦσα, ὅπως πιστεύω, νὰ τονίζω, ὅπου μποροῦσα, τὴ χαρὰ τῆς διαπίστωσης αὐτῆς, πόσο ἁδρότερη δὲν πρέπει νά ῾ναι τάχα αὐτὴ τὴν ὥρα ἡ ὀφειλή μου ἀπέναντί του, ὅταν καθ᾿ ὅλες τὶς σκληρὲς καὶ τραγικὲς ἡμέρες τοῦ πολέμου ἡ ἁπλὴ αὐτή μου γνωριμία εἶχε πιὰ πάρει, σὲ μιὰ ἀδιάκοπη πνευματικὴ ἐπικοινωνία μαζί του, τὸ ρυθμὸ μιᾶς σταθερῆς διείσδυσης στὰ μυχιαίτερα τῶν αἰσθημάτων του, τῶν ἀγωνιῶν του, τῶν ἀρρενωπῶν παλμῶν, τῶν βαθιῶν Ἑλληνικῶν του στοχασμῶν!

Ἀνάγκη ὡστόσο, ὅπως νομίζω, νὰ προτάξω ἕνα μέρος ἀπ᾿ τὴν πρώτη μου ἐκείνη ἐπαφή, ποὺ μ᾿ ἐβοήθησεν ἀργότερα νὰ μπῶ πιὸ φωτεινὰ στὴν Δωρικὴν αὐτὴ ψυχή, μὲς στὴν ὁποία, ζωτικὴ Παράδοση καὶ στρατευόμενη Ἱστορία, Θεωρία καὶ Πράξη, Ἆθλος καὶ Ἔλεος, συγκεντρώνονται σ᾿ ἕνα μονάχα, ἀδιαίρετο κι ἀδιάσπαστο, βουλητικὸ θρησκευτικὸ παλμό.

—Ὅταν λοιπόν (μοῦ ῾πε ἀπ᾿ τὰ πρῶτα μας λόγια) ἐβρέθηκα ἄξαφνα, ἔπειτα ἀπὸ τόση κίνηση καὶ δράση πού ῾χα συνηθίσει, στὴ μεγάλη ἐτούτη σιωπὴ καὶ μοναξιὰ ποὺ μᾶς κυκλώνει, ἡ ἀρχική μου ἐντύπωση ἦταν πὼς ἀκέρια ἡ προηγούμενη ζωή μου διαλύονταν σ᾿ ἕνα ὄνειρο βαθύ. Ἀλλὰ σκύβοντας ὁλοένα στὸν ἑαυτό μου, δὲν ἐβράδυνα νὰ νιώσω πὼς ἴσα-ἴσα μὲς σ᾿ αὐτὴ τὴ μοναξιὰ καὶ τὴ σιωπὴ ἀναδυότανε ἀπὸ μέσα μου ἕνας τόνος σταθερότητας πνευματικῆς καὶ ψυχικῆς, ποὺ ἀναζωογονοῦσε καὶ ποὺ ἑδραίωνε ὅλους τοὺς βαθύτερους δεσμούς μου μὲ τὴ ζωή, σὲ μιὰ σειρὰ καὶ σὲ μιὰ τάξη νέων, ζωηρότερων ἀκόμα κι ἀπὸ πρίν, σχεδίων, συμπερασμάτων, στοχασμῶν. Κι αὐτὸ ἁπλούστατα, γιατὶ ἡ σταθερότητα τοῦ ψυχικοῦ αὐτοῦ τόνου ἐξεπήγαζε βαθιά μου, ἀπὸ τὴ σύνθεση τῶν πιὸ κρυφῶν δυνάμεων τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, - ποὺ δὲν ἐπαύσανε ποτὲ νὰ λειτουργοῦν ἀκοίμητα βαθιά μου, - ἀπὸ τὴ δύναμη τῆς Πίστης καὶ τοῦ Πόνου. Ἔτσι, ὅλα τὰ πράγματα καί, σύγχρονα μ᾿ αὐτά, ἀκέρια ἡ προηγούμενή μου πείρα ζωῆς, ἀνασυνδέονταν μεταξὺ τους σ᾿ ἕνα κόσμο ἀνωτέρων πνευματικῶν καὶ ψυχικῶν ἁρμονιῶν. Σὲ τρόπο ποὺ στοχάστηκα νὰ γράψω ἴσως, ἀντλημένο ἀπὸ τὴν πείρα ὅλου αὐτοῦ τοῦ τελευταίου καιροῦ, ἕνα βιβλίο ποὺ νὰ τὸ λέω: «Οἱ χαρὲς τοῦ πόνου».

«Ἄλλωστε ἴσως», ἐκατέληξεν, «ὁ Κύριος μὲ τὴν πείρα αὐτὴ μὲ προετοιμάζει καὶ μ᾿ ἐπιφυλάσσει γιὰ ἄλλες πιὸ σκληρές, ἢ πιὸ ὑπεύθυνες καὶ πιὸ ἀπαιτητικὲς ἡμέρες!».

Ἔτσι ἀκριβῶς, κι ἀπὸ τὰ πρῶτα τοῦτα λόγια του σὲ μένα, ὅταν τὸν ρώταγα γιὰ τὴν καινούργια ζωή του στὴ Μονή, μοῦ πρόσφερε, μὲ μιὰ σαφήνειαν ἄπλετη, τὸ μέσο νὰ ἐκτιμήσω πόσο ὁ ἐσωτερικὸς καὶ ὁ ἐξωτερικὸς συγχρόνως ἄνθρωπος συνδεότανε καὶ ἰσορροποῦσαν τόσο θαυμαστὰ βαθιά του, ὥστε τὰ ἴδια αἴτια, ποὺ συνήθως γίνονται ἀφορμὴ ἐσωτερικῆς διάσπασης στοὺς περισσότερους ἀνθρώπους, νὰ δουλεύουνε γι᾿ αὐτὸν ὡς νήματα στερεὰ τοῦ ζωντανοῦ ἱστοῦ τῆς πίστης του, τῆς σκέψης του, τῶν αἰσθημάτων του, τῆς ἐνεργοῦ ὡς τὰ μύχια βούλησής του.

Ἀλλ᾿ ὅλ᾿ αὐτά, μὴ δὲ φαίνονταν ἐναργέστατα, ἀκόμα καὶ στὴν ἐξωτερικὴ παράστασή του; Ἐξαιρετικὰ ψηλή, εὐθυτενής, ἁδρὴ συγχρόνως καὶ λεπτή, διαγραφόμενη ἀπάνω στὸν ὁρίζοντα ἀπὸ τὰ συνήθη ἀνθρώπινα ἀναστήματα, καθὼς ἀπάνω στὸ συνήθη ὁρίζοντα τῶν δέντρων διαγράφεται ἡ μακρόσχημη ὀρεινὴ ἐλάτη, μὴ κι αὐτὴ δὲν προσδιόριζε, θὲ νά ῾λεγε κανείς, ἐξίσου καὶ τὴν ἐσωτερικὴν εὐθύτητα, λεπτότητα καὶ ἁδρότητά του, σὰν μιὰ κάθετη στὸ μέσο ἀπὸ τὶς πλαγιασμένες ἢ ἀβέβαια συγκλίνουσες παράπλευρες γραμμές; Καὶ μὴ δὲν πρόσφερε ἔτσι τὴν εἰκόνα τοῦ ἱεράρχη ἢ τοῦ ὁσίου, ὅπως ἡ ἐθνικὴ ψυχή μας τὴν ὁραματίσθη ἀπ᾿ τοὺς ἀπώτατους καιροὺς καὶ τὴν ἐκληρονόμησεν ἀκέραιη ἀπ᾿ τὴ μιὰ στὴν ἄλλην ἐποχὴ τῆς Ἱστορίας μας, - εἴτε Δελφικὴ λεγόταν τούτη, εἴτε Ἐλευσίνια, εἴτε Χριστιανικὴ - ἀλλὰ τὴν φορὰν αὐτὴ ὡς μιὰ πλήρη σύνθεση, οὐσιαστικὰ διαιώνιας Ἑλληνικῆς «γραφῆς».

Καὶ μὴ προπάντων αὐτὴ ἡ ἴδια καθημερινή του πολιτεία ζωῆς, ἁπαλλαγμένη ἀπόλυτα ἀπὸ κάθε φόρτο κι ἀπὸ κάθε ὑπερβολή, δὲν ἐφανέρωνε τὴν πλήρη ἐναρμόνιση τῶν δυνάμεών του, συνδεμένων πάντα πρόθυμα καὶ ἀβίαστα στὴ διακονία καὶ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ Χρέους, ἀπ᾿ τὰ ὑψηλότατα ὥς τὰ πιὸ συνήθη, κι ὥς τὰ πιό, γιὰ τόσους ἄλλους, ταπεινά;

Στὸ μακρινὸ διάστημα πού, κάτοικος κ᾿ ἐγὼ ἑνὸς μικροῦ παραλιακοῦ σπιτιοῦ ποὺ ἀνήκει στὴ Μονὴ Φανερωμένης Σαλαμίνας, τὸν παρακολούθησα σ᾿ αὐτὴ τὴν καθημερινή του, ὅπως προεῖπα ζωὴ καὶ πολιτεία, οὔτε μιὰ φορὰ δὲν ἦταν ποὺ ἡ πολιτεία αὐτή του νὰ μὴ πειθαρχήσει, ὄχι διόλου ἀπ᾿ τὴ στενὴ ἢ σχολαστικὴν ἀντίληψη μὲ τὴν ὁποία σφραγίζει ἢ μηχανοποιεῖ τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους τὸ καθῆκον, ἀλλ᾿ ἀπὸ μία πλούσια σύνδεσή του μὲ τὸν ἴδιο ζωτικὸ Ρυθμὸ καὶ Νόμο τῆς βαθύτερης ζωῆς του, στὴν ἐξόφληση τοῦ χρέους τῆς ζωντανῆς ἀλληλεγγύης μὲ τὸ τόσο πενιχρὸ ἀλλὰ καὶ τόσο συγκινητικὸ τριγύρωθέ του περιβάλλον -εἴτε αὐτὸ τὸ περιβάλλον ἦταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, ποὺ τὸν πλησίαζαν πάντα καθὼς τὰ μικρὰ παιδιὰ πλησιάζουν μιὰ μητέρα· εἴτε τὰ δέντρα τοῦ μικροῦ του κήπου, ποὺ τὰ πότιζε ἢ τὰ κλάδευε ὁλοένα μοναχὸς του· εἴτε τὰ ζῷα μὲ τὰ ὁποῖα, ὅπως κάθε «φύσει ἅγιος», συμπονοῦσε καὶ βοηθοῦσε· εἴτε ἡ ὥρα τοῦ πρώτου ὄρθρου ἢ τοῦ ἀπόδειπνου, ποὺ πάντοτε τὸν ἔβρισκε πρωτύτερα ἀπὸ ὅλους σὰν ἁπλὸ Λευΐτη στὴ σκοπιὰ τῆς προσευχῆς του ἢ τοῦ ψαλμοῦ του· εἴτε τὴν ὥρα τῆς μελέτης, τῆς βαθύτερης θεωρίας, ἐταστικῆς συγκέντρωσής του ἢ «θεοθρέμμονος» σιγῆς του. Ὁπουδήποτε κι ὁποτεδήποτε, ἡ ἐξόφληση, ὅπως εἶπα, αὐτοῦ τοῦ χρέους τῆς ζωτικῆς ἀλληλεγγύης τὸν ἐκαλοῦσε, ἡ ἀπόλυτα ἔγκαιρή του παρουσία ἀπεικόνιζε, θὰ νά ῾λεγε κανείς, τὴν παρουσία αὐτῆς τῆς ἴδιας κοσμικῆς ἀλληλεγγύης κι ἀλληλεξάρτησης ποὺ ἀποτελεῖ θρησκεία, ἢ καλύτερα, αὐτὴ τούτη τὴ θρησκεία ποὺ συνδέει μεταξὺ τους ὅλα τὰ ὄντα καὶ τὰ βάνει διαρκῶς μέσα στὸν ἴδιο δυνατὸ καὶ συνυπεύθυνο παλμό.

«...Κι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ κύριο, τὸ βαθύτατό του γνώρισμα, ἡ ξεχωριστὴ «σφραγὶς δωρεᾶς τοῦ Πνεύματος», ἀπάνω σ᾿ ὅλη του τὴν ὕπαρξη καὶ σ᾿ ὅλη του τὴ στάση μὲς στὴ ζωή. Μιὰ καθαρὴ καὶ μιὰ διαρκῶς δονούμενη συνείδηση τῆς βασικῆς ἀνθρώπινης μαζὶ καὶ κοσμικῆς ἀλληλεγγύης, ὄχι διόλου στὴ μηχανική της ἔκφραση, ὅπου προσπαθεῖ νὰ τὴ συνθλίψει μὲ τὸν ἕνα ἢ ἄλλο τρόπο ἡ ἐποχή μας, κάνοντας κι ἀπὸ τὴ φύση κι ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο κι ἀπ᾿ τὰ πράγματα ἀριθμοὺς καὶ σχήματα νεκρά, ἀλλὰ στὴν παλλόμενη κοινωνικοθρηκευτικὴ καταβολή της, ποὺ ριζώνει, σ᾿ ὅποιον ἔχει ἀμείωτη τὴ συναίσθηση ἐτούτης τῆς καταβολῆς, μέσα στὸ ἴδιο δέος τῆς ἱερῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, μὲς σ᾿ αὐτὸ τὸ ἴδιο jubere, καὶ μὲς σ᾿ αὐτὸ τὸν ἴδιο ποὺ «ἕως ἄρτι ἐργάζεται» στὰ βάθη μας, δημιουργικὸ Θεό. Συνείδηση ποὺ ἀντανακλᾶ ἀπευθείας, ἄλλωστε, τὸ φωτεινό της χαρακτήρα στὴν προέχουσα γι᾿ αὐτὸν ἀπάνω ἀπ᾿ ὅλα Ἀρχὴ τῆς Δράσης, ὄχι διόλου ὡς ἀπορρέουσα ἀπ᾿ τὸ κέλευσμα μιᾶς κάποιας αἰσθηματολογικῆς ἀξίωσης τῆς Φιλανθρωπίας, ἀλλ᾿ ἀπ᾿ τὴν πιὸ πηγαία κι ἀποφασιστικὴν ἀντίδραση ἐναντίον ὅλων τῶν ἐμποδίων, ποὺ στὸ δρόμο τῆς κοινῆς ἀνθρώπινης ἀνύψωσης, ὅπως πρεσβεύει ἐκεῖνος πρῶτος, εἶναι προσβολὴ ἀσυγχώρητη ἐναντίον τῆς βαθύτερης ἀνθρώπινης Ἀξίας κι αὐτοῦ τούτου τοῦ βαθύτερου τῆς ὕπαρξης σκοποῦ...».

Καὶ χωρὶς ἄλλο, αὐτὸ τὸ γνώρισμα, ἡ ξεχωριστὴ αὐτὴ σφραγίδα Πνεύματος ἀπάνω του, ὡς προεῖπα, εἶν᾿ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς πείθουν, πόσο σήμερα ἡ κάθοδος τοῦ Πρωθιεράρχη αὐτοῦ μέσα στὸ στίβο τῆς σκληρῆς κοινωνικῆς μας καὶ ἐθνικῆς πραγματικότητας, βρίσκει ἀναμφίβολα τὸ κέντρο κι ἀπηχεῖ ὥσμε τὰ μύχια τῶν βαθιῶν Ἑλληνικῶν μας ἀγωνιῶν! Περιβλημένος ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ κύρος μιᾶς διαιώνιας παράδοσης, ἀλλὰ προπάντων ἀπ᾿ τὴν ἴδια Δωρικὴ δημιουργική του ἠθική, μὲς στὴν ὁποία μαζὶ μὲ τὴν παράδοση συντρέχει καὶ ἡ ὀρθὴ ἐκτίμηση ὅλων τῶν συγκαιρινῶν ἱστορικῶν μας συνθηκῶν, εἴμαστε βέβαιοι πὼς θὰ προχωρήσει ἀκλόνητα πρὸς τὸν τραχύ του σύγχρονο προορισμό.

Ἀκόμα πιὸ συγκεκριμένα: εἴμαστε βέβαιοι πώς, ἐπιστρατεύοντας ὁλόκληρα τὰ δῶρα τῆς προσωπικότητάς του - τὸ βαθὺ ἀνδρισμό, τὴ νόηση, τὴ συγκίνηση, τὴν πίστη του, τὴ θέλησή του - θὰ γενεῖ ἱκανὸς νὰ τάξει, στὴν ὀργάνωση τῆς ἠθικῆς καὶ ὑλικῆς μαζὶ ἀλληλεγγύης τῶν σημερινῶν κοινωνικῶν μας αἰτημάτων, οὐσιαστικοὺς ἀντικειμενικοὺς σκοπούς, ἐπισφραγίζοντάς τους πάντα μὲ το ἴδιο του παράδειγμα καί, στὴν ἀνάγκη, μὲ τὴν ἴδια του Θυσία, γιὰ νὰ πετύχει τὴν ἐκπλήρωση ἐτούτων τῶν σκοπῶν. Σὲ τρόπο πού, λουσμένος ὁ ἴδιος μὲς στὸ αἴσθημα τῆς ἀνακαίνισης ὁποὺ καλεῖται σήμερα νὰ προαγάγει ὁλόγυρά του, νὰ μπορέσει νὰ πλησιάσει στὴ συνείδηση τοῦ κόσμου ὁλοζώντανο τὸν ἄνθρωπο Ἰησοῦ, καθὼς δὲν ἔγινε ἴσως ὦσμε σήμερα ἄλλοτε ποτὲ ἀπ᾿ τὴν Ἐκκλησία, καὶ νὰ ἐμπνεύσει σ᾿ ὅλους μας σὰν σύνθημα κοινωνικό μας καὶ ἐθνικὸ μαζί, τὰ ἴδια τοῦτα λόγια τοῦ Χριστοῦ στοὺς μαθητές του: «Μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ (μάθετε, δηλαδή, ἀπὸ μὲ τὸν ἴδιο, μάθετε ἀπ᾿ τὸ ἴδιο μου παράδειγμα), ὅτι ὁ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι».

Ἔτσι ἀντικρίζω, στὶς ἐλλειπτικὲς αὐτὲς γραμμές μου, τὴν προσωπικότητα καὶ τὴν ἀποστολὴ τοῦ νέου Πρωθιεράρχη μας Δαμασκηνοῦ, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψη μου πώς, ἄν, μὲς στὴν κοινὴν ἐκτίμηση, μιὰ ὁποιαδήποτε ἰεραρχικὰ ἀνώτερη ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα ὀφείλει νά ῾χει, ἀντίκρυ σ᾿ ὅλες τὶς τυχὸν ὁλόγυρά της χρονικὲς ἀξίες, ἕνα πολὺ διαρκέστερο κι οὐσιαστικότερον ἱστορικὸ προορισμό, ἀσφαλῶς τότε, στὴν περίπτωση ποὺ αὐτὴ ἡ προσωπικότητα, ὅπως εἶπα ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ αὐτοῦ μου τοῦ ἄρθρου, εἶν᾿ ἀπὸ κεῖνες ποὺ γεννιῶνται καὶ δὲν γίνονται, ἀσφαλῶς τότε, λέω, αὐτὴ ἡ προσωπικότητα ἠμπορεῖ νὰ πάρει, καὶ προπάντων μέσα σὲ ὧρες συνθηκῶν σὰν τὶς δικές μας, μιὰ βαθιὰ καὶ γενικότερη γιὰ μᾶς ἀποστολή. Κι ἀκριβῶς τέτοια αὐτὴ τὴν ὥρα εἶν᾿ ἡ περίπτωση τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Δαμασκηνοῦ, ὡς ἔχω δώσει, ἀπ᾿ ὅσα εἶπα, νὰ νοηθεῖ. Τὰ ἰσχυρότατα θρησκευτικὰ ἀλλὰ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς κοινωνικὰ ἔνστιχτά του, ἢ καὶ τ᾿ ἀνάπαλι, ἕνα τεράστιο καὶ βαθὺ ἱστορικὸ του ὑποσυνείδητο, ποὺ τὸν βοηθεῖ νὰ ἐκτιμᾶ τὴ διαιώνια πορεία τῆς Ἑλλάδας στὴν ἁγνὴ πνευματικὴ διάρκειά της, τὸ ἑνιαῖο Δωρικό του ἦθος - ὅλ᾿ αὐτά, ὑψώνοντάς τον σταθερὰ πολὺ πιὸ ἀπάνω ἀπὸ τὴν τόσο κυμαινόμενη μορφὴ τῶν τεχνητῶν πνευμάτων ποὺ ὑπακούουν στὴ μονομέρεια ποὺ δεσπόζει εἴτε στὶς ἰδεοκρατικὲς εἴτε καὶ στὶς ὑλιστικές τῆς σύγχρονής μας Ἱστορίας ἀντιλήψεις, τὸν βοηθοῦν νὰ ἰσορροπήσει ὀργανικὰ μέσα στὴν ἴδια του συνείδηση τὸ ζωτικό του μέγα χρέος ἀπέναντι τῆς ἐποχῆς μας.

Καμιὰ ὡστόσο ἀμφιβολία πὼς τὸ βάρος ὁποὺ πρόκειται νὰ ὑψώσει εἶναι πολύ. Ἀλλὰ τὸ ξέρει αὐτὸς ὁ ἴδιος πρῶτος. Αὐτὸς πρῶτος ξέρει τέλεια, πὼς ἀνάμεσα ἀπὸ μιὰ πραγματικὰ θρησκευτικὴν ἀποστολήν, καθὼς αὐτὴ ἡ ἀποστολή του ἀποκαλύπτεται στὰ βάθη τῆς προσωπικότητάς του καὶ ἀνάμεσα στὴ γύρα του ἐποχή, ὑπάρχει κάτι τὸ ἀγεφύρωτο καὶ ἀσύμβλητο σχεδόν. Ἀλλά, συγχρόνως, ξέρει πὼς αὐτὴ ἡ ἀποστολὴ δὲν πρέπει ὁλότελα νὰ βλέπεται ἀπὸ τὴ γωνία τῆς ὁποιασδήποτε προσωπικῆς ἱκανοποίησης ἢ ἀπογοήτευσης ποὺ δυνατὸ νὰ προκαλέσουν εἴτε οἱ πιθανὲς ἐπιτυχίες εἴτε οἱ πιθανὲς ἀποτυχίες τοῦ θερμὰ ἐπιδιωκόμενου σκοποῦ. Καὶ ἡ μεγαλύτερη τυχὸν προσωπικὴ ἀποστολὴ αὐτή, τὸ ξέρει τέλεια ὅτι εἶναι ἐνταγμένη μὲς σὲ κάτι γενικότατο καὶ μέγιστο· ἐνταγμένη σ᾿ ἕνα διαιώνια στρατευόμενον ἀγώνα, τὸν ἀγώνα ὅλων τῶν ἡρῴων καὶ ὅλων τῶν μαρτύρων γιὰ τὸν ἴδιο ἀπροσμέτρητο κοινωνικοθρησκευτικὸ σκοπὸ ἐνταγμένη μὲς στὸ νόημα τῆς καθολικῆς ἀγάπης· ἐνταγμένη μὲς στὸ νόημα τῆς καθολικῆς δικαιοσύνης· καὶ ἐπιτέλους, γιὰ νὰ μεταχειρισθοῦμε αὐτὴ τὴν ἴδια ὑψηλὴν ὁρολογία τοῦ ἱεροῦ ὑπουργήματός του, ἐνταγμένη μέσα στὸ αἴτημα τῆς ἴδιας «Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».

Ὁ ἐνθρονιστήριος λόγος του, ἄλλωστε, ὅπου γιὰ πρώτη ὡς σήμερα φορά, τὸ βάρος καὶ ἡ εὐθύνη τοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας πέφτει ὁλόκληρο στὸ κέντρο τῶν σκληρῶν κοινωνικῶν πού μᾶς κυκλώνουν προβλημάτων, τὸ δηλώνει καθαρά. Ὁ Δαμασκηνὸς ὑπόσχεται ν᾿ ἀγωνισθεῖ. Θ᾿ ἀγωνισθεῖ ἀπ᾿ τὸ ὕψος τῆς προσωπικότητάς του, τῆς «φυᾶ κρατίστης πάσης», ὅπως καὶ ἀπ᾿ τὸ ὕψος τῶν κοινωνικῶν καὶ ἐθνικῶν μας περιστάσεων, καὶ θ᾿ ἀγωνιστεῖ ἀπ᾿ τὶς δυὸ αὐτὲς ἐπάλξεις μ᾿ ὅλο του τὸ σθένος, μ᾿ ὅλη του τὴ θέληση, μὲ ἀκέριο του τὸν ἀκατάβλητο καὶ ἀνώτερο ἀνδρισμό. Κι αὐτὸ ἀρκεῖ γιὰ ὅποιον ξέρει πόσο σήμερα ὁ ἀγώνας του προβάλλεται τραχύς. Ἀρκεῖ γιὰ ὅλους - κ᾿ εἶναι ὁλόκληρος λαὸς - ποὺ διαισθάνονται ποιὸς εἶναι. Κι ἀρκεῖ ἀπόλυτα, ἀναμφίβολα, γιὰ μέ, ποὺ ξέροντάς τον καὶ πιστεύοντας βαθιὰ στὴν ἀκατάβλητη ἀξία του κι Ἀρετή, τὸν προσφωνῶ μὲ τὶς λιτὲς αὐτὲς γραμμές μου Δωριέα Πρωθιεράρχη, καὶ προκαταβολικὰ τὸν χαιρετίζω μὲ τὶς ἴδιες, θεοπρόβλητο μαζὶ καὶ κοσμοπρόβλητο ἐθνικό μας κ᾿ ἡρωικὸ κοινωνικὸν Ἀγωνιστή!

Ὁ ὕπνος τοῦ Μιστράλ
Τὰ λαμπρὰ βώδια, στριφτοπόδα, πᾶνε,
Ξεσέρνοντας ἀργὰ τὴ νεκροφόρα,
Μὲ τὸ ἅγιο λείψανό σου· κ᾿ ἔρμη ἡ χώρα
Ἀπ᾿ τοὺς πιστούς σου, ὁποῦ σκυφτοὶ ἀκλουθᾶνε,
Τὴ φωτεινὴ ν᾿ ἀποζητάει φωνή τους
Καθώς, σὰν τὰ κεντάει μὲ τὴ βουκέντρα,
Βαθιὰ ὁ ζευγᾶς—κι αὐτὰ δὲ μουκανιῶνται,
Μὲ πλέριο ἄχον, ἄναμιεσα στὰ δέντρα·
Ὅμως, τὰ γερατιά σου τ᾿ ἀνθοφόρα,
Ποῦ στῆς ζωῆς σου ἐρέψανε τὴ ρίζα,
Σὰ μυγδαλιᾶς, ἀπὸ προσήλια μπόρα,
Εἶδαν τὴ γῆ σου, ἀπάρθενη, ὀρθοβύζα,
Στοῦ ὕπνου σου τὸ ἄκουσμα, βαθιὰ νὰ νιώσει
Τῆς δόξας τὸν ἀθάνατον ἰχώρα.
Τί, ἂν ἀπ᾿ τοὺς βάλτους τῆς Καμάργας, ἴσια
Μὲ τῆς Ἄρλης τὰ ρείπια, ἀχολογᾶνε,
Οἱ καμπάνες, ἀργά, στὰ ἐρημοκκλήσια ;
Ρετσίνι ἁδρό, εὐωδᾶν τὰ κυπαρίσσια !
Καὶ ὁλόγυρα, βυζαίνοντας, βογγᾶνε
Τὰ χρυσὰ πρωτοξάνοιχτα μελίσσια.
Καὶ νά, οἱ παρθένες δὲ μοιρολογᾶνε,
Μὰ ἐκεῖ ποὺ εὐλογημένος φέρνει ὁ δρόμος,
Ὅπου ἄφοβο πατάει καὶ τὸ κοτσύφι,
Στὰ μονοπάτια ὁποῦ θρασεύει ὁ φλῶμος,
Τὸ «χαῖρε» λέοντας, πρὸς τὴν Ἅγια Νύφη,
Πρὸς ἐσένα τὸ «χαῖρε» προβοδᾶνε.
Ὢ πόσο εὐλογητὸ τὸ κοιμητήρι,
Ποὺ θὰ δεχτῆ τὴ μνήμη σου, ὡς τὸ μαῦρο
Τοῦ Βασιλόπουλου ποιητή, ποτήρι,
Τοῦ Κήτς, ποὺ στὰ κατάβαθα χωμένο
Τῆς γῆς, ἐπόθησε νὰ πιεῖ, ἀπ᾿ τὸ λαῦρο
Μύρο κι᾿ ἀπ᾿ τὸ τραγούδι σου ἀδρωμένο !
Τί, ἂν ἀγρυπνᾶν γιὰ σέ, τὰ μοναστήρια;
Τί, τὥνα—τἄλλο, στὰ χωριά, ἂν ξυπνᾶνε
Τοῦ πόνου οἱ ἐκκλησιές, τὰ σημαντήρια ;
Τί, ἂν ὁ ἀχός, λιγοθυμώντας φτάνει;
Τὸ Ἡλιοβασίλεμά σου, ὅπως τὰ μύρια
Πουλιά, ποὺ πᾶνε νὰ κουρνιάσουν, κάνει
Ἀπ᾿ τὸ κελάηδισμα, ἕνα συντριβάνι,
Τὰ κυπαρίσσια, θεῖα, ν᾿ ἀχολογᾶνε!

14 ΜΑΡΤΙΟΥ 1914 ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ

Ὄχι δὲν εἶναι χίμαιρα
Ὄχι, δὲν εἶναι χίμαιρα
νὰ καβαλᾶμε τὸ ὄνειρο
τὴ θείαν ἐτούτη μέρα
ποῦ ὅλα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα,
κι ἐμεῖς κι οἱ ἥρωες καὶ οἱ θεοὶ
στὴν ἴδια ὁρμᾶμε μέσα αἰώνια σφαίρα

Πορτραῖτο τοῦ Μαβίλη
Νὰ κατεβεῖς λαγκάδια, νὰ περάσεις
νερὰ τρεχάμενα, πλατάνια, πεῦκα νά ῾ναι
χάρισμα ἡ ζωὴ ἀπ᾿ ἀθάνατα στοιχεῖα·
μὲ τὸ χέρι κάθε καρπὸ νὰ φτάσεις,

κερασιές, μυγδαλιές, ὅσα περνᾶνε
σὲ μία βουνίσια ἀπάρθενη ἡσυχία,
κι ἀπό ῾να ξάγναντο ἀνηφόρι
τῆς θάλασσας νὰ ἰδεῖς τὴν εὐτυχία!...

Καὶ νά ῾σαι ῾κειὸς ποὺ τόσον ἔχει ζήσει
ποὺ τὸ μέλι τὸ γεύεται ἀπ᾿ τὸ βάτο,
θυμό, βάρσαμο, ἀφάνα, ὡς μελίσσι...

Καί, μὲς στὸ μεσημέρι τὸ φλογάτο,
νά ῾σαι σὰν ἥλιος νά ῾χει πάει νὰ δύσει
-νά ῾ν᾿ ὁ μισὸς στὸ πέλαγο ἀπὸ κάτω...

Πρωτέας
Εἴπατε:
«Ἢ θὰ κάμουμε κάτι μεγάλο, ἢ δὲ θὰ γυρίσουμε πίσω...»
Τριγύρα Σας βούιζε τὸ πέλαο, κρυμμένο ἀπ᾿ τὰ κύματα
ὡς ἀπ᾿ ἄσπρα φτερὰ ποὺ πετοῦσαν ἀπάνω του σύρριζα,
κι ὁλοένα βυθίζατε μὲς στοὺς ὀγροὺς βαθιοὺς δρόμους,
κλειστοὶ στὸ μικρό Σας καράβι,
μὲς στὴν ἄβυσσο ὅπου ἄλλοτε λέγατε
πὼς κ᾿ ἡ ἴδια τρικυμία, σὰ μητέρα,
τὴ φτερούγα της θ᾿ ἅπλωνε ἀπάνω Σας,
τί, στὰ ἴδια πλευρά του
σὰν αἰχμάλωτο ἐκράτει τὸ σκάφος τὸν ἴδιο βοριὰ
μὲς στοῦ μέσα πελάου τὴ γαλήνη·

κ᾿ ἐκεῖ,
χαλινὸ σὰ νὰ βάζατε στὰ ἴδια τὰ κύματα
ποὺ ἀπάνω μαινόντανε,
ὡριμάζατε μόνο μιὰ σκέψη,
νὰ λυτρώσετε τὴν ἅγια μας θάλασσα
ἀπ᾿ τὸ κόκκινο μάταιο πανὶ τῶν Λατίνων,
καὶ μόνο
κάτασπρη φτερούγα νὰ τρέχει,
ὡσὰ γλάρου,
σὰν ἡ ἐλεύθερη σκέψη,
σὰν ἡ πνοὴ τῆς καθάριας ἀγάπης,
τῶν Ἑλλήνων ψαράδων τ᾿ ὀλάσπρο πανὶ
στὴ μεγάλη γαλάζια ἁπλωσιά της!

K᾿ ἐκεῖ μέσα, στὰ βάθη,
ἐκεῖ μέσα
ποὺ μήτε τοῦ ψαρὰ δὲν καλάρει
τὸ δίχτυ γιὰ ψάρια,
μόνοι, ἔξω ἀπὸ χρόνο καὶ τόπο,
δίχως πιὰ στὴν ἀκοή Σας νὰ φτάνει
ἡ βοὴ τῶν κυμάτων ἢ ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου,
βαθιά, πιὸ βαθιά,
σὰ σὲ τάφο,
δίχως ὄνομα ἀπάνω κανένα ἀφημένο στῶν ἀνθρώπων τὴ μνήμη
ἄλλο ἀπ᾿ τ᾿ ὄνομα πού ῾χε ἀπὸ μύθο πανάρχαιο
τὸ ἴδιο Σας πλοῖο, ὁ «Πρωτέας»,
ἀπ᾿ τὸ μύθο πανάρχαιου θαλάσσιου θεοῦ
ποὺ σὲ μύρια συνάλλαζε πρόσωπα
τὴν αἰώνια του Ἐλεύτερη Οὐσία,

ὁλοένα,
ταξιδεύατε μέσα στὰ σκότη,
σὰ δελφίνια ποὺ ἀθώρητα τρέχουν στὴν ἄβυσσο μέσα,
ἀπ᾿ τὴν ἴδιαν ἐτούτη τὴν ἄβυσσο μία ὥρα νὰ βγεῖτε,
νικητήρια,
καὶ τότε μονάχα,
ἀντικρὺ στὸν ὀχτρό, ντροπιασμένο,
ν᾿ ἀνασάνετε πάλι τοῦ ἀπάνω τοῦ κόσμου τὸ γλυκύτατο ἀέρα,
τὸν ἀέρα ποὺ γιὰ ὅλους θὰ λυτρώνατε πλέρια!

Μὰ δὲν ἤρθατε πίσω!
Ἐκεῖ κάτου, στὰ βάθη, ποιὸς ξέρει
ἂν ὁ ἴδιος Πρωτέας δὲ Σᾶς κράτησε
στὰ κρυφά του τὰ δώματα μέσα,
μέσα στ᾿ ἅγια του δώματα,
πιὸ λαμπρὰ ἀπὸ τῆς εὔκολης δόξας τὰ τρόπαια,
μυστικὰ ριζωμένος στὴν καρδιὰ τῆς αἰωνιότητας·
τάχα ποιὸς ξέρει
ἂν ὁ ἴδιος θαλάσσιος θεὸς δὲ Σᾶς κράτησε ῥίζα,
ῥίζα κι ἄγκυρα αἰώνια τοῦ μύθου του,
πού ῾ν᾿ ὁ δικός του μαζὶ κι ὁ δικός μας·
ὅπου, ἂν ὅλα τὰ πρόσωπα ἀλλάζει
στὴ λαμπρὴν ἐπιφάνεια,
τὸ μπορεῖ
γιατὶ κλεῖ τὴν αἰώνιαν Οὐσία
ποὺ σὲ θεοὺς καὶ σ᾿ ἀνθρώπους
μηνάει σὲ περίσσιες μορφὲς ἀπ᾿ τὰ βάθη
τοῦ Κόσμου
τὴ μίαν ἱερή, μυστικὴ Ἐλευθερία!

Ὤ, καλοί μου, εἴπατ᾿ ἔτσι:
«Ἢ θὰ κάμουμε κάτι μεγάλο, ἢ δὲ θὰ γυρίσουμε πίσω!»
Καὶ κάματε κάτι, ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ νειρόσαστε
πιότερο ἀκόμα μεγάλο!
Δὲ σταθήκατε διόλου μεσόστρατα,
ἀπ᾿ τὴν ὥρα ποὺ μπήκατε μέσα
στοὺς ὀγρούς, βαθιοὺς δρόμους,
δὲ γυρέψατε ἀνάπαψη,
κι οὔτε στοχαστήκατε ἂν πρέπει νὰ γυρίσετε πίσω,
μὰ πηγαίνοντας πάντα μπροστὰ γι᾿ αὐτὸ ποὺ ῾νειρόσαστε,
τ᾿ ἄξιο, τὸ ἁγνό, τὸ μεγάλο,
λησμονήσατε ἀκόμα καὶ τὸν ἴδιο ἑαυτό Σας
ἀντικρὺ στὸ μεγάλο σκοπό Σας,
τώρα πιὰ πού ῾γινε ἕνα μὲ τὶς ρίζες τοῦ πελάου,
μὲ τὶς ρίζες τῶν αἰώνιων στοιχείων,
μὲ τὶς ρίζες βαθιὰ τῆς Ἑλλάδας,
μὲ τὶς ρίζες κρυφές της ψυχῆς μας!

K᾿ ἔτσι σήμερα
ὀρθὸς στ᾿ ἀκρογιάλι δὲ στέκω,
δὲ στέκει κανείς μας,
καρτερώντας τὸ κύμα νὰ φέρει ἀπὸ Σᾶς ἕνα λείψανο
ποὺ γυρεύει ταφή,
μά, κοιτώντας ἀφρισμένα τὰ κύματα
ἀπάνω νὰ ὁρμᾶνε
τό ῾να πίσω ἀπὸ τ᾿ ἄλλο
κι ἀκούοντας τὴ βουή τους,
Σᾶς βλέπουμε ἀκέριους,
κι ἀκέριους
Σᾶς ἀκοῦμε μὲς σ᾿ ὅλες τὶς μορφὲς καὶ φωνὲς τοῦ Πρωτέα,
τοῦ αἰώνιού Σας κ᾿ αἰώνιού μας Μύθου,
πανελεύτερους, ὤριους, γαλήνιους,
ἀπ᾿ τὰ βάθη τῶν βυθῶν ν᾿ ἀνεβαίνετε
πάμφωτα εἴδωλα νιότης
καί, τώρα,
νὰ ξεχύνετε μὲς στὸν ἀγέρα,
μὲ τοῦτα τὰ λόγια ἀπ᾿ τὴν ἄβυσσο μέσα,
τὴν ἄξια ψυχή Σας:

«Ἐδῶ μένουμε τώρα,
αἰώνιοι φρουροὶ μὲς στοῦ μέσα πελάου τὴ γαλήνη,
κ᾿ ἐδῶ πιά, χαλινοὺς σὰ νὰ βάζουμε στὰ ἴδια τὰ κύματα
ποὺ μαίνονται ἀπάνω,
θὰ ὡριμάζουμε πάντα μία σκέψη
λυτρωμοῦ γιὰ τὴν ἅγια μας θάλασσα
ἀπ᾿ τὸ κόκκινο μάταιο πανὶ τῶν Λατίνων,

»γιὰ νὰ τρέχει μεθαύριο, σὰν ἡ ὀλάσπρη φτερούγα τοῦ γλάρου,
σὰν ἡ πάναγνη ἀνθρώπινη σκέψη,
σὰν ἡ πνοὴ τῆς καθάριας ἀγάπης,
τῶν φτωχῶν τῶν ψαράδων Ἑλλήνων
ἐλεύτερο τὸ ἄσπρο πανὶ
στὴν αἰώνια γαλάζια ἁπλωσιά της!»

(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, E´, Ἴκαρος 1968)

Ραψῳδίες τοῦ Ἰόνιου. Γλαύκα
Γλαυκὸ τὸ Νήρυτον· τὸ δρῦ, θαμπὸ ποὺ γαλανίζει,
δὲ ρίχνει σκιὰ στὴ θάλασσαν, ἀσάλευτη ἀπὸ κάτου.
Στὴ λίμνη ἀποκαρώσανε σὰν ἄσπροι ἀνθοὶ κ᾿ οἱ γλάροι.
Μὰ τὸ ξεφτέρι κρέμεται σὲ δυὸ φτερὰ καὶ τρέμει
μὲς στὴ γαλάζιαν ἄβυσσο, πῶς τρέμουνε δυὸ φρύδια
γραμμένα, ἅμα ζυγιάζουνε μία συλλογὴ παρθένα...

K᾿ ἔπνεε μαγιάτικος βοριὰς στὸ Ἰόνιο χτές, κι ἀκόμα
τὸ κύμα εἶναι σὰν κρούσταλλο, κι ὁ ἄμμος δὲν ἀχνίζει,
καὶ λαγαρὸς κι ἀσάλευτος ὁ ἀγέρας τοῦ ἐλαιώνα·
μηδὲ καπνίζουνε οἱ ἐλιὲς μίαν ἄχνη πρὸς τὸν ἥλιο. 10
Καὶ λὲς ποὺ χύθη ἡ θάλασσα τὴ νύχτα μὲς στὸν κάμπον
ἀπ᾿ τὸ μαγιάτικο βοριά, καὶ πάλε πίσω ἐσύρτη,
τὴν πεταλούδα ἐπλάνεψεν ἀπ᾿ τοὺς ἀφροὺς ἀπάνω...
K᾿ ἐγὼ στὸ κύμα εἶχα λουστεῖ τὴ χαραυγή, κ᾿ ἐκύλα
γλαυκὸ στὴ φλέβα τὸ αἷμα μου σᾶ μὲς στὰ δέντρα, κ᾿ ἦταν
ὁ νοῦς μου ὡς ἀνθισμένη ἐλιὰ ποὺ ἀπ᾿ τὸν καρπὸ ἀλαφρώθη
κι ἀφρίζει ἀνθὸν ἀνάλαφρο στὶς πελαγίσιες αὖρες...
K᾿ ἡ γλαυκομάτα, στὸ γιαλὸ ποὺ ἀργὴ μ᾿ ἀκολουθοῦσεν,
ἐρώτησε, γυρίζοντας τὴν κεφαλὴ ἀπ᾿ τὸ κύμα:
«Ἀλήθεια ἀναγελάσανε τὴ γλαύκα οἱ χελιδόνες, 20
τὴ γλαύκαν ὁποῦ ἀπόμεινε στὸ μέγα φῶς τῆς μέρας
καὶ χαμοπέταγε βουβὴ ἀπάνω ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια,
ποῦ καὶ σκυλὶ θὰ βάβιζε τὸ χαμηλό της ἴσκιο;
Ἀλήθεια ἀναγελάσανε τὴ γλαύκα οἱ χελιδόνες
μὲ τὶς χελιδονίσιες τοὺς χαρὲς στὶς κρύες τὶς αὖρες·
ἀπὸ μπροστά τῆς διάβαιναν, μὲ τὸ φτερὸ τὴ ῾γγίζαν,
καὶ μὲ συρτοὺς κελαηδισμοὺς ψηλὰ τὴν ἀναπαίζαν;»

K᾿ ἐφαίνονταν λευκὴ ἡ ὀργὴ στὸ μέτωπο τῆς Γλαύκης,
τῆς Ἀθηνᾶς πὼς τὸ ἱερὸ πουλὶ καταφρονέθη!
K᾿ ἐγώ, ποὺ τὸ εἶδα, ἀπάντησα τὸν ἀλαφριό μου λόγο: 30

Κι ἂν λαχανιάζει ὁ κόρακας, γελάει κ᾿ ἡ χελιδόνα,
πάντα ἡ ἐλιὰ θά ῾ναι ἱερή, καὶ στὸν αἰώνα ἡ γλαύκα
μαζὶ μ᾿ ἐμᾶς θὲ νὰ κοιτάει στυλὰ τὶς θεῖες ἑσπέρες... 33
(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, A´, Ἴκαρος 1965)


--------------------------------------------------------------------------------

Ραψῳδίες τοῦ Ἰόνιου. Τὸ Διάβα τοῦ Ἐλαιῶνα
Στὸν Ἰόνιο διάπλατο γιαλὸ διαβήκαμε, περνώντας
τὸν ἐλαιώνα, ἀγαπητό της Ἀθηνᾶς καὶ πλήθια
σὲ ἴσκιους βαθύ, σὰν πέλαγο, καὶ ἀχὸ μὲ τοὺς ἀνέμους.
Καὶ ταξιδέψαμε τὸ νοῦ καὶ τὸ κορμὶ στοὺς ἴσκιους,
ἀνάμεσ᾿ ἀπὸ λούλουδα κι ἀπὸ εὐωδιές, καθένας
στὴν ἁρμονία σὰ σὲ ραβδὶ ἀγριλίδας ζυγιασμένος.
K᾿ οἱ σαῦρες, φωτοπράσινες, ποὺ δίπλα ἀπὸ τὴ ρίζαν
ἐκοίταγαν ἀσάλευτες στὸν ἥλιο, καὶ τὰ φίδια,
σὰ γητεμένα ὅλα βαθιὰ τῆς ἁρμονίας μας ἦταν,
καὶ τὸ ραβδί μου ὡς πιστικοῦ, τὸ φίδι νὰ πατήσει 10
δὲ σηκωνόνταν, στὸ μακρὺ τοῦ κάμπου μονοπάτι,
μὰ ὡς σὲ κλαδὶ λογίζομουν νὰ τυλιχτεῖ πὼς θά ῾ρτει...
K᾿ ἡ Γλαύκη πρώτη τη σιωπὴν ἔκοψε, πρώτη, ὡς ὅταν
κόβεις ψωμὶ κριθάρινο, στὴ μέση, ἀπὰ στὸ γόνα,
καὶ ἡ εὐωδιά του ξεχειλάει ἀγγίζοντας τὴ φρένα.
Τέτοια καὶ ἡ Γλαύκη ἐμίλησε, πού ῾χε γλυκὰ εὐωδιάσει
μὲ λιόφυλλο τὸ στόμα της κ᾿ ἐλούστη μὲ τὰ φύλλα
καὶ τὸν ἀνθὸ τῆς λυγαριᾶς στὰ χέρια καὶ στὰ χείλα.
Καὶ φούσκωνέ μας ἡ σιωπὴ τὰ στήθη, ὡσὰν τὴν πείνα.
Μὰ ἦταν κι ὁλόδροση ἡ φωνή, νὰ συγκερνάει τὴ δίψα, 20
σὰν τὸ ψωμὶ ποὺ πότισες σὲ κρύας πηγῆς τὴ φλέβα.
Καὶ τὰ μαλλιὰ τὴ σκέπαζαν, ἂν τά ῾ριχνε, ὡς τὰ πόδια,
μὰ πάντα διαφαινόντανε τὸ μέτωπο, ὡς φεγγάρι
ποὺ φέγγει θεῖον ὁλημερίς, κι ἂς ἀνεβαίνει ὁ ἥλιος.
Καὶ μὲς στὸ νοῦ μου φάνταζε σὰν τὴ στερνὴ τὴν ψίχα
τοῦ δέντρου, ὡσὰν τ᾿ ὁλόχυμο μιανῆς φτελιᾶς μελούδι.

K᾿ εἶπεν ἡ Γλαύκη: «Ὁλονυχτὶς τὰ μάτια σου στὸν ὕπνο
σὰν ἄστρα σου ἀνοιγόκλειναν· καὶ λαγαρὰ εἶναι τόσο
ποῦ, νὰ τὰ ἰδῶ, στὸ μέτωπο τὴν ἀπαλάμη βάνω;»
K᾿ ἐγώ, ποὺ νόμιζα ἡ φωνὴ σὰν κλειστὸς κρίνος ποὺ ἦταν, 30
ἀπάντησα, καὶ νά, ἡ φωνὴ μέσα μου ἀνοίχτη ὡς κρίνος:

«T᾿ ἄστρι πληθαίνει μέσα μου, σὰν τὸ σπειρὶ στὸ ρόδι,
ὡς ἀναπεύω τὸ κορμὶ στοὺς ἄμμους τοῦ Ἰονίου.
Ἡ νύχτα ἀνοίγει ἀπ᾿ τὸ βαθὺ τὸν πόθο σὰν τὸ ρόδι,
καὶ μυρμηγκιάζει μέσα μου κι ὁλάκερο μ᾿ ἀγγίζει,
πώς, σὰ λουστῶ ἀπονύχτερα, μίαν ἀστραψιὰ ἀναβράει
τριγύρα ἀπὸ φωσφόρισμα - σὰ μέσα ἀπὸ τὸ γνέφι
ποὺ κουφοκαίει ἡ ἀστραπὴ - καὶ ποὺ σπιθίζει ἀκόμα
στὰ χέρια μου, στοὺς ὤμους μου, πάλε ὡς συρτῶ στοὺς ὄχτους...
Κι ἀνοίγουν ἀπονύχτερα τῶν ἄστρων τὰ μπουμπούκια, 40
κι ὅλη εὐωδὰ ἡ μαγιάτικη νυχτιὰ ἀπ᾿ τὰ τόσα ρόδα,
ἡ Ἀλετροπόδα σὰ φανεῖ κι ὡς βασιλέψει ἡ Πούλια.
Κι ὁ ὕπνος μου εἶν᾿ ἀνάλαφρος, καὶ φτάνει μου νὰ σειῶνται
τὰ βλέφαρα σ᾿ ἀνασασμὸ βαθὺ μαζὶ μὲ τ᾿ ἄστρα,
καὶ μόνο φτάνει μου νὰ πιῶ σὲ μιᾶς σιωπῆς τὴ φλέβα,
κι ἂς εἶναι ὡς νυχτολούλουδα τὰ μάτια μου ἀνοιγμένα...»
K᾿ ἡ ἄλλη, πρασινοΐσκιωτα ποὺ εἶχε τὰ μάτια, ἐσίγα·
κι ἀπὸ τὸ λόγον ἄγγιχτη φαινόντανε, καὶ πλήθια
ν᾿ ἀκούει ἂς ἀναγάλλιαζε, καθὼς τὰ πελαγίσια
πουλιὰ πού, ὡς λούζονται, γλιστρᾶ τὸ κύμα ἀπάνωθέ τους. 50
Μεγαλομάτα - κ᾿ ἔδειχνε πὼς σὲ βαθιὲς πεδιάδες
εἶχε ἀναπέψει τὴ ματιὰ καὶ σ᾿ ἁπλωτὰ ποτάμια,
γιὰ τοῦτο κι ἀργοσάλευτη σὰν τοῦ βοδιοῦ γυρνοῦσε,
πότε τὸ πέλαο δάμαζε, πότε τὸν κάμπον ὅλο...

Ἀλλ᾿ ὅπως ἐκατέβαινε σὲ τόση ἀγάπη ὁ ἥλιος,
στὸ κύμα ὡς ἐλουστήκαμε καὶ βγήκαμε στὴν ἄκρη,
σὰ γλαῦκες ἐκοιτάζαμε τὴ σιωπηλὴν ἑσπέρα...
K᾿ ἐγώ, βαθιά μου πὄνιωθα πὼς δὲν πεθαίνει ἡ μέρα,
στῆς σιωπηλῆς ἀκούμπησα τὸν κόρφο, καὶ στὴν ἄλλη
τὰ πόδια ἀκούμπησα. Βαθιὰ ἐλογίζομουν, σὰ νά ῾χα
στὸν ἥλιο τὰ ποδάρια μου, στὸν ἴσκιο τὸ κεφάλι... 61

(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, A´, Ἴκαρος 1965)
--------------------------------------------------------------------------------

Ραψῳδίες τοῦ Ἰόνιου. Τύμβος
Στὴν πλάκα ἀρχαία, καὶ τὸ σκυλὶ τὸ χῶμα ἀναρωτοῦσε,
λαγωνικὸν ἀνάγλυφο σὰν τὸ φτενὸ φεγγάρι.
Ὀρτὸς μὲς στὸν ἀνάλαφρο σὰν καταχνιὰ χιτώνα,
ὁ νέος ἐστύλωνε νεκρὸς τὰ μάτια ἀπ᾿ τὴ γαλήνη
τῆς πλάκας στὴν ἀπέραντη γαλήνη τοῦ θανάτου,
καὶ τὰ ματόκλαδα ἀνοιχτὰ στὸν αἰώνιον εἶχε ξύπνο.
Ἀποκοιμήθη τὸ παιδί, στὰ πόδια του, ἀπ᾿ τὸ κλάμα·
τῆς νιοσκαμμένης ἡ εὐωδιὰ τῆς γῆς, ἐσίγασέ του
τὸ ἀνεβρυτὸ παράπονο, κ᾿ ἡ ἀπέραντη ἠρεμία.
Γυρτὸς τὸ χῶμα ἐρώταγε καὶ τοῦ παιδιοῦ ὁ πατέρας. 10
Ἀλλὰ ὁ νεκρός, στὸν ἀλαφριὸ σὰν καταχνιὰ χιτώνα,
τὰ μάτια του ἄφηνε βαθιὰ στὴν ἄβυσσο, σὰ μάτια
ποῦ ἀπάνω ἀλησμονήθηκαν στὸ ἡμερινὸ φεγγάρι...
Συχνὰ καὶ τὰ ματόκλαδα, μέσα στὸν αἰώνιο ξύπνο,
μοῦ ἀνοίγονται μερόνυχτα, καὶ μήτε συναλλάζει
τὸ ρίπισμα ποὺ παγερὰ βουνίσια μύρα ἁπλώνει,
κ᾿ ἡ ἀνάσα χλιά, σὰν τὴ βουβὴ πλατιὰ ἀστραπὴ τοῦ Μάη,
ἀπὸ λιβάδια ἂν ἔρχεται ἡ ἀπὸ γιαλὸ ἁπλωμένο...

Δίχως ἀγώνα μὲ καλοῦν οἱ ἀνήφοροι τὴ νύχτα.
Τὸ δρόμο κόβω ἀνάμεσα σὲ ξαῖθρες καὶ ἴσκιους, κ᾿ εἶμαι 20
σὰν τὸ πουλί, ἀρμενίζοντας μεσουρανὶς ποὺ φεύγει,
κι ὡς βούλεται ὕπνο, λάμνοντας, ἀνάερον ἀναπεύει.
Ἀλλὰ ὁ ἀπόγειος ἄνεμος, ποὺ ἀπὸ λαγκάδια χύνει,
χύνει ἀπὸ ξάστερες κορφὲς - καὶ στὴ βαθιὰ ἠρεμία
ἀχεῖ ὡς ἀγέρας τοῦ πελάου στῶν καραβιῶν τὰ ξάρτια,
ὡσὰν ἀποβροχάρικη βροντὴ κυλάει στὰ νέφη,
ποὺ στὰ φαράγγια ἀχεῖ διπλά, βογκάει καὶ στὰ ποτάμια -
σμίγει, ὡς γαλήνιο πέλαγο στρωτό, τὸ φῶς τῶν ἄστρων,
ὡσὰν τῆς λύρας τὶς χορδὲς ποὺ ὡς τὶς ρυθμίσει χέρι
ριπίζονται ὅλες, ἕνα φῶς, καὶ δὲ χωρίζουν ἄλλο. 30
Ὀρτὸς μὲς στὸν ἀνάλαφρο σὰν καταχνιὰ χιτώνα,
σὰν ὁ νεκρός, τὰ μάτια μου στυλώνω ἀπ᾿ τὴ γαλήνη
τῆς νύχτας στὴν ἀπέραντη θαμπὴ γαλήνη τοῦ ὄρθρου,
καὶ τὰ ματόκλαδα ἀνοιχτὰ στὸν αἰώνιο ἔχω ξύπνο.
Καὶ γαλαζώνει, ξώδερμη, στὰ χέρια ἀπάνω ἡ φλέβα,
σὰν τοῦ νεκροῦ θαμπωτικιά, καὶ στὰ μηλίγγια ἀπάνω,
γλαυκὴ σὰν τ᾿ αὐγινὰ βουνά, ποὺ ὡς φεύγεις τόσο ἀχνίζουν,
φέγγουν βαθιὰ τὴν ἄβυσσο στὸ λογισμὸ τοῦ ἀνθρώπου...
Κι ἄκουσε, ἀπάνω ἀπ᾿ τὴ στρωτὴ γαλήνη τοῦ πελάγου,
τοῦ γλάρου τὸ παράπονο μακριὰ ποὺ ταξιδεύει 40
κι ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς ἐγλίστρησεν ἀπάνω, ἐδιάβη δίπλα
στ᾿ ἀναπαμένα τὰ βουνὰ ποὺ ἡ θάλασσα ἀντιφέγγει.
K᾿ οἱ γλαῦκες ἐσυρτήκανε μὲς στὶς ἐλιὲς ποὺ ἀκόμα
κοιμῶνται ἀνάλαφρο ὕπνωμα, τὸ λάδι ὡς ἀνεβαίνει
στ᾿ ἀνεβρυτά τους τὰ κλαριά, ὕπνο νοητὸ ποὺ ὁ γκιώνης
ἀπ᾿ τὴν μίαν ἄκρη ἐρύθμισε τοῦ κάμπου ὦσμε τὴν ἄλλη...

Ἀνανογήθη ὁ ἄνθρωπος μὲς στὸ βαθὺ τὸν ὕπνο
τὸ πρῶτο πῶς ἐλάλησε τζιτζίκι μὲ φεγγάρι;
Κι ὡς ἄνθρωπος τὴν ἀγκαλιὰ ποὺ ἀφῆκε τῆς γυναίκας,
γιατ᾿ ἦταν δίκαι᾿ ἡ πείνα του καὶ ἡ δίψα τοῦ θανάτου, 50
γιατ᾿ ἦταν κάμπος ἄθερος πού, ὡς σκύβουν του τ᾿ ἀστάχυα
ἀνατριχιάζοντας βαθιὰ στὸ ρίπισμα τῆς αὔρας
ποὺ σὰ δρεπάνι ἀθώρητο πετάει ἀπάνωθέ του,
τὸ θεριστὴν ἐπόθησε ποὺ θὲ νὰ θέριζέ του
τὴν παπαρούνα σύρριζα μὲ τὸ μεστὸ τ᾿ ἀστάχυ
- ὅμοια κι αὐτὸς τὴν ἀγκαλιὰ γυναίκεια ἐπόθησέ τη.
Κι ἀλάφρωσε τὸ γαῖμα του, καὶ δρόσισέ του ἡ φλέβα,
καὶ σιωπηλός, ὡς αἰώνιος, γλυκὸς τὸν πῆρε βύθος,
καὶ χύθη μέσα του, βαθιὰ πολύ, τῆς γῆς τὸ πνέμα·
στὰ διάφωτα ματόφυλλα τοῦ γλίστραε τὸ φεγγάρι 60
ὡσὰν ἀπ᾿ ἀνοιξιάτικα νέφια μπροστά, καὶ τ᾿ ἄστρα
σὰ δάκρυ᾿ ἀπὸ τὰ μάτια του ξαλάφρωναν τὸ νοῦ του,
κι ὡς φύλακες τὰ γαληνὰ βουνὰ μακρὰ ἔνιωθέ τα·
δὲ συνορίζονταν ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμὶ τοῦ ἀνθρώπου·
ἀπάνωθέ του εἶχε χαθεῖ τοῦ θεριστῆ κι ὁ ἴσκιος,
κι ὡς μὲ τὴ ράχη ἀνάπευε δὲν ἔβλεπε ἕνα γνέφι,
ἀλλὰ εἶδεν ἄσωτους βυθοὺς στὸ ἀργὸ βλεφάρισμά του
- ὅμοια κ᾿ ἐγὼ τὰ μάτια μου στὸν αἰώνιο μέσα ξύπνο
ἔχω ἀνοιγμένα διάπλατα καί, ὀρτός, ψηλὰ τ᾿ ἀφήνω,
φέγγω βαθιὰ τὰ μέσα μου καὶ τὰ βουνὰ ἀντιφέγγω... 70
Μέσα μου φέγγουνε ἄσβηστα καὶ τὰ γλαυκά σου μάτια.
Ἄθερος κάμπος καὶ πλατὺς ποιὸς σὰν ἐμένα εὑρέθη;
Μηδὲ τὰ στάχυα μὄσπειρεν ἀνθρώπινο ἕνα χέρι·
μὲ τὴ σιγὴ τὰ θέρισες καὶ μὲ τὴν καλοσύνη.
Κι ἂν κάποτε τὰ μάτια σου μὲ βλέπουνε, σὰ μάτια
ποὺ ἀπάνω ἀλησμονήθηκαν σὲ σιωπηλὸ ποτάμι,
κι ὡς ἀκλουθᾶν τὰ ρέματα, τὸ κλάμα ἀργὰ ἀνεβαίνει
- τὰ μάτια φεύγουν ἀπὸ μὲ κι ἀκολουθᾶν τὸ ρέμα-
σκυμμένα δὲν ἀναρωτοῦν γιὰ μὲ τὴ γῆ, ποὺ πέφτει
ἡ σκιά μου ὡς ἀνοιξιάτικου συννέφου ἀπάνωθέ σου, 80
καὶ τὸ χαμόγελο ὡς βουβὴ πλατιὰ ἀστραπὴ τοῦ Μάη·
ὡς τὴν καρδιά σου ἀπ᾿ τὸ θαμπὸ τὸν ἴσκιο τοῦ θανάτου
σοῦ ἀλάφρωσα, καὶ τὸ αἷμα σου στὴ φλέβα ρέει σὰ λάδι,
γαληνομέτωπη, κοιτᾶν τὰ μάτια σου ὡσὰ μάτια
π᾿ ἀλησμονήθηκαν ψηλὰ στὸ ἡμερινὸ φεγγάρι!

(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, A´, Ἴκαρος 1965)

Ραψῳδίες τοῦ Ἰόνιου. Ἀπόσπασμα
Τὸ διπλοπόδι ὁ γέροντας, μπροστά μας ἐτραγούδα
τὰ λυγερὰ καὶ τὰ πλατιὰ τραγούδια τῆς Ἠπείρου.
Τὰ ἑκατὸ χρόνια δείχνονταν σοφὰ στὸ σάλεμά του,
ἀργὸ σὰ τὸ ξεκούρασμα τοῦ ἀϊτοῦ σὲ δυὸ φτεροῦγες.
Πλάκα τὸ χέρι τὸ ζερβὶ καὶ χάραζε μὲ τ᾿ ἄλλο,
στορώντας πῶς ἐξόμπλιασεν ἡ κόρη τὸ μαντίλι,
ἀργὸν-ἀργό, τὸν ἄγραφον αλαφρωμενο νόμο,
κατὰ πῶς γράφει ἡ θάλασσα μὲ τὸ φτερὸ τ᾿ ἀνέμου
ἀπάνω σ᾿ ἁπλωτὸ γιαλὸ πού ῾χει ψιλὸ τὸν ἄμμο...

Στὴ Μαρία Πολυδούρη
Μὴ στοχαστεῖς πὼς ἦρτα ἀργὰ κοντά σου. Εἶναι κρυφὸς
ὁ δρόμος μου καὶ δὲν τὸν ξέρουν οἱ ἄλλοι.
καὶ χρόνια τώρα, ἀνήξερά Σου, εἶμαι γιὰ Σένα ὁ ἀδερφός,
ὁποὺ Σοῦ σιάζει μυστικὰ τὸ προσκεφάλι...

Κι᾿ ἂν ἀπ᾿ τὴν ὄχτη φαίνεται πὼς ἔρχομαι, ὅπου τὴ νευρὴ
τῶν τόξων μου τανύζω
μὲ πεῖσμα, ἐνάντια στὴν ὀκνιὰ ποὺ μὲ κυκλώνει τὴ μιαρή,
μὰ ἀληθινά, γυρίζω

ἀπὸ τὴν ὄχτην ὅπου ἀνθοῦν οἱ θεῖοι μονάχα ἀσφοδελοὶ
κι᾿ ὅπου σαλεύει μόνο
ὅποια μορφὴ ἀναδύθηκε γιὰ μένα ὡς πλέρια ἀνατολὴ
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸν τέλειο πόνο...

Ἐκεῖθεν᾿ ἔρχομαι σ᾿ Ἐσέ, ποὺ ὁ θάνατός μου κ᾿ ἡ ζωὴ
διπλό μου φέγγει ἀστέρι.
μὰ γίνοντ᾿ ἕνα μέσα μου καὶ τὰ τυλίγει μία πνοὴ
σὰ Σοῦ κρατῶ τὸ χέρι,

καὶ συλλογιέμαι πὼς δὲν ἦρτα ἀργὰ κοντά Σου (μὲ τὸ φῶς
ἢ τὸ σκοτάδι ἂν πρόλαβα), τί φτάνω ἀπ᾿ τ᾿ ἀκρογιάλι
αὐτῶν ποὺ μ᾿ ἑτοιμάσανε νὰ Σοῦ ῾μαι ὁ ἄξιος ἀδερφός,
καὶ νά ῾μαι πλάι Σου πάλι...

Στ᾿ Ὅσιου Λουκᾶ τὸ Μοναστήρι
(1935)

Στ᾿ Ὅσιου Λουκᾶ τὸ μοναστήρι, ἀπ᾿ ὅσες
γυναῖκες τοῦ Στειριοῦ συμμαζευτῆκαν
τὸν Ἐπιτάφιο νὰ στολίσουν, κι ὅσες
μοιρολογῆτρες ὥσμε τοῦ Μεγάλου
Σαββάτου τὸ ξημέρωμα ἀγρυπνῆσαν,
ποιὰ νὰ στοχάστη - ἔτσι γλυκὰ θρηνοῦσαν! -
πώς, κάτου ἀπ᾿ τοὺς ἀνθούς, τ᾿ ὁλόαχνο σμάλτο
τοῦ πεθαμένου τοῦ Ἄδωνη ἦταν σάρκα
ποὺ πόνεσε βαθιά;
Γιατὶ κι ὁ πόνος
στὰ ρόδα μέσα, κι ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος,
κ᾿ οἱ ἀναπνοὲς τῆς ἄνοιξης ποὺ μπαίναν
ἀπ᾿ τοῦ ναοῦ τὴ θύρα, ἀναφτερώναν
τὸ νοῦ τους στῆς Ἀνάστασης τὸ θάμα,
καὶ τοῦ Χριστοῦ οἱ πληγὲς σὰν ἀνεμῶνες
τοὺς φάνταζαν στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια,
τὶ πολλὰ τὸν σκεπάζανε λουλούδια
ποὺ ἔτσι τρανά, ἔτσι βαθιὰ εὐωδοῦσαν!

Ἀλλὰ τὸ βράδυ τὸ ἴδιο τοῦ Σαββάτου,
τὴν ὥρα π᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἅγια Πύλη τὸ ἕνα
κερὶ ἐπροσάναψε ὅλα τ᾿ ἄλλα ὡς κάτου,
κι ἀπ᾿ τ᾿ Ἅγιο Βῆμα σάμπως κύμα ἁπλώθη
τὸ φῶς ὦσμε τὴν ξώπορτα, ὅλοι κι ὅλες
ἀνατριχιάξαν π᾿ ἄκουσαν στὴ μέση
ἀπ᾿ τὰ «Χριστὸς Ἀνέστη» μίαν αἰφνίδια
φωνὴ νὰ σκούξει: «Γιώργαινα, ὁ Βαγγέλης!»
Καὶ νά· ὁ λεβέντης τοῦ χωριοῦ, ὁ Βαγγέλης,
τῶν κοριτσιῶν τὸ λάμπασμα, ὁ Βαγγέλης,
ποὺ τὸν λογιάζαν ὅλοι γιὰ χαμένο
στὸν πόλεμο· καὶ στέκονταν ὁλόρτος
στῆς ἐκκλησιᾶς τὴ θύρα, μὲ ποδάρι
ξύλινο, καὶ δὲ διάβαινε τὴ θύρα
τῆς ἐκκλησιᾶς, τὶ τὸν κοιτάζαν ὅλοι
μὲ τὰ κεριὰ στὸ χέρι, τὸν κοιτάζαν,
τὸ χορευτὴ ποὺ τράνταζε τ᾿ ἁλώνι
τοῦ Στειριοῦ, μιὰ στὴν ὄψη, μιὰ στὸ πόδι,
ποὺ ὡς νὰ τὸ κάρφωσε ἦταν στὸ κατώφλι
τῆς θύρας, καὶ δὲν ἔμπαινε πιὸ μέσα!

Καὶ τότε - μάρτυράς μου νά ῾ναι ὁ στίχος,
ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -
ἀπ᾿ τὸ στασίδι πού ῾μουνα στημένος
ξαντίκρισα τὴ μάνα, ἀπ᾿ τὸ κεφάλι
πετώντας τὸ μαντίλι, νὰ χιμήξει
σκυφτὴ καὶ ν᾿ ἀγκαλιάσει τὸ ποδάρι,
τὸ ξύλινο ποδάρι τοῦ στρατιώτη,
- ἔτσι ὅπως τὸ εἶδα ὁ στίχος μου τὸ γράφει,
ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -,
καὶ νὰ σύρει ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς της
ἕνα σκούξιμο: «Μάτια μου… Βαγγέλη!»
Κι ἀκόμα, - μάρτυράς μου νά ῾ναι ὁ στίχος,
ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -,
ξοπίσωθέ της, ὅσες μαζευτῆκαν
ἀπὸ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπὰ γιὰ νὰ θρηνήσουν
τὸν πεθαμένον Ἄδωνη, κρυμμένο
μὲς στὰ λουλούδια, τώρα νὰ ξεσπάσουν
μαζὶ τὴν ἀξεθύμαστη τοῦ τρόμου
κραυγὴ πού, ὡς στὸ στασίδι μου κρατιόμουν,
ἕνας πέπλος μοῦ σκέπασε τὰ μάτια!…

(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, E´, Ἴκαρος 1968)
σημ. ἱστοχώρου: Διαφωνία περὶ Ἀδώνιδος κλπ.


Τὸ Πρωτοβρόχι
Σκυμμένοι ἀπὸ τὸ παραθύρι...
Καὶ τοῦ προσώπου μας οἱ γύροι
ἡ ἴδια μας ἤτανε ψυχή.
Ἡ συννεφιά, χλωμὴ σὰ θειάφι,
θάμπωνε ἀμπέλι καὶ χωράφι·
ὁ ἀγέρας μέσ᾿ ἀπὸ τὰ δέντρα
μὲ κρύφια βούιζε ταραχή·
ἡ χελιδόνα, μὲ τὰ στήθη,
γοργή, στὴ χλόη μπρὸς-πίσω ἐχύθη·
κι ἄξαφνα βρόντησε, καὶ λύθη
κρουνός, χορεύοντα ἡ βροχή!
Ἡ σκόνη πῆρ᾿ ἀνάερο δρόμο...
K᾿ ἐμεῖς, στῶν ρουθουνιῶν τὸν τρόμο,
στὴ χωματίλα τὴ βαριὰ
τὰ χείλα ἀνοίξαμε, σὰ βρύση
τὰ σπλάχνα νὰ μπεῖ νὰ ποτίσει
(ὅλη εἶχεν ἡ βροχὴ ραντίσει
τὴ διψασμένη μας θωριά,
σὰν τὴν ἐλιὰ καὶ σὰν τὸ φλόμο).
κι ὁ ἕνας στ᾿ ἀλλουνοῦ τὸν ὦμο
ρωτάαμε: «T᾿ εἶναι πὄχει σκίσει
τὸν ἀέρα μύρο, ὅμοιο μελίσσι;
Ἀπ᾿ τὸν πευκιὰ τὸ κουκουνάρι,
ὁ βάρσαμος ἢ τὸ θυμάρι,
ἡ ἀφάνα ἢ ἡ ἀλυγαριά;»
Κι ἄχνισα - τόσα ἦταν τὰ μύρα -
ἄχνισα κ᾿ ἔγινα ὅμοια λύρα,
ποὺ χάϊδευ᾿ ἡ ἄσωτη πνοή...
Μοῦ γιόμισ᾿ ὁ οὐρανίσκος γλύκα·
κι ὡς τὴ ματιά σου ξαναβρῆκα,
ὅλο μου τὸ αἷμα ἦταν βοή!...
K᾿ ἔσκυψ᾿ ἀπάνω ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλι
ποὺ ἐσειόνταν σύφυλλο, τὸ μέλι
καὶ τ᾿ ἄνθι ἀκέριο νὰ τοῦ πιῶ·
- βαριὰ τσαμπιὰ καὶ οἱ λογισμοί μου,
βάτοι βαθιοὶ οἱ ἀνασασμοί μου -
κι ὅπως ἀνάσαινα, ἀπ᾿ τὰ μύρα
δὲ μπόρεια νὰ διαλέξω ποιό!
Μὰ ὅλα τὰ μάζεψα, τὰ πῆρα,
καὶ τά ῾πια, ὡσὰν ἀπὸ τὴ μοίρα
λύπη ἀπροσδόκητη ἢ χαρά.
Τά ῾πια· κι ὡς σ᾿ ἄγγιξα τὴ ζώνη,
τὸ αἷμα μου γίνηκεν ἀηδόνι,
κι ὡς τὰ πολύτρεχα νερά!


(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, Β´, Ἴκαρος 1968)


ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΑ
Καταμεσὶς ἀνέμου ἡ τρεχαντήρα,
μὲ τὰ πανιά της τόξα τεντωμένα,
τοῦ διακιοῦ τὴ στερνὴν ἐπῆρε γύρα
στὰ γαλανὰ βουνὰ τὰ γυμνωμένα...

Κι ὁ αἰθεροδρόμος βόγγος ποὺ ῾πλημμύρα
στὰ ξάρτια, στὰ πρυμνήσια, στὴν ἀντένα
-δελφίνια παρατρέχαν ὁλοένα-
τὴν ἔκρουε μὲς στὸ κύμα, ὁλόρτη λύρα!

Δίκοπη σπάθα ξέσκιζε ἡ καρίνα...
Κι ὁ ἀφρὸς στὴ πρύμνα, χώριος σὲ δυὸ κρίνα,
τῶν σταλιῶν ἀνατίναζε τὸ σεῖστρο...

Σὰν μ᾿ ἕνα «λάσκα!» -ὁ ἥλιος μεσουράνει-
στῶν Σαλώνων ἐμπῆκε τὸ λιμάνι
μὲ τὸν καταμεσήμερον μαΐστρο!

Ὕμνος Στὸν Ἑωσφόρο Τὸ Ἄστρο
Ἦρτε γυναίκα ἀπ᾿ τὰ βουνά, σκιρτώντας
σὰν ἀλαφίνα, σειώντας τὰ μαλλιά της
σὰ νέο λιοντάρι καὶ στὴν ἀγκαλιά της,
σὰ μὲ ψηλὸ κρατώντας τη ζωνάρι,
σὲ μυστικὸ κανίσκι, τὴ καρδιά της,
ἦρτε γυναίκα πού ῾χε στὴ ποδιά της,
σὰ τὸ μαυροαίματο λαγὸ ποὺ τρέμει
κι ἀπό ῾να φύλλο, τὴν ἀποθυμιά της
κι ἦρτε σ᾿ ἐμὲ ὁλόϊσα, σὰν οἱ ἀνέμοι
στὸ μοναχὸ τὸ δέντρο, ποὺ βιγλίζει
τεράστιο σὲ κορφὴ καὶ συνορίζει
τὰ σύμπαντα καὶ ξάφνου βοὴ νὰ γέμει
προφητικὴ τὸν οὐρανὸν ἀρχίζει
κι ἦρτε καὶ μ᾿ ηὗρε κι ὅταν πλημμυρίζει
ποτάμι, στὴν ὀχτιά του, τὸ πλατάνι
τὸ δυνατὸ καὶ γύρα του, ἀφρισμένο,
μετράει τὴ δύναμή του καὶ τὸ κάνει
νὰ σαλεύει ἀπ᾿ τὴ ρίζα, εὐτυχισμένο,
ἦρτε ἡ γυναίκα ποὺ προσδόκαα τώρα
-κι ἀνήξερα- καιρό, κρυφά, μονάχος,
στὴ κορυφὴ τοῦ πόθου μου σὰ βράχος
κι ἦρτε γιὰ πάντα κι ἦρτε σὰν ἡ μπόρα...

Ὕμνος τοῦ μεγάλου Νόστου
1939

Νυχτιὲς ἀφέγγαρες ― κρυφέ της μοίρας μου ἀρραβώνα·
πιὸ σκοτεινὰ βουνά,
ποὺ πρωτοδιάβαινα βουβὸς τ᾿ ἀμπέλια, ὦσμε τὸ γόνα
κι ὡς τὸ λαιμὸ τρανά·

ποὺ διάβαινα, ὅλο διάβαινα, σὰν ἡ σιγὴ εἶχε πέσει
στὰ ξύλα τοῦ δρυμοῦ,
ὡσὰν ἀλάφι θεόρατο ποὺ κολυμπάει στὴ μέση
μεγάλου ποταμοῦ...
Ἄ, ποιὸ παλμὸν ἀκοίμητο τὰ φρένα μου ἐσηκῶνα
στὰ τρίσβαθα τοῦ νοῦ,
μὲ τὴ βουβή τους μίμηση μπρὸς στὴν βουβὴν εἰκόνα
τοῦ κάταστρου οὐρανοῦ!

Ὄλυμπος πιὰ χεροπιαστὸς τριγύρα μου εἶχε ἀνθίσει,
καί, λάτρα σιωπηλή,
σ᾿ ὅλα τὰ μέλη μου ἄστραφτε τὸ μυστικὸ μεθύσι
μιὰ κρύφια ἀνατολή...
Ἄγρυπνη βίγλα ἐκράταγε, πολὺ ψηλὰ ἀναμμένη,
τοῦ πόθου ἡ μαντικὴ
φωτιά, καὶ γύρα μία γενιὰ θεῶν συμμαζεμένη
μὲ κοίταε σκεφτική...

Σὰν ἄλικη ἡ πανσέληνο στὰ κορφοβούνια ἀπάνω
προβαίνει ἀργή, τρανή,
στὸ πορφυρὸν εἰκόνισμα τοῦ πόθου μου τὸ πλάνο
βαφόνταν οἱ οὐρανοί.
Καὶ πίσω ἀπὸ τ᾿ ἀπάντεχον, ἀθλητικὸ ὄργιό του,
ποὺ νίκαε τὸν καιρό,
σὰν ἱερέας σιωπηλὰ ποὺ σέρνει τὸ σφάγιό του,
κι ὡς πρῶτος στὸ χορό

ποὺ ἀπὸ ξοπίσω του τραβάει πολλοὺς ― παρόμοια, ἀκέρια
σὰ νά ῾σερνα φυλή,
ἀπ᾿ τοὺς πρωτόφαντους θεοὺς κι ἀπὸ τὰ πρῶτα ἀστέρια
τηρώντας ἐντολή,
στὸ στρῶμα ποὺ φουντώνανε τῆς γῆς τὰ ὀλύμπια μύρα
πῶς ἔσερνα μὲ ὁρμὴ
μὲς στὰ σκοτάδια, ὡς ὁ τυφλὸς π᾿ ἀδράζεται ἀπ᾿ τὴ λύρα,
το ἐρωτικὸ κορμί!...

*
Νυχτιὲς ἀφέγγαρες, θερμὸ ποὺ μὲ γεμίσατε αἷμα,
καὶ πλούσιο, μαντικὸ
τὸ πνέμα μου στεριώσατε ― ἀλύγιστο ἕνα ρέμα,
βαθύ, πολεμικὸ ―
καὶ στὴν ψυχή μου θρέψατε τοὺς στοχασμούς, ὡς θρέφει
σὲ θεία κληματαριὰ
ἡ ἁδρὴ ἀπονύχτερη δροσιὰ τσαμπιὰ τρανὰ σὰ βρέφη,
πανώρια καὶ βαριά!

K᾿ ἐσύ, παλμέ, ποὺ ἀκοίμητο τὰ φρένα μου ἐσηκῶνα
στὰ τρίσβαθα τοῦ νοῦ,
κ᾿ ἐσὺ πυρρὴ π᾿ ἀνέμιζα τῆς πιθυμιᾶς μου εἰκόνα
στὴν ὄψη τ᾿ οὐρανοῦ·
τοῦ Ὀλύμπου πιά, σάμπως ληνὸ στὰ πόδια μου, τὸ τέρας
πατῶ τὸ μυστικό.
Ὅλος συρμένος ὁ Ἔρωτας στὶς φρένες μου, ὡς τὸ δέρας
τὸ μάγο στὴν Ἰωλκό!

Κυλᾶ φωτιὲς ὁ Ὠρίωνας· κι ὁ Δίας εἶν᾿ ἕνας θρόνος·
κ᾿ ἡ Πούλια εἶναι φωλιά·
μὰ ὁ μυστικὸς Διθύραμβος, ποὺ πιὰ δὲ ῾γγίζει ὁ Χρόνος,
τοῦ νοῦ μου ἡ ἀγκαλιά!
Νά· πυρωμένη μου ἡ καρδιά, τὸ μέτωπο, τὸ μάτι
ἐλεύτερο, οὐρανέ!
Πήγασος εἶν᾿ ἀσπέδιστος τοῦ λογισμοῦ μου τὸ ἄτι,
οἱ δρόμοι μου ἕνα Ναί,

τὴν ἄβυσσο ἄβυσσο καλεῖ, τὸ βάθος κι ἄλλο βάθος,
κι ἀδάμαστο, ἀλαφρό,
μέσα μου πλέον ἀμόνοιαστον ἐστοίχειωσε τὸ πάθος
ποὺ ἐσκίρτα στὸν ἀφρό...
Τοῦ Ὀλύμπου πιά, σάμπως ληνὸ στὰ πόδια μου, τὸ τέρας
θωρῶ τὸ μυστικό.
Ὅλος ἐσύρθη ὁ Ἔρωτας στὶς φρένες μου, ὡς τὸ δέρας
τὸ μάγο στὴν Ἰωλκό.

Ὑμέναιο νέο στὰ βάθη τους λογιάζω τώρα θὰ βρῶ,
σὰν ἤπια μονομιὰ
τῆς νύχτας ὅλο τὸ κρασὶ τὸ μυστικὸ καὶ μαῦρο
γιὰ μιὰν ἐπιθυμιά·
κι ὅλ᾿ ἡ φωτιὰ τῶν οὐρανῶν μου κύκλωσε, μοῦ κρύβει
τὸ πνέμα μου βουβό,
τί πιὰ μὲ κράζει ἀμείλιχτη τοῦ νοῦ μου ἡ πάνοπλη ἥβη
πρὸς τ᾿ ἄστρα ν᾿ ἀνεβῶ!

Κυλᾶ φωτιὲς ὁ Ὠρίωνας· κι ὁ Δίας εἶν᾿ ἕνας θρόνος·
κ᾿ ἡ Πούλια εἶναι φωλιά·
μὰ ὁ μυστικὸς Διθύραμβος, ποὺ πιὰ δὲ ῾γγίζει ὁ Χρόνος,
ἡ πλέρια μου ἀγκαλιά!
Τῶν ἄστρων ἔχει ἀπάνω μου τὸ περιβόλι γείρει,
κι ὁ κρύφιος λογισμός,
σάμπως μελίσσι χνουδωτὸ βαμμένον ἀπὸ γύρη,
ξεσπᾶ βαθιά μου ἑσμός...

Βροχὴ πεφτάστρια γύρα μου κι ἀδιάκοπα σταλάζει
τὸ ἀπέραντο γοργά·
κι ὅπως χορεύει πέφτοντας στὸ χῶμα τὸ χαλάζι
κι ὁ οὐρανὸς ὀργᾶ,
σὰν ἀπ᾿ τῆς λύρας τὶς χορδὲς ἀνάμεσα τὸ χέρι
φαντάζει ποὺ χτυπᾶ,
ὅμοια ἡ καρδιά μου ὁλάκερη μέσα σὲ κάθε ἀστέρι
σπαράζει κι ἀγαπᾶ!

*
Ὄργιο βαθύ! Στὸν πάγκοσμο παλμό σου, μὲς στὸ νέο
ποὺ γνώρισα κορμί,
στῆς δύναμής σου τὴν πηγὴ κατάβαθα ἀναπνέω
μ᾿ ἀνήκουστην ὁρμή,
κι ὡς κατεβαίνει ἀγνάντια μου, χωρὶς νὰ τὸ γυρεύω,
τὰ βάθη τ᾿ οὐρανοῦ
ὁ ἀρματωμένος Ἔρωτας, σκιρτῶ κι ἀντιχορεύω
μὲ τ᾿ ἄρματα τοῦ νοῦ!

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως,
κρυμμένος σὰν ἀετός,
μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος,
ὁ πρῶτος μου ἐαυτός...

(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, B´, Ἴκαρος 1966)

Χριστὸς Λυόμενος ἢ Ὁ Θάνατος τοῦ Διγενῆ
Ο ΛAΪKOΣ TPAΓOYΔIΣTHΣ KAI ΠAΛI MONAXOΣ
K᾿ ἔπειτα γίνηκε σιωπή.
Κανεὶς δὲν εἶχε τί νὰ πεῖ...
Μὰ ἀκούονταν σιγανὲς λαλιές,
σὰ νὰ τιτίβιζαν φωλιὲς
μέσ᾿ ἀπὸ δάση...
Μικρὸ διάλειμμα ὅπου τὰ ΠAΛIKAPIA παίζουν μόνα τους τοὺς ταμπουράδες.

Ο ΛAΪKOΣ TPAΓOYΔIΣTHΣ KAI ΠAΛI
Μὰ ὁ Μιχαήλ, πού ῾χε καρδιὰ
σὰν τὰ λιοντάρια ἢ τὰ παιδιά,
χρόνο τὸ χρόνο,
σὲ κάποια λόγια δολερὰ
πίστη χαρίζει καὶ φτερά,
καὶ τὸ μισὸ τοῦ δίνει θρόνο...
Κι ὡς ρώταγαν πολλοὶ «σὲ ποιόν;»,
παίρναν ἀπάντηση κρυφή:
TA ΠAΛIKAPIA OΛA MAZI
«Στὸ δολοφόνο!»

(ἀπὸ τὴ Θυμέλη, Γ´, Ἴκαρος 1975)

ᾨδὴ στὸ Μακρυγιάννη
Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε
Ἀπ᾿ τὶς σκόνες σκεπασμένο, τὸ δίστομο σπαθὶ τοῦ λόγου σου
στὸν ἥλιο Μακρυγιάννη.
Κι᾿ ἀπάνω καὶ στὶς δυὸ πλευρὲς γραφή

Ἀπ᾿ τὴ μιά, τὰ λόγια αὐτά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας:
«Τὴ λευτεριά μας τούτη δὲν τὴν ἥβραμε στὸ δρόμο,
καὶ δὲ θὰ μποῦμε εὔκολα στοῦ αὐγοῦ τὸ τσόφλι,
γιατὶ δὲν εἴμαστε κλωσόπουλα, σ᾿ αὐτὸ νὰ ξαναμποῦμε πίσω,
μὰ ἐγίναμε πουλιὰ καὶ τώρα πιὰ στὸ τσόφλι δὲ χωροῦμε».

Κι᾿ ἀπ᾿ τὴ δεύτερη πλευρά, γραφὴ ἄλλη χαραγμένη:
«Ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο τὸν δέχομαι
τὶς τόσες φορὲς τὸν θάνατο ἐζύγωσα, ἀδερφοί μου καὶ δὲ μὲ πῆρε,
ποὺ γιὰ τοῦτο τὸ θάνατο καταφρονῶ,
κι ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου πεθαίνω».

Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε ἀπ᾿ τὸ χῶμα αὐτὴν τὴ σπάθα
καὶ τέτοια διάβασε ἐπάνω της βαγγέλια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου