Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ: ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ: ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
FREE photo hosting by Fih.gr{Ένα ποίημα αποκηρυγμένο από το δημιουργό του τράβηξε την προσοχή των μελετητών, ύστερα από το θάνατό του, όσο κανένα άλλο έργο του. Πρόκειται για τον «Προσκυνητή» του Κώστα Βάρναλη. Το έγραψε στη Γαλλία το 1919 και το δημοσίευσε στο φιλολογικό και λογοτεχνικό περιοδικό του Γεράσιμου Σπαταλά «Μαύρος Γάτος» το Σεπτέμβρη του 1919 (. . .). Αυτό που δημοσιεύτηκε ήταν ένα μέρος (το πρώτο άσμα) από την ποιητική του σύνθεση· ο ποιητής είχε κατά νου να τη συνεχίσει και με άλλα άσματα, αλλά όχι μόνο σταμάτησε, μα δε θέλησε ούτε να ξανααναφερθεί στο έργο του αυτό}.
Ἀπ᾿ ἀλήθεια σ᾿ ἀλήθεια ἀκροπατώντα,
νυχτόημερα λουσμένος τῶν κλαμάτων,
τὴ θεία βουλὴ νὰ σμίξω λαχταρώντα
στὸ κύκλωμα τοῦ ἡλιοῦ καὶ στῶν πνεμάτων
τοὺς ἥλιους μὲ τὴν ἄσκησή μου ζώντα
μιὰ ζήση, ἀλί!, καθημερνῶν θανάτων,
πίσου ἀπ᾿ ὅλα σὲ μάντευα ὡς παρθένα
σκέψη γοργὴ σὲ μάτια ἐρωτεμένα.
***
Καννὶ τοῦ ῥοδοστάγματος, Χριστέ μου ·
Κότσυφα ἐσύ, τοῦ Αἰώνιου Κήπου κράχτη·
Ἀφέντη τετραλόγιστε, ἀδερφέ μου·
τῆς Μιᾶς Ἀλήθειας πύλη ἐσὺ καὶ φράχτη·
Χρυσὲ Βασιλοπόταμε· τοῦ Ἀνέμου
ριπή, ποὺ λεῖ τὰ μάταια ἔργα στάχτητ
μοῦ ῾πες ἐσύ, πὼς τὴν αἰώνια ζήση
πρέπει κανεὶς ἐδῶ νὰ τὴν ἀρχίσει. (Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό κείμενο).
Κώστας Βάρναλης
ΚΕΔΡΟΣ 1988 - Ξυλογραφία ξωφύλλου: Α. ΤΑΣΣΟΣ - Ξυλογραφία ποιητ.· Ι. ΚΕΦΑΛΛΗΝΟΣ

I
Μὲς στὴ σιωπὴ σ᾿ ἀργάζομουν, Καράβι,
ὡς τὸ χρυσὸ κουκούλι της ἡ κάμπια·
καὶ φουντωμένο φλόγες τώρ᾿ ἀνάβει
τὸ κορμί, τὸ κατάρτι σου κ᾿ ἡ γάμπια·
καὶ νά σου ὁλόρτο στῆθος, ὁποὺ θραύει
τὰ πεπρωμένα - πολεμίστρα τάμπια!
Καὶ κάθε ξύλο, ὡς γεύτηκε τὸ ἁλάτι,
ἔγινε Νοῦς καὶ Θέληση καὶ Μάτι.
Πίσω βοριάς, πηχτὸ ἐμπροστὰ τὸ πούσι·
κι ὅμως μέσα μου ὁ ἥλιος λαμποβόλα᾽.
Κι ἂν ἐρχόταν μετάνιωμα νὰ κρούσει
τὸ θάρρος μου, τὰ σπλάγχνα ἐξύπνααν ὅλα.
Πόσες φορὲς ἡ ἀντένα μου εἶχε ἀκούσει,
σφιγμένη στὴν καρδιά, τὴ νυφοστόλα
Ἰδέα, χαρὰ νὰ βάνει μου στὰ γόνα,
στὰ χέρια τὰ κομμέν᾿ ἀπ᾿ τὸν ἀγώνα!
Κι ἂς μὴ σᾶς βλέπω, ἑλληνικὰ ἀκρογιάλια,
μὲς στοῦ ματιοῦ μου λάμπετε τὴν κόρη,
Πῶς λαχταράει τὰ θεῖα σας ροδοκάλλια
(πάντοτες θεῖα, μ᾿ ἀστέρια ἢ μὲ λιοβόρι!)
ἡ καρδιά μου, καὶ θά ῾θελεν ἀγάλια
σὰν ἠχερὸ χαλίκι σας νὰ ἠμπόρει
μὲ τὸ δικό σας τὸ ρυθμὸ καὶ τὸ ἴσο
νὰ κυλήσει, νὰ πάει καὶ νά ῾ρτει πίσω.
--------------------------------------------------------------------
II
Πριχοὺ ν᾿ ἀγγίσω τοῦ Ἀγαθοῦ τὴ ρίζα,
πριχοὺ ἡ καρδιὰ γευτεῖ τ᾿ ἅγιο σου χῶμα,
πάθη παλιά, παλαιὰ ποὺ τὴν ὁρίζα᾽,
βαθιὰ τὰ ξεβοτάνισα· καὶ σῶμα
ἀχαμνό, κεφαλὴ μὲ χαίτη γκρίζα,
τὰ χέρια μέσα κ᾿ ἔξω, καὶ τὸ στόμα,
τά ῾λουσα μὲ κρασὶ καὶ μὲ μπαχάρια
καὶ σοῦ τὰ δίνω, ὡς ἔπρεπε, καθάρια.
Μ᾿ ἀλί! τώρα ποὺ ζύγωσα, ἕνα μάτι
ταχὺ μέσα στὸ πλεούμενο δοξεύω·
ποῦ οἱ θησαυροί, ποὺ σοῦ ῾φερνα, οἱ φλογάτοι;
ποῦ τῆς ψυχῆς τ᾿ ἀσάλευτα «Πιστεύω»;
Ἔλεα πὼς θὰ σὲ ξάφνιζα μὲ κάτι
ἀναπάντεχα ὡραῖο, καὶ σημαδεύω
νά ῾μαι γυμνός, νά ῾σαι γυμνή, ὦ Ἑλλάδα,
φτωχὴ σὰν τ᾿ οὐρανοῦ τὴ γαλανάδα.
Ἔτσι ἀδειανὸς στὴν ἀχτιδόβολη ἄμμο
τῆς μιᾶς στιγμῆς λαφροπατάω τὰ κρίνα,
Νά με!, χωρὶς πιθέματα στὸ γάμο
καὶ ρεγάλα χωρίς. Ἀλλὰ μιὰ σφήνα
γλυκὸ ψωμὶ θὰ διακονέψω χαμο-
συρτὸς καὶ μιὰ γουλιὰ πικρὴ ρετσίνα·
μ᾿ ὅ,τι γενναῖο τὸ στίχο μου γεμίστε,
διπλὸ θὰ σᾶς τὸ δώσει, ἂν τὸ ζητῆστε.
Ὀπίσω μου λυθήκανε τὰ ξύλα
τοῦ καραβιοῦ, καὶ τ᾿ ὄνειρον ἐλύθη!
Ἀπάνω στὰ νερὰ μιὰ ἀνατριχίλα
κ᾿ ἕνας καπνὸς μυριστικὸς ἐχύθη,
Μὲ δίχως γυρισμὸ σὲ σᾶς μ᾿ ἐκύλα᾽
ἡ νύχτα, ὀιμέ! Τὰ σκοτεινά μου στήθη
ζητᾶνε ἀπὸ τὰ σᾶς ἀλήθεια· κι ὅ,τι
κομματιαστὸ δεχτοῦν, θὰ γίνει ὁλότη.
Καλὰ γιὰ νὰ σὲ νιώσω - ὤ! νὰ ριζώσω
σὲ σένα, γῆ μου, ὅλης τῆς Γῆς ἀφάλι!
Σταυρανοιμένα χέρια νὰ σὲ ζώσω
στὴν ἀνεχόρταγή μου τὴν ἀγκάλη!
Ἐρωτικά, σὰν κόρφο, νὰ δαγκώσω
τὸ χῶμα σου· νὰ γίνω χῶμα πάλι,
καὶ νοῦς βαθιὰ χωστὸς νὰ μελετήσει
τὴ Θέληση, ποὺ κλεῖ βαθιά σου ἡ Φύση.
--------------------------------------------------------------------------------
III
Ὅσες φορὲς μεγάλοι ἀνάψαν ἥλιοι
στοῦ ἀνθρώπου τὴν ψυχὴ (ἐκκλησιὲς οἱ λόγοι!),
διδάχος τοῦ λαοῦ ἤτανε τὰ χείλη
καὶ τὸ παντοτινό του μοιρολόγι,
Μὲ τὸ δικό του ἐσύρανε μαντίλι
Ὅμηρος, Σολωμός, τ᾿ ἀρχοντολόγι
τῶν ἀρετῶν Σου: ὀλίγη ἀγάπη δῶσ᾿ μου
καὶ μένα, Ἑλλάδα, Στόμα ὅλου τοῦ κόσμου.
* * *
Σὲ θρόνον ἀπὸ πέτρα, λαῶν ποιμένας
μὲ τοὺς πρωτάρχους πλάγια του - ὅλ᾿ ἡρῶοι!-
πὄχει νυφάδες ἑκατὸ καθένας
κ᾿ ἕνα σφαχτὸ στὴ μοιρασιά του τρώει,
ἀκοῦν τὸ ραψωδὸν, ὀλύμπιας γέννας,
στὸ ραβδὶ κρεμασμένον, πῶς οἱ Τρῶοι
βαστάξαν τοὺς Ἀργίτες χρόνια δέκα
γιὰ μιὰ μάργελη, Αἰώνιο Φῶς, γυναίκα!
Κι ἀντιβογκάει τὸ χάλκωμα στοὺς τοίχους,
καὶ τὰ φτενά, γραμμένα, σειοῦνται ἐλάφια,
ὅταν, μαζὶ μὲ τοὺς ἀντρίκειους στίχους,
τοῦ Σκάμαντρου κυλᾶνε τὰ χρυσάφια,
Καὶ λάμπει στοὺς τετράχρονους τοὺς ἤχους,
τοῦ Ἕχτορα ὁ γιός, ἀστέρι· καὶ τὰ ἐντάφια
τὰ κλάιματα τοῦ Πρίαμου, πῶς ξεσκίζουν!
Τὴν ἴδια Ἀνάγκη ἀνθρῶποι, θεοί, γνωρίζουν.
* * *
Ἐδῶ τὸ Γέλιο εἰχε βωμὸ καὶ φλόγα
ποὺ κάπνιζε ἀπὸ κέρατα καὶ ξίγκια
ἡ Τρέλα ἐδῶ μὲ βούκινα ἀχολόγα᾽
καὶ φούσκωνε ἀπὸ σκέψη τὰ μελίγγια·
ἐδῶ ἦταν κόσμος ἄστρινος ἡ Ρώγα
ποὺ βράχνιαζε καὶ θέωνε τὰ λαρύγγια
κ᾿ ἕνας φαλλός, ἀγριοσυκιᾶς κλωνάρι,
ἐπήδαε μπρὸς νὰ φτάσει τὸ φεγγάρι.
Κατακάθι τὸ πρόσωπο ἀλειμμένο
καὶ τράγια ὀρὰ σαλεύοντας στὴ μέση,
πηδώντας σὲ τουλούμι λαδωμένο,
ποιός θὰ σταθεῖ ὀρτὸς χωρὶς νὰ πέσει;
ὅλο τὸ μαυροζούμι θυμωμένο
ἡ ἀγέμιστη κοιλιὰ θὰ-ν τὸ κερδέσει!
Ἀλλὰ στερνά, μ᾿ αἷμα κι ἀφρούς, τὸ χῶμα
δαγκάνοντας, στριγκά ῾κλαιγε τὸ στόμα.
Ὅλοι μαζὶ-ν ἐπάσκανε τὸ θρύλο
τοῦ ξαναγεννημοῦ καὶ τοῦ θανάτου·
ὅλοι μαζὶ βοηθῆσαν τὸν Αἰσχύλο
νὰ ξεγείρει τὸν Ὄλυμπο ἐδῶ κάτου·
καὶ στὸ ραβδὶ μὲ τοῦ πευκιοῦ τὸ μῆλο
ἀεροκινοῦσαν τὴ χρυσὴ καρδιά του
καὶ γνώριζαν στὸ στίχο τὸν καυτό του
καθένας τὸν καλύτερον ἑαυτό του.
Ῥηγαδικὸς ὁ Λόγος ποὺ τὸν Αἰώνα
σὲ ξύλινο παπούτσι εἶχε βαστάξει
κι ὡς μιὰ καρδιά ὅλος ράγιζε κ᾿ ἐπόνα᾽!
Μήτρα ὅλων τῶν Μουσῶν, ἤτανε Πράξη,
τοῦ Κόσμου τ᾿ Ἀνεθώρητου κολόνα,
τῆς πολιτείας θεμέλιωμα στὴν τάξη,
γνώμη τοῦ λαοῦ ποὺ στὴ θυμέλη γύρα
σεμνὰ πηδώντα ἐδίκιωνε τὴ Μοίρα.
Κ᾿ οἱ νέοι, ποὺ τοὺς ἐδένανε τὰ ὡραῖα
ἔργατα κ᾿ ἱερὸ τῶν ὅπλων τάμα,
τὴ νυχτιὰν ἀκλουθώντας τὴ μοιραία,
πὄκαιε τὶς ροῦγες τοῦ κρασιοῦ τὸ ἀνάμα,
ἐστῆναν τὸν ξυλένιο Ἐλευτερέα
στὴν ὀρχήστρα, γιὰ νὰ χαρεῖ τὸ δράμα
μ᾿ ὅλους ἴσα, αὐτοπρόσωπα, καὶ νά ῾ναι
βουβὸς κριτὴς μ᾿ αὐτοὺς ποὺ ξεφωνᾶνε!
* * *
Οἱ λύκοι τῶν Ἀγράφων· οἱ ἐλυμπίσοι
ἀιτοί, ποὺ θρέφαν πιθαμὴ τὸ νύχι
τοῦ Ταΰγετου οἱ ἀστρίτες,
πού ῾χαν βρύση τὴν καρδιά·
καὶ τῆς Ρούμελης τὰ ρήχη
ποὺ ἀρίφνητον Ἀράπη εἶχαν σαπίσει
ὁ Διγενὴς μὲ λιονταρίσο βρύχισμα,
ἀπὸ τὸ Χάρο μὲ χωσὰ ριγμένος,
καλάδερφος καὶ πάντα λαλημένος·
ἀπ᾿ ὅλες τὶς κορφάδες, Ῥωμιοσύνη,
τραγουδομάνες σ᾿ εἴχανε κυκλώσει!
Τὸ λεύτερό σου πνέμα, ἡ ἀντρειοσύνη,
ἡ γλυκιὰ τοῦ θανάτου κι ἅγια γνώση
(ἀχὸς τὰ παίρνει, στὸν ἀχὸ τὰ δίνει!-)
τὸν καθαρό σου στίχο εἶχαν φουντώσει,
ποὺ τοῦ ῾δωκε ἅπλα πιότερη καὶ θάρρος
μὲ ρίμες κελαηδίστρες ὁ Κορνάρος.
Ὅλα [ἦ]ταν ἕνας ποταμὸς μὲ χίλια
στόματα· χίλιοι ἀντίλαλοι, μιὰ γλώσσα.
Φιαμπόλια, ταμπουράδες, καριοφίλια,
μέσα στὸν ἴδιον ἄνεμο ἐκορῶσα᾽.
Μὲ μάτια μαυρογάλαζα, μὲ χείλια
ἀκροσυρμένα, σὲ ἀχολθγια τόσα
ἔκλενε ὁ Σολωμὸς νερὸ νὰ πάρει,
τὴν ἴδια του ὀμορφιὰν εἶδε κ᾿ ἐχάρη.
Κι ἀνέβασέ την, φῶς περιγραμμένη,
στὰ οὐράνια Ἑλλάδα ἐσένα, ἄσειστο
Μάτι πνεματικῆς ἡμέρας! Ἀνοιγμένη
στὰ ἔσχατα βάθη τῆς ψυχῆς, γεμάτη
ψυχὲς ἐφάνης! Κι ἄλλη δὲν ξεβγαίνει
τὴ νίκη σου γιὰ ἕνα ψωμιοῦ κομμάτι!,
Καὶ τοῦ σεισμοῦ τὰ χάσματα στὴ γῆ σου
κλεῖσαν εὐτὺς μ᾿ ἀνθοὺς τοῦ Παραδείσου!
--------------------------------------------------------------------------------
IV
Ποιά νά ῾ναι, Λαέ μου, ἡ πιὸ μεγάλη τώρα
ἡ χρεία σου, νὰ βαλτῶ νὰ τὴ βοηθήσω·
ἡ πιὸ βαθειά σου ἀλήθεια, ἡ ἄμοιαστη ὥρα,
ποὺ μὲς σὲ ἀστήθι καίει παλικαρίσο,
νὰ σταμαήσω τη ἄξαφνα ἀστροθώρα
στὸ βλέμμα σου ὁμπροστά, τ᾿ ἄτρεμο κ᾿ ἵσο.
Νόμος μοιραῖος μαζί σας μεγαλώνει:
ποῦθε ἀρχινάει καὶ ποῦ ἄραγες τελειώνει;
Τὰ ποτήρια χαρούμενα τριγύρω
καθὼς κοιτάω (ἄλλα γεμάτα, ἄλλα ἄδεια!),
ἥλιον ὀγρὸ βαθιά τους κι ὅλο μύρο
τὸ κρασὶ νὰ σαλεύουν, τί σκοτάδια
θολώνουν τοῦ προσώπου σας τὸ γύρο!
Καὶ μὲ βιολιὰ (καημὸς καὶ χτυποκάρδια!)
ἡ λαλιά σας σπαράζοντας χτυπάει
τὴ μαύρη τούτη γῆς, ποὺ θὰ μᾶς φάει!
Καὶ τ᾿ ἄλογά σας (μέση δαχτυλίδι!),
ποὺ τὰ σκεπάζει ὅλο πλουμίδι χράμι,
μὲ τὴν ὀρὰ πλεξίδι τὸ πλεξίδι,
φρεσκαλειμμένα νύχια μὲ κατράμι,
ἔτσι καθένα ὡς λιάζεται, λεπίδι,
σὰ βαρᾶτε παλάμη τὴν παλάμη
τινάζονται κι αὐτιάζονται μὲ φρένα
ἀνθρώπινα τὸ θάνατο καθένα.
Καὶ νά, πηδάει ἡ κοπέλα, δροσοβόλια
ἀπάνω στὸ ψηλόανθο τὸ θυμάρι,
μὲ τὰ μαλλιὰ κύμ᾿ ἀφριστὸ σὲ ὀμπόλια
μεταξοκεντημένη, ἴδια φεγγάρι
μέσα σὲ ἀχνάδες διάφανες (ὤ!, βόλια
στὴν καρδιά!), κι ὃπως πάει βόλτα νὰ πάρει,
τῆς πετάγεται ἀπὸ τὸν κόρφο κάτω
παλιὸς σταυρὸς κι ἁγιοκωνσταντινάτο.
Ὅμοια ἡ καρδιά, μὲ τὰ κινήματά της,
στὰ χείλια φέρνει πικραμένα βάθη.
Ποῦ ὁ χρόνος ὁδηγάει, ποὺ πάει μπροστά της,
μιὰ δίψα σκοτεινὴ τὴν καίει νὰ μάθει!
Μὲ βουτηγμένα στὸ αἷμα τὰ φτερά της,
τοῦ λογισμοῦ μητέρα ἡ λύπη ἐστάθη,
ἡ λευτερώτρα λύπη, πὄχ᾿ οἰκίσει
μὲ κρίση καὶ σκοπὸ τὴν αἰώνια Φύση.
Ἀνάμεσά σου, ποὺ ἕνας κόσμος εἶσαι,
καὶ τ᾿ οὐρανοῦ, ποιὸ νά ῾ναι τὸ γεφύρι;
Μή ῾ναι ὁ τάφος, ποὺ πάντα τυραγνεῖ σε
σ᾿ ὄνειρα, σὲ δουλειά, σὲ πανηγύρι
καὶ σ᾿ ἔργα καλοσύνης όδηγεῖ σε;
Τί μάγια τὸ κλεωσμένο παραθύρι
καὶ τί φοβέρες κρύβει; ποὺ ὡς ἀνοίξει,
νὰ ἰδεῖς, δὲ θά ῾χεις μάτια, ὅ,τι σοῦ δείξει.
--------------------------------------------------------------------------------
V
Ἀπ᾿ ὅλα, ποὺ σφυρᾶνε στὴν ἀκοή μου,
τὰ βέλη σου, ν-ἀπὸ γυναίκα οὐδ᾿ ἕνα!
Τόσο πολὺ μοῦ ἀργάσαν τὴν ψυχή μoυ
χρόνια ἄδικα, πολὺ τυραγνισμένα!
Γιατί νὰ μὴ μοῦ δένεται ἡ πνοή μου
μὲ θύηση καμιὰ γλυκὰ κ᾿ ἐμένα;
Μ᾿ ἕνα δάκρυ στὸ μάτι, σᾶς κοιτάζω
μακριά μου, ὅλες μαζί, ὅραμα γαλάζο.
Δὲ μ᾿ ἔφερε, σταράτες Ρωμιοποῦλες,
ποὺ τοῦ σπιτιοῦ λαμποβολεῖ τὸ τζάκι
στὴν καρδιὰ καὶ στοῦ γέλεου σας τὶς βοῦλες,
κανένα νέο κι οὐδὲ παλιὸ μεράκι·
κάποια λατρεία ἐσώτερη, ἀδερφοῦλες;
νὰ ἰδῶ ποιανοῦ φωτὸς θέ᾿ νά ῾βγει αὐλάκι,
ποιές καλὲς ἀπ᾿ τὰ σπλάγχνα σας γιορτάδες
τῆς ράτσας - βάρδοι καὶ πολεμιστάδες.
Πῶς σᾶς χτυπάει στὸ πρόσωπον ὁ ἀγέρας
ποὺ ἀπ᾿ τὰ Φάληρα πνέει καὶ τὴν Πεντέλη!
Πῶς λαιμὰ κυματᾶτε περιστέρας
ποὺ τὴν ἀγάπη ἀρνιέται, μὰ τὴ θέλει!
Μ᾿ ὄνειρα τῆς νυχτὸς καὶ τῆς ἡμέρας
καρπολογᾶτε - ἡλιοθρεμμένο ἀμπέλι!,
Ἀπ᾿ τὸ Τραγούδι οὐράνιο τόξο βγαίνετε
καὶ στὸ Τραγούδι νὰ βυθίστε πγαίνετε.
Ὀνόματα (ποιά ἀνάγκη!) δὲ θυμᾶμαι!
Σὰν πελαγίσα βοὴ σᾶς νιώθω ἐντός μου,
Ἀντάμᾳ, ἀπὸ τὸ θάνατο περνᾶμε
στὰ ὁλόφωτα ρηγάτα ἀλλουνοῦ κόσμου:
Ζάλογγο, Μεσολόγγι, Ἀνάπλι, νά με!
Μέσα στὸ φῶς σας στέκω μὲ τὸ φῶς μου.
Κ᾿ ἐμένα, σῶμα γήινο δὲ μὲ ὁρίζει
κι ὄνομα κάποιο δὲ μὲ ξεχωρίζει.
Πόσοι ἀργαστῆκαν αἰῶνες, μαῦροι αἰῶνες
τοῦ Ζάλσγγου τὸ πήδημα νὰ κάνουν!
Μὲ τὸ τραγούδι τ᾿ Ἀναπλιοῦ οἱ τρυγόνες
πῶς μοσκοσαπουνᾶνε νὰ λευκάνουν
τὰ ματωμένα ροῦχα! τὶς εἰκόνες
καὶ τὰ σεμνὰ κρεβάτια, πρὶν πεθάνουν
μάνες Μεσολογγίτισσες, τὰ ρίχνουν
στὴ φωτιὰ καὶ γαλήνιαν ὄψη δείχνουν!
Σὲ σᾶς τὸ χῶμα ἐτοῦτο, ποὺ σᾶς ξέρει,
τὰ χτυποκάρδια του ὅλα ἔκλεισε πάλι.
Τῶν περασμένων ἀρετῶν τὰ θέρη
σὲ σᾶς λουφάζουν κορφωτά. Μεγάλη
συρμὴ κᾳιροῦ στὸ φῶς θέ᾿ νὰ-ν τὶς φέρει
ὅλες μαζὶ νὰ δέσουνε μιὰν ἄλλη·
καὶ θὰ χυθεῖ στὴν ὄψη μας, ποὺ τρέμει,
πάλι ἀπὸ σᾶς δροσιστικὸ μελτέμι.
--------------------------------------------------------------------------------
VI
Καρδιά, ποὺ τὰ κοράσια ἐλαχταροῦσες
κι ἀρκοῦσε καὶ σὲ θάμπωνε ὁ ἐαυτός σου,
τὶς πιὸ καλές σου δύναμες σκορποῦσες
στὶς ἡδονές, χαημὸς καιροῦ, χαημός σου!
Τώρα μαζί, ἂν μπορεῖς, δλες τὶς Μοῦσες
ν᾿ ἀγκαλιάσεις στὸ στίχο σου ἀρματώσου,
καὶ στὰ νερὰ τῆς Ἀρνησιᾶς βυθίσου
τὸ μέγα Ναὶ νὰ βγάλεις τῆς ζωῆς σου!
Τῆς μοναξιᾶς τὸ ρήγα ἰδές! τὸ γύπα,
πῶς βγάνει ζωὴν ἀπ᾿ τὸ λιωτὸ ψοφίμι!
Τὶς πεθαμένες ἁμαρτίες σου τρύπα
μὲ μύτη ἀτσαλωτή, βαρειὰ βολύμι!,
Ἀντάμα σὲ πολλὰ σημάδια χτύπα,
κι ἀπὸ τὴ Λησμονιὰ τὴν ἄξια Μνήμη
κι ἀπ᾿ τὸ χαημένο τὸν καιρό σου τρύγα
τὸν Καιρὸ ποὺ θὰ ζήσει, ὦ Στίχε ρήγα!
--------------------------------------------------------------------------------
VII
Ὁλοῦθ᾿ ἐλᾶτε, ἑλληνικὰ διαμάντια!
Ἀπ᾿ τὸ Μοριά, ποὺ πνίγεται στ᾿ ἀμπέλια·
ἀπ᾿ τὰ νησιά, ποὺ στὸ Μοριὰν ἀγνάντια
σειρηνικὰ ἀστραποβολᾶνε γέλια·
ἀπ᾿ τῶν Τεμπῶν τὰ βράχη τὰ γιγάντια·
ἐλᾶτε ἀπάνω στοῦ βιολιοῦ τὰ τέλια:
κάθε πολύς σας πόνος, κάθε λίγη
χαρά, στὸν πάνω ἀγέρα πάει καὶ σμίγει.
Τὴν πιὸ καθάρια ἀχτίδ᾿ ἀπ᾿ τὴν ψυχή του
ἂς φέρει πασανεὶς στὴ φούχτα μέσα!
Ἂς φέρει πασανεὶς στὴν προσευκή του,
τὴν πρώτη του καὶ τὴ στερνή του ἀνέσα.
Καθὼς κατηφοράει, πῶς ἀντηχεῖ του
ἡ πέτρα ἀργὰ ὅσες λύπες τὸν πονέσα᾽!,
Ὄχι θεατὲς τοῦ κόσμου· ἐσεῖς, ἐντός μου
κι ἀντάμα μου, λευτερωτὲς τοῦ Κόσμου!
Καθὼς ἀπ᾿ τοὺς βοριάδες κι ἀπ᾿ τὰ πάγη
τὸ κρασὶ στὸ σκοτάδι φῶς ταμιεύει,
ἡ θέλησή μου σὲ καρδιὰ ἑφτασφραγι-
σμένη καιρὸ ὅλη δύναμες χορεύει.
Τὴ δύναμή σας στάξτε μου κ᾿ ἐράγη!
Ὤ! νά τη, ἀνεβρυτὴ φωτιὰ ποὺ ἀνέβη
στὰ χέρια μου σφυρώντας, καὶ στὸν ἀέρα
πλατειὰν ἀνάβει ἔργου τρανοῦ παντιέρα.
Ἦρθα πολὺ νὰ ἰδῶ, πολὺ ν᾿ ἀκούσω!
Ὅλα, βουνά, πελάη σου, νὰ-ν τὰ κλείσω
σὲ μιὰ ματιά, κι ἀπό ῾ναν τρύγο πλοῦσο
δυὸ λόγια μοναχὰ νὰ ξεχωρίσω.
Καὶ μὲ σφυρὶ τὸ πνέμα νὰ-ν τὰ κρούσω
ἀπάνω στὴν καρδιά σου, καὶ νὰ σκίσω
βουνά, πελάη σου, Γῆ μου. - Κι ὤ! εὐτυχία!
τὰ πιὸ καλά σου ἀντίκρισε στοιχεῖα!
--------------------------------------------------------------------------------
VIII
Ἀγάπη σ᾿ ὅ,τι ἀκόμα δίνει μίσος,
διπλῆς, τριπλῆς ἀγάπης φέρνω πάθος!
Τὰ φῶτα σου καὶ τὰ σκοτάδια σου (ἴσως
πιὸ πολὺ τὰ σκοτάδια σου!-), ὅ,τι λάθος,
ὅ,τι ἀλήθεια λογιέται, στέρεος κ᾿ ἴσος
τ᾿ ἀγγίζω: ὅλα, τὸ γόνιμό σου βάθος,
τὸ βάθος μου τὸ γόνιμο, ποὺ τρέχει
κάτου ἀπ᾿ ὅλα καὶ ποὺ ὄνομα δὲν ἔχει!
Καθὼς κρούω μὲ τ᾿ ἀνάστροφο δαχτύλι
τ᾿ ἀστήθι σου, τί ἀχοὶ σμιχτοὶ ἀνεβαίνουν!
Πόσοι σβημένοι ξαναφλέγονται ἥλιοι,
πόσοι νεκροὶ σὰν τὰ μελίσσια βγαίνουν!
Ἀθώρητοι στὰ μάτια, χίλιοι, μίλιοι,
μὲς στὸ αἷμα σου, τοὺς βλέπω νὰ διαβαίνουν!
Τῆς πιὸ βαθειᾶς καὶ σκοτεινῆς σου ἀβύσσου
ἡ πιὸ ἀψηλὴ ἀποκρίνεται κορφή σου.
Καὶ στοχασμοὺς καὶ λόγια κ᾿ ἔργα θεῖα -
ὤ! θάματα ποὺ κουβαλεῖς μετά σου!,
Χριστὸ κι Ὁρφέα, Ἀθηνᾶ καὶ Παναγία
κενᾶς καὶ σμίγεις στὰ κινήματά σου,
Μὰ καὶ μαζί, κάθε παλιὰ ἁμαρτία
παλεύοντας ἰσορροπεῖ βαθιά σου:
τῆς Σαλαμίνας τὰ κουπιά, σὰν ἕνα,
μὲ τὸν Ἐφιάλτη σοῦ χτυποῦν τὰ φρένα,
Ἡ στράτα ποὺ ἀκλουθεῖς, ζερβὰ κι ἂ᾿ στρέφει,
δεξεὰ κι ἂν πάει, τὸ τέρμα ἔχει δοσμένο,
Κι ἂν σοῦ τὸ κρύβει ἀπέραστο ἕνᾳ γνέφι,
μὲ τὸ τραγούδι ἰδές το σκορπισμένο.
Βῆμα γοργό, γοργὴ καρδιὰ ποὺ τρέφει,
βάλε νὰ φτάσεις, πνέμα κουρασμένο!
Ἀπ᾿ ἄλλες στράτες ἄλλοι τρέχουν κι ἄλλοι·
πρόφταξε πρώτη ἐσύ, φυλὴ μεγάλη.
Κάθε σου βῆμα πρέπει καὶ μιὰ νίκη.
Ἐντός σου κι ὄξω καὶ μιὰ νίκη κάνε!
Καθὼς χτυπάει κι ἀστράβει τὸ χαλίκι,
ἀστράβουν κ᾿ οἱ καρδιὲς καθὼς χτυπᾶνε
σὲ κάθ᾿ ἐμπόδιο ἀπάνω. Δίκιοι, ἀντρίκειοι
οἱ θανάτοι, τοὺς ἄλλους ποὺ βοηθᾶνε!
Τὰ πλούτη σου, ὦ ψυχή, ἡ θυσία τὰ δείχνει,
ποὺ λευτερώνει ὅποιον γιὰ πάντα ρίχνει.
Δαφνόκλαρα, τριαντάφυλλα καὶ σμύρτα,
λόγια τριμμένα κι ἄστοχα δὲ φέρνω,
Στὴ μάχη (ὅλ᾿ ἡ ζωή ῾ναι μάχη!) σκίρτα·
κίντυνα ἀνοίγω καὶ θανάϊους σπέρνω,
Νὰ σοῦ τανύσω κάθε δύναμη ἦρτα,
κι ἂ᾿ μ᾿ ἀφήσεις τὴ μέση ἐγὼ δὲ γέρνω!
Ὅ,τι δώσεις, αὐτὸ θὰ λάβεις πίσου:
μικρὴ ἀφορμὴ ζητᾶ ὅλη τὴν ψυχή σου!
--------------------------------------------------------------------------------
IX
Τῆς ποίησης τὸ παιχνίδι, ἐλᾶτε!, ἂς γένει
ἡρώισσα Πράξη· μιὰ καινούργια κ᾿ ἕχτη
αἴστηση μὲς στὶς ἄλλες ἀνοιγμένη,
θεϊκὴ ἀστραψιά, ποὺ ξάφνου ὁ νοῦς ἐδέχτη.
Μ᾿ αὐτὴν ἡ ζωή μας ξαναγεννημένη
θέ᾿ νὰ χορτάσει ὅ,τι καιροὺς ὀρέχτη,
Βοηθᾶτε με, καὶ θέλει σᾶς βοηθήσω
αἰῶνες μπροστὰ νὰ ἰδεῖτε κ᾿ αἰῶνες πίσω!
Ὁ Λόγος τριαδικὸς καθὼς ἡ Θεότη:
Ὀμορφιὰ κι Ἀρετὴ κι Ἀλήθεια ἀντάμα.
Καρδιὰ καὶ Νοῦς καὶ Θέληση· μιὰ Ὁλότη
τῆς Ζωῆς, ποὺ βαθιά της, γέλιο ἢ κλάμα,
μελλούμενα καὶ περασμένα σκότη,
φωτίζονται καὶ παίρνουν νόημα, κι ἅμα
χτυπήσουνε σωστά, δίνουν μιὰ δίκια
ζήση στ᾿ ἄθλια, τ᾿ ἀνθρώπινα σκουλήκια.
Ἀπάνω στὰ ἠχοκύματα ὑψωμένοι,
(πέτρα σὲ πέτρα κάθε κύμα στέκει
καὶ τραγουδάει καὶ λέει καὶ δὲ σωπαίνει,
βιολὶ καὶ ταμπουρὰς καὶ τουμπελέκι!)
πάνω ἀπ᾿ τοῦ Χρόνου τὰ όρια ἀνεβασμένοι
(ποιὸς δάδα, ποιὸς δρεπάνι, ποιὸς πελέκι!)
τὴν Πολιτεία, τὸ Κράτος, τὸ Ἔθνος πρῶτοι
ἀφήνετε, καὶ γίνεστε Ἀνθρωπότη!
--------------------------------------------------------------------------------
X
Ἀπάνω ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς Σου τὸ φαράγγι
(ποιός θὰ-ν τὸ κλείσει;) ἀκούω χαρᾶς τραγούδια.
Ἀνάδετος γιορτάσιμο σμιλάγγι,
τῶν ἤχων Ἥρωας μὲ τὰ μαθητούδια
χορεύοντας, στὴ φθαρτική Σου ἀνάγκη
τοῦ λυτρωμοῦ, μὲ φραστικὰ λουλούδια
Σ᾿ ἀντικρίζει!- χαιράμενος ἀστέρα
τὸ κορμί του ἀέρα γέμει τὸν ἀέρα!
Μακριάθε ἀπὸ τῆς ζήσης τὸ χειμώνα,
θρεμμένος πάντα ἀπὸ μεστὴν ἀργία,
μ᾿ ἀστροκένιητο Σοῦ ῾ρχεται χιτώνα
κι ὅλος φκιασίδι ὁ λόγος τοῦ Γοργία.
Σὲ μιᾶς ἀλήθειας μοναχὴ σταγόνα
πνίγουμε πᾶσα ἐτούτη τὴ φλυαρία!
Τὸ πνέμα ἐμᾶς δὲν κάθεται στὰ τσίρκα
γιὰ νὰ χεροκροτάει, καλέ μου κύρκα!
Εἴμαστε μεῖς ἅλλη γενιά, ἄλλο σπέρμα!
Χαλάσαμε πολὺ μιὰ νιὁτη πλέρια.
Τώρα, τοῦ ἡλιοῦ καθὼς μᾶς κρούει τὸ γέρμα,
στερνά, γιὰ πάντα σκώνουμε τὰ χέρια.
Κι ἀπέ, βαριὰ τὰ μπήγουμε μὲς στὰ ἔρμα
σπλάγχνα τῆς Γῆς καὶ στὰ φαρμακονέρια
τῆς Στόχασης: ψηλὰ γιὰ ν᾿ ἀνεβοῦμε,
πρέπει πολὺ βαθιὰ νὰ κατεβοῦμε.
Ἀχαμνὰ τὰ κορμιά μας, πῶς φεγγρίζουν!
Βλέπετε μέσα ἡ ποὺ μᾶς φλέγει ὀγνώμη.
Δρολάπια, ἀνεμικὲς δὲ μᾶς λυγίζουν·
στερεὰ βαστοῦν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο οἱ νῶμοι.
Τὰ σπλάγχνα μας πείνα καὶ δίψα σκίζουν
καὶ σκίζουνε τὶς σάρκες μας οἱ δρόμοι.
Ἡ θέλησή μας μιά, καὶ μιὰ ἡ όρμή μας
ὁ πόθος θ κοινὸς ἡ δύναμή μας.
Χτυπάει τριπλὴ στὰ γύρω βοάχη ἡ ἀγκούσα,
μὰ μέσα μας κανέν᾿ ἀχὸ δὲν κάνει.
Μακριά, δετὴ καὶ νυχτοπερπατούσα,
κυλάει ἡ συντροφιά μας καὶ δὲ φτάνει,
Φλόγα μικρὴ μᾶς σέρνει κυματούσα,
ποὺ μέσα της γυρίζουν κόσμοι οὐράνιοι·
ὡς τὴν κοιτᾶμε χρόνια, δὲν μποροῦμε
(μᾶς τύφλωσε!-) ἄλλο τίποτα νὰ ἰδοῦμε.
Βγαλμένοι ἀπ᾿ τὰ κορμιά μας ὄξω, πᾶμε,
καὶ πρὶ νὰ φτάσομε εἴμαστε φτασμένοι.
Σὲ κάθε μπροστοπάτημα κοιτᾶμε
τὸ τέρμα ἐντός μας νέους ἀνθοὺς νὰ βγαίνει.
Ποιοί ῾μαστε; Καὶ γιὰ ποιόν; γιατί μοχτᾶμε;
τὸ ξεχάσαμε ἀπ᾿ ὅλους ξεχασμένοι!
Καὶ τελευταῖα, ἀξιὰ ὑψηλὴ τοῦ ἀνθρώπου,
γιὰ τὴ χαρὰ κοπιάζομε τοῦ κόπου!
Χρόνια, σὰ νὰ πληρώνομ᾿ ἕνα κρίμα,
χωρὶς μιλιὰ στὰ χείλη μας νὰ δέσει,
μὲ τῶ χεριῶ νογᾶμε μεῖς τὸ ῾γγίμα
κι ὣς τῶν ψυχῶ βυθᾶ ἡ ἁφὴ τὴ μέση.
Ἄηχοι, καθὼς λαδιοῦ κυλᾶμε χύμα·
συρμένοι προσπερνᾶμε ὅ,τι μᾶς πέσει·
στερνά, χωρὶς τὰ πόδια νὰ κινοῦμε,
πᾶμε καὶ νὰ σταθοῦμε δὲν μποροῦμε!-
Ποῦ πᾶμε; Ἀκούω πᾶσ᾿ ἄνοιξη τ᾿ ἀηδόνι
ὄλβια ζήση στὸ πάθος του νὰ βρίσκει.
Δὲν ἔχει χτὲς καὶ σήμερα. Ἡ Δωδώνη
κι ὁ Ἅγιος Τάφος βαθιά μας ὄρθιος μνήσκει.
Κι ἂν καταρρέουν οἱ πίστες, μεῖς αἰώνιοι
περνᾶμε ἀπ᾿ τὴ ζωὴ στὸ θάνατο ἴσκιοι
καὶ στὴ ζωὴ ἀπ᾿ τὸ θάνατον! Ὄχι ὄντα,
εἴμαστε Ἰδέες, ποὺ ζοῦνε πολεμώντα.
---------------------------------------------------------------------------
XI
Ἀλί!- δὲ σᾶς γρικάω, ὧ σύντροφοί μου,
ἴσκιοι μου ἐσεῖς, παθητικοί μου ἀνέμοι!
Στέκει μονάχη στὴν ἐρμιὰ ἡ κορφή μου
κι ἀπάνω στὸ ραβδί μου ὁ ἴσκιος μου τρέμει.
Οὐδ᾿ εἶμ᾿ ἐγώ! Δὲν εἶν᾿ αὐτὴ ἡ μορφή μου!
Μὲ τί τρομάρα ἡ μοναξιὰ μὲ γέμει!
Σὰν τοῦ τυφλοῦ τοῦ Οἰδίποδα γυρίζει
ξένη ἡ φωνή μου γύρα καὶ μὲ ραίζει;
Ἦταν βραχνὰς κι ὀνείρου ἦταν πεθύμια
ποὺ πλήθαινέ μου τὸν πικρὸ ἐμαυτό μου.
Πάντα μονάχος ἤμουν τὰ δοκίμια
τὰ πήδαα μόνος μὲ τὸν ἐμαυτό μου,
Ζητάω τριγύρω σὲ ὀμορφιὰ κι ἀσκήμια,
μὰ πάντα βρίσκω ἐμπρὸς τὸν ἐμαυτό μου.
Ἐγώ ῾μουν, ὅλοι ἐσεῖς, ἐγώ ῾μουν ἡ ἄχνα
ποὺ ἀπὸ τῆς μάζας ἔβγαινε τὰ σπλάγχνα.
Μὲ τὰ δικά μου γόνατα ὅλη ὁδεύει
ἡ θάλασσα κ᾿ ἡ γῆς, γλυκιὰ στὸ ἰδεῖ᾿ της,
Μὲ τὰ δικά μου μάτια ὁ ἥλιος γυρεύει
τῆς Μοίρας σας τὸ γέλιο ἢ τὴν ὀργή της.
Μὲ τὴ δικιά μου τὴν ἀνάσα ἀντρειεύει
νέων οὐρανῶν τὸ πνέμα σας, πετοίτης,
Ἂν φτάσω, εἶναι τὸ φτάσιμο δικό σας,
ἡ ἥττα δικιά μου, ἂν πέσω γιὰ τὸ φῶς σας.
Chamonix τῆς Σαβόιας, Ἰούλιος 1919
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
Στὴν ἁλαφροΐσκιωτη
ΝΑΝΑ ΚΑΛΛΙΑΝΕΣΗ
Γιὰ νὰ ξοφλήσω παλιὸ τάμα
ξεκίνησα προσκυνητής [...]
τῆς ἐκκλησιᾶς - ποὺ δὲ θὰ μπῶ.
(Γρυπάρης, Ἰντερμέδια, 1,
γρ. 1898 / δημ. 1901)
Πολλοί ῾ναι οι δρόμοι ποὺ ἄνοιξαν τρανοὶ προσκυνητάδες,
κι ὅλοι στῆς Ἡλιογέννητης δὲ φτάνουν τὸ παλάτι.
(Βουτιερίδης, Ὁ Προσκυνητής, 1905 / 1907, §17) .
Ἐμεῖς ποὺ ξεκινήσαμε γιὰ τὸ προσκύνημα τοῦτο
κοιτάξαμε πολὺ κοντὰ τὰ σπασμένα ἀγάλματα,*
ξεχαστήκαμε καὶ εἴπαμε πὼς δὲ χάνεται ἡ ζωὴ
τόσο εὔκολα,
πὼς ἔχει ὁ θάνατος δρόμους ἀνεξερεύνητους
καὶ μία δική του δικαιοσύνη.
(Σεφέρης, Μυθιστόρημα, 1933-4 / 1935, §ΚΑ´).
* Χρησιμοποιεῖται τὸ κείμενο τῆς πρώτης ἔκδοσης.
Ἀπὸ τὴν δεύτερη ἔκδοση (1940) καὶ πέρα,
ὁ Σεφέρης ἀφαίρεσε τὶς λέξεις «πολὺ κοντά».
ΤΕΛΟΣ

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Νίκος Καροῦζος - Fragmenta γιὰ τὴ Μάνα τοῦ Χριστοῦ

Νίκος Καροῦζος - Fragmenta γιὰ τὴ Μάνα τοῦ Χριστοῦ
Συλλεγμένα καὶ μεταφρασμένα εἰδικὰ γιὰ τὸ περιοδικὸ Ἐποπτεία, τ.20, σελ.224-229
FREE photo hosting by Fih.grΚαὶ ἰδοὺ τότε ὁποὺ φανερώθηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ τῆς ἔλεγε Ἄννα, Ἄννα, ὁ Κύριος τὴν εἰσάκουσε τὴ θερμή σου παράκληση, καὶ θὰ πιάσεις παιδὶ καὶ θὰ γεννήσεις, καὶ τὸ σπέρμα σου θὰ πάει ἄκουσμα στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Καὶ ἡ Ἄννα τοῦ ἀποκρίθηκε σύγκορμη· δοξάζω τὸν Κύριο καὶ Θεό μου τὸν ὁλοζώντανο καί, θὲς γεννήσω σερνικό, θὲς κοπελούδα, θὰν τὸ προσφέρω δῶρο μου ὁλόψυχο σὲ κείνονε καὶ θἆναι στὸ ἅγιο θέλημά του κρεμάμενο ἐπιζωῆς τὸ παιδί μου. Καὶ ἰδοὺ τότε ὁποὺ φανῆκαν δύο ἄγγελοι σ᾿ αὐτήνε καὶ τῆς ἔλεγαν· ἰδοὺ λοιπόν, ὦ εὐσεβέστατη γυναίκα, νάτος ὁ ἄντρας σου ὁ Ἰωακείμ, ἔρχεται μὲ τὰ κουδουνιστὰ κοπάδια του. Τὸν εἶχε στ᾿ ἀλήθεια εἰδοποιήσει κι αὐτόνε ἄλλος ἄγγελος Κυρίου λέγοντας· Ἰωακείμ, Ἰωακείμ, ὁ Κύριος τὴν εἰσάκουσε τὴ θερμή σου παράκληση· πάρε τὰ κοπάδια σου καὶ ροβόλα κατὰ κάτω· μάθε τὴν ὥρα τούτη τὸ χαρμόσυνο νέο, πὼς ἡ γυναῖκα σου ἡ Ἄννα θὰ φουσκώσει μὲ ἡλιόκαρπο τὴ γαστέρα της. Καὶ κατέβηκε ὁ Ἰωακεὶμ καὶ κάλεσε καὶ τοὺς ἄλλους τσοπαναραίους, ὅλους ἐκείνους ὁποὺ τοὺς εἶχε στὴ δική του δούλεψη, καὶ τοὺς εἶπε· γιὰ φέρτε μου δῶ πέρα μία δεκαριὰ ἀπείραχτες, παρθενικὲς ἀμνάδες, γιὰ νὰν τὶς κάνω ταπεινή μου προσφορὰ στὸν Κύριο καὶ Θεό μου· κι ἀκόμη φέρτε μου, δώδεκα τοὺς θέλω, μόσχους ἁπαλούς, γιὰ νὰν τοὺς κάνω χάρισμα χαρᾶς στοὺς ἱερεῖς καὶ στοὺς σοφούς μας τοὺς γερόντους· κι ἀκόμη φέρτε μου καὶ γίδια ἑκατὸ γιὰ τὸν κοσμάκη. Καὶ νὰ λοιπὸν ὁ Ἰωακεὶμ ὁποὺ ἔφτασε μαζὶ μὲ τὰ κοπάδια του, καὶ ἡ Ἄννα ἐστάθη στὴν ἐξώπορτα καὶ τὸν εἶδε ποὺ ἐρχότανε, καὶ τρέχοντας κοντά του κρεμάστηκε στὸ λαιμό του ἀηδονολαλώντας· τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ τὴ χόρτασα σήμερα· γιατί νά ῾με ἐγὼ ἡ χήρα ποὺ δὲν εἶμαι πιὰ χήρα καὶ ἡ ἄτεκνη ποὺ θὰ φουσκώσει μὲ ἡλιόκαρπο τὴ γαστέρα της. Καὶ τότε τρισευτυχισμένος ἐμπῆκε στὸ θεοφοβούμενο σπίτι του καὶ ἀναπαύτηκε γιομάτος ἀνακούφιση ἐκείνη τὴν ὄμορφη μέρα.
Νίκος Καρούζος
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

Καὶ τὴν ἄλλη μέρα πρόσφερε τὰ δῶρα του λέγοντας ἀπὸ μέσα του· τὸ σκέπασμα τῆς κεφαλῆς τοῦ ἱερέα θὰ μοῦ δείξει μὲ τὴ θεία λάμψη του τὴν εὐμένεια σὲ μένα τοῦ Κυρίου. Καὶ πρόσφερε τὰ δῶρα τοῦ γιομάτος εὐλάβεια ὁ Ἰωακείμ, ἔχοντας ὅλη του τὴν προσοχὴ στραμένη στὸ σκέπασμα τῆς κεφαλῆς τοῦ ἱερέα, καθὼς ἀνέβηκε στὸ ἅγιο θυσιαστήριο, καὶ εἶδε καὶ κατάλαβε πὼς καμιὰ δὲν τόνε βάραινε ἁμαρτία. Καὶ εἶπε τὴν ὥρα κείνη ὁ Ἰωακείμ· τώρα τὸ ἔμαθα πὼς μὲ σπλαχνίστηκε ὁ Κύριος, ὁποὺ μοῦ δώρησε τὴν ἄφεση ἀπ᾿ ὅλα μου τ᾿ ἁμαρτήματα. Καὶ τότε βγῆκε ἀπ᾿ τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου νιώθοντας τὸν ἑαυτό του πεντακάθαρο καὶ γύρισε στὸ θεοφοβούμενο σπιτικό του. Καὶ οἱ μῆνες τῆς ἐγκυμοσύνης ὁλοκληρώθηκαν καὶ τὸν ἔνατο μήνα ἡ Ἄννα γέννησε τὸ παιδί της. Καὶ εἶπε στὴ μαμὴ ἡ Ἄννα· γιὰ πές μου τί εἶναι τὸ παιδί; καὶ ἐκείνη τῆς εἶπε· κοπελούδα. Καὶ ἡ Ἄννα καταχάρηκε λέγοντας· ἡ ψυχή μου μεγαλύνθηκε σήμερα· καὶ πῆρε δίπλα της τὸ νήπιο στὸ κρεβάτι. Καὶ ὅταν ὁλοκληρώθηκαν οἱ μέρες καὶ παστρεύτηκε ἡ Ἄννα, τότε ἔδωκε τὸ μαστὸ γιὰ νὰ βυζάξει τὸ κοριτσάκι, ὁποὺ τοῦ δόθηκε τὸ ὄνομα Μυριάμ.

o VI

Ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα τὸ κοριτσάκι μεγάλωνε κι ὅταν ἔγινε ἕξι μηνῶν τὸ πῆρε ἡ μητέρα του καὶ τὸ ἔστησε ὄρθιο χάμω, γιὰ νὰ ἰδεῖ ἂν μπόρηγε νὰ στέκεται μόνο του. Καὶ τὸ παιδάκι κάνοντας ἑφτὰ βήματα ἦρθε καὶ ἔπεσε στὴν ἀγκαλιά της. Καὶ τὸ ἅρπαξε φιλόστοργα στὰ χέρια της λέγοντας· δοξάζω τὸν Κύριο καὶ Θεό μου τὸν ὁλοζώντανο, καὶ δὲν θὰ σ᾿ ἀφήσω κόρη μου νὰ περπατήσεις ἀπάνω σὲ τούτηνε τὴ γῆ, πριχοῦ σὲ πάω στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ ἔκανε ἁγίασμα στὴν κρεβατοκάμαρη τῆς κοπελούδας καὶ ὁ,τιδήποτε ἄσχημο κι ἀκάθαρτο δὲν τ᾿ ἄφηνε νὰ τὸ περάσουν ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ δωμάτιο· καὶ κάλεσε παρθένες κι ἀνέγγιχτες ἑβραιοποῦλες γιὰ νἄχουν τὴ λάτρα τῆς μικρῆς καὶ καμιὰ περιποίηση νὰ μὴν τῆς λείψει. Ὥσπου ἔγινε ἑνοῦ χρονοῦ τὸ κοριτσάκι καὶ ἔκανε γιορτάσι μεγάλο ὁ Ἰωακείμ, ὁποὺ προσκάλεσε τοὺς ἱερεῖς καὶ γραμματεῖς μαζὶ μὲ τοὺς σοφοὺς γερόντους καὶ ὅλο τὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ ζύγωσε στοὺς ἱερεῖς ὁ Ἰωακεὶμ τὴν κοπελούδα καὶ ἐκεῖνοι τὴν εὐλόγησαν λέγοντας· ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, εὐλόγησε τὴν κοπελούδα τούτη καὶ δῶσε σ᾿ αὐτὴν ἕνα ὄνομα ποὺ νἆναι ὀνομαστὸ σὲ ὅλες τὶς γενεές. Καὶ φώναξε ὅλος ὁ λαὸς τὴν ὥρα κείνη· γένοιτο, γένοιτο, ἀμήν. Καὶ ὕστερα τήνε ζύγωσε στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ἐκεῖνοι τὴν εὐλόγησαν λέγοντας· ὁ Θεὸς τῶν ὑψωμάτων, ἐπίβλεψε σ᾿ αὐτὴ τὴν κοπελούδα καὶ εὐλόγησέ τη μὲ τὴν ἔσχατην εὐλογία σου, ἐκείνη ὁποὺ δὲν ἔχει παραπέρα. Καὶ τότε τὴν πῆρε ἡ μητέρα της καὶ τὴν ξανάφερε στὸ ἁγίασμα τῆς κρεβατοκάμαρης, καὶ τῆς ἔδωκε τὸ μαστὸ γιὰ νὰ βυζάξει. Καὶ ἔκανε τραγούδι στὸν Κύριο καὶ Θεό της ἡ Ἄννα λέγοντας· θὰ τραγουδήσω ἱερὴ ᾠδὴ στὸν Κύριο καὶ Θεό μου, ὁποὺ μὲ ἐπισκέφτηκε μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ σάρωσε ἀπὸ πάνω μου τὰ κακολογήματα τῆς ἔχθρητας· καὶ μοῦ ἔδωκε ὁ Κύριος καρπό, ποὺ τὸν νιώθω σὰν χάρισμα τῆς μεγάλης του δικαιοσύνης, μονοούσιο καὶ πολυπλούσιο κατάντικρυ στὴ δοξασμένη του παρουσία. Ποιὸς θὰ ἀναγγείλει τὸ χαρμόσυνο νέο στοὺς υἱοὺς τοῦ Ρουβίμ, πῶς ἡ Ἄννα θηλάζει; ἀκοῦστε με, λοιπόν, ἀκοῦστε μέ, οἱ δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, ἀκοῦστε πὼς ἡ Ἄννα θηλάζει. Καὶ ἔβαλε τὴν κορούλα της νὰ πλαγιάσει στὴν κρεβατοκάμαρη τοῦ ἁγιάσματος, καὶ βγῆκε πάλι καὶ φρόντιζε τοὺς καλεσμένους σὲ κεῖνο τὸ γιορτάσι, ποὺ μετὰ τὸ δεῖπνο ἀποχώρησαν γιομάτοι εὐφροσύνη καὶ δοξάζοντας τὸ Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ.

o VII

Ἡ παιδίσκη ὁλοένα μεγάλωνε, τὸ κύλισμα τοῦ χρόνου πρόσθετε τοὺς μῆνες ἀπάνω στὸ κορμάκι της, κι ὅταν ἔγινε δύο χρονῶν, τότε λέει ὁ πατέρας της ὁ Ἰωακείμ· ἂς τὴν πᾶμε τώρα στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση ποὺ δώσαμε στὸν Κύριο, μὴ κι ἂν δὲν πᾶμε μᾶς ἀποστρέψει τὸ πρόσωπο καὶ δὲν τὸ κάνει καλοδεχούμενο τὸ δῶρο μας. Καὶ ἡ Ἄννα τοῦ ἀποκρίθηκε· ἂς περιμένουμε νὰ γίνει τριῶν χρονῶν τὸ κοριτσάκι μας, νὰ μὴ γυρεύει τὸν πατέρα ἢ τὴ μάνα. Καὶ εἶπε ὁ Ἰωακείμ· ἂς περιμένουμε. Καὶ ἔγινε τριῶν χρονῶν ἡ παιδίσκη, καὶ εἶπε ὁ Ἰωακείμ· φωνάχτε μου τὶς παρθένες κι ἀνέγγιχτες ἑβραιοποῦλες κι ἂς πάρει νὰ κρατεῖ μίαν ἀναμμένη λαμπάδα ἡ καθεμιά τους, γιὰ νὰ μὴν κάνει πίσω τὸ κορίτσι καὶ νὰ προχωρήσει πρὸς τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου μὲ τὴν καρδιά του κυριεμένη ἀπ᾿ τὴν ἱερότητα. Καὶ ἔκαναν ὅπως τοὺς εἶπε καὶ ἔφτασαν καὶ μπῆκαν στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ ἐκεῖ τὴν ὑποδέχτηκε τὴν παιδίσκη ὁ ἱερέας, πού, ἀφοῦ πρῶτα τὴ φίλησε, τὴν εὐλόγησε ὕστερα καὶ εἶπε· ὁ Κύριος ἔχει κάνει μεγάλο τ᾿ ὄνομά σου σὲ ὅλες τὶς γενεές· μὲ σένα θὰ φανερώσει μία μέρα ὁ Κύριος τὴ λύτρωση τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ὅταν ἔρθει ἡ ὑπερκόσμια καὶ μητρική σου ὥρα. Καὶ τὴν ἔβαλε στὸ τρίτο σκαλοπάτι στὸ θυσιαστήριο καὶ δέχτηκε τὴ χάρη τοῦ Κυρίου ἡ παιδίσκη, καὶ ὅπως ἤτανε καθισμένη ἔκανε μὲ τὰ πόδια της ὡσὰν νὰ χόρευε χαρούμενες κινήσεις, καὶ ὅλος ὁ κόσμος τῆς ἔδειξε μίαν ἀτέλειωτη ἀγάπη.

o VIII

Καὶ ἐβγήκαν οἱ γονεῖς τῆς παιδίσκης ἀπ᾿ τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου θαυμάζοντας καὶ αἰνώντας τὸν οὐράνιο δεσπότη, ποὺ ἡ μικρὴ δὲν ἔκανε πίσω, μὰ ἀντίθετα, στάθηκε τόσο δεχτικὴ στὴν ἱερότητα, παρὰ τὴ νηπιακή της ἡλικία. Καὶ ἐζοῦσε ἡ Μαρία στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου σὰν ἄσπιλη περιστέρα, τσιμπολογώντας ἀπὸ χέρι ἀγγέλου τὴν τροφή της. Καὶ ὅταν κύλησαν δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια, ὁποὺ ἔζησε μέσα στὸ ναό, τὸ ἱερατεῖο ἔκανε συμβούλιο καὶ διερωτήθηκαν· τί τώρα θὰ κάνουμε γι᾿ αὐτήν, ὁποὺ μπορεῖ σὰν θηλυκὸ νὰ μιάνει τὸ ἁγίασμα τοῦ Κυρίου; Καὶ εἶπαν τοῦ ἀρχιερέα οἱ ἱερεῖς· ἐσὺ ὁποὺ εἶσαι ὁ ὑπέρτερος ἀπάνω στὸ θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου, ἔμπα καὶ κᾶνε προσευχὴ γι᾿ αὐτὴ τὴν κοπελούδα, κι ὅ,τι σου φανερώσει ὁ Κύριος, αὐτὸ καὶ θὰ πράξουμε. Καὶ ἐμπῆκε ὁ ἀρχιερέας, φορώντας τὸ μὲ δώδεκα κουδούνια δεσποτικό του ἱμάτιο, στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, καὶ προσευχήθηκε γιὰ τὴν παιδούλα. Καὶ ἰδοὺ τὴν ὥρα κείνη ὁποὺ φανερώθηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ ἔλεγε στὸν ἀρχιερέα· Ζαχαρία, Ζαχαρία, ἔβγα καὶ σύναξε ὅλους ἐκείνους ὁποὺ χηρεύουν ἀπ᾿ τὸ λαό σου, καὶ στεῖλε μήνυμα νὰ φέρουν ὅλοι τους ἀπὸ ἕνα ραβδί, καὶ σ᾿ ὅποιονε φανερώσει τὸ σημάδι του ὁ Κύριος, ἐκεῖνος θὲ νὰ πάρει γιὰ γυναίκα τοῦ τὸ κοράσι. Καὶ ἐβγήκαν οἱ κήρυκες καὶ διαλάλησαν τὸ κάλεσμα σ᾿ ὁλάκερη τριγύρω τὴν Ἰουδαία, κι ἀκούστηκε ἡ σάλπιγγα τοῦ Κυρίου, καὶ τρέξαν ὅλοι τους ἀπὸ ὁλόγυρα οἱ χηρευάμενοι.

o IX

Καὶ ρίχνοντας χάμω τὸ σκεπάρνι του ἐβγῆκε κι ὁ Ἰωσὴφ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους. Κι ἀφοῦ καλοσυνάχτηκαν ὅλοι τους ἀπὸ ὁλόγυρα, ἐξεκίνησαν γιὰ νὰ πᾶνε στὸν ἀρχιερέα, κρατώντας ὁ καθένας τὸ ραβδί του. Καὶ παίρνοντας τὰ ραβδιά τους ὀλωνῶν ὁ ἀρχιερέας, ἐμπῆκε μ᾿ αὐτὰ στὸ ἱερὸ καὶ προσευχήθηκε. Κι ἀφοῦ περάτωσε τὴν προσευχή του τὴν ὁλόψυχη, παίρνει μαζί του τὰ ραβδιὰ καὶ βγαίνοντας τοὺς τὰ δίνει πάλι. Καὶ σημάδι στὰ ραβδιὰ δὲν ἔδειξε κανένα ὁ Κύριος. Κι ὁ Ἰωσὴφ ἤτανε κεῖνος ὁποὺ ἐπῆρε τὸ τελευταῖο ραβδί. Καὶ ἰδοὺ τότε ὁποὺ ἐβγῆκε ἀπ᾿ τὸ δικό του τὸ ραβδὶ μία περιστέρα, ὁποὺ φτερούγισε καὶ κάθησε στὸ κεφάλι τοῦ Ἰωσήφ. Καὶ εἶπε στὸν Ἰωσὴφ ὁ ἱερέας· ἐσένα σοῦ ἔπεσε ὁ κλῆρος γιὰ νὰ πάρεις τὴν παρθένα τούτη-δῶ τοῦ Κυρίου. Κι ὁ Ἰωσὴφ ἀντιλέγοντας εἶπε· μὰ ἔχω γυιοὺς νεανίσκους καὶ εἶμαι μεγάλος γι᾿ αὐτὴ τὴ μικρὴ κορασίδα· φοβᾶμαι πὼς θὰ γίνω ὁ περίγελως τοῦ κόσμου. Καὶ εἶπε στὸν Ἰωσὴφ ὁ ἱερέας· τὸν Κύριο καὶ Θεό σου νὰ φοβᾶσαι, κι ἀναθυμήσου τρομάζοντας μὲ πόση σκληρότητα τιμωρήθηκαν ἀπ᾿ τὸν Κύριο οἱ Δαθὰν καὶ Ἀβειρὼν καὶ Κορέ, τὸ πῶς ἡ γῆ διχάστηκε στὰ δύο καὶ τοὺς κατάπιε σὰν θεριὸ γιὰ τὴν ἀντιλογία τους. Γι᾿ αὐτὸ τὴν ὥρα τούτη στοχάσου μὲ φόβο Ἰωσὴφ τὸν Κύριο, μήπως μία τέτοια συμφορὰ χτυπήσει καὶ τὸ σπίτι τὸ δικό σου. Καὶ τὸν ἔπιασε φόβος μεγάλος τὸν Ἰωσὴφ καὶ ἐπῆρε μαζί του τὴν κορασίδα στὸ σπιτικό του. Καὶ εἶπε στὴ Μαριὰμ ὁ Ἰωσήφ· ἰδοὺ ὁποὺ ἐγὼ σὲ ἐπῆρα στὸ σπίτι μου ἀπ᾿ τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου, καὶ τώρα θὲ νὰ σ᾿ ἀφήσω μοναχὴ στὸ σπίτι, γιατὶ πρέπει νὰ πάω γιὰ δουλειὰ στὶς οἰκοδομές, κι ὅταν ἀποστερέψω τὴ δουλειά μου θὲ νὰ γυρίσω πίσω σὲ σένα· στὸ μεταξὺ θὰ σὲ ἔχει στὴ φύλαξή του ὁ Κύριος.

o X

Καὶ ἔγινε συμβούλιο τῶν ἱερέων ὁποὺ ἐλέγασι· νὰ ὑφάνουμε σκέπασμα στὸ ναὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ εἶπε τότε ὁ ἱερέας· φωνάχτε μου παρθένες ἀνέγγιχτες ποὺ νἆναι ἀπ᾿ τὴ φάρα τοῦ Δαυίδ. Καὶ ἐβγῆκαν οἱ ὑπερέτες γυρεύοντας καὶ εὑρῆκαν ἑφτὰ παρθένες. Κι ἀναθυμήθηκε τότε ὁ ἱερέας ἐκεῖνο τὸ κοράσι τὴ Μαριὰμ ὁποὺ ἤτανε ἀπ᾿ τὴ φάρα τοῦ Δαυίδ, καὶ ἤτανε κι ἀνέγγιχτη παρθένα ἀφιερωμένη στὸν Κύριο. Καὶ ἐβγήκαν οἱ ὑπερέτες καὶ ἐπήγασι καὶ τὴν ἔφεραν καὶ ἐκείνη. Κι ὅλες μαζὶ τὶς ὁδηγῆσαν ὕστερα μέσ᾿ τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου. Καὶ εἶπε τότε ὁ ἱερέας· βάλετε κλῆρο γιὰ τὸ ποιὰ θὰ γνέσει τὸ χρυσὸ καὶ ποιὰ τὸ ἀμίαντο, ποιὰ θὰ γνέσει τὸ βύσσινο καὶ ποιὰ τὸ μεταξένιο, καὶ ποιὰ τὸ ὑακίνθινο καὶ ποιὰ τὸ κόκκινο καὶ τὴν ἀληθινὴ πορφύρα. Καὶ ἔλαχε στὴ Μαριὰμ ἡ ἀληθινὴ πορφύρα καὶ τὸ κόκκινο, καὶ παίρνοντας μαζί της τὰ ὁποὺ τῆς ἔλαχαν γιὰ γνέσιμο γύρισε ὀπίσω στὸ σπιτικό της. Καὶ ἤτανε ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁποὺ ἔμεινε ἄλαλος ὁ Ζαχαρίας κι ὡσότου νὰ ξαναποχτήσει τὴ φωνή του τὸν ἀντικατάστησε στὸ ναὸ ὁ Σαμουήλ. Καὶ ἡ Μαριὰμ ἀρχίνησε νὰ κλώθει δουλεύοντας τὸ κόκκινο.

o XI

Καὶ ἐπῆρε τὴ στάμνα καὶ ἐπῆγε γιὰ νερὸ στὴ βρύση· καὶ ἰδοὺ τότε ὁποὺ ἀκούστηκε φωνὴ ὁποὺ τῆς ἔλεγε· χαῖρε ἐσὺ ἡ χαριτωμένη, μαζί σου εἶν᾿ ὁ Κύριος· εὐλογημένη εἶσ᾿ ἐσὺ ἀνάμεσα σὲ ὅλες τὶς γυναῖκες. Καὶ ἐθώρηγε ζερβόδεξα νὰ καταλάβει πούθενες ἐρχότανε ἐκείνη ἡ φωνή. Καὶ τὴν ἔπιασε μεγάλος τρόμος καὶ γύρισε ὀπίσω στὸ σπιτικό της καὶ ἀπόθεσε τὴ στάμνα, καὶ παίρνοντας τὴν πορφύρα στὰ χέρια τῆς ἀρχίνησε νὰν τὴ γνέθει ἀπάνω στὸ θρονί της. Καὶ ἰδοὺ τότε ὁποὺ φάνηκεν ἐμπροστά της ἄγγελος Κυρίου ὁποὺ τῆς ἔλεγε· μὴ νιώθεις μέσα σου κανένα φόβο Μαριάμ· ἐσὺ εἶσαι ἐκείνη ὁποὺ εὐρῆκες τὴ χάρη κατάντικρυ στὴν ὁλόφωτη κι ἀνέσπερη δόξα τοῦ οὐράνιου δεσπότη...

Κατὰ Λουκᾶν α´ 26-38

κι ὁ Θεὸς ἀπόστειλε τὸν ἄγγελο Γαβριὴλ σὲ πόλη τῆς Γαλιλαίας, ὁποὺ λεγότανε Ναζαρέτ, ὁποὺ ἐκεῖ ἤτανε μία παρθένα ἀρραβωνιασμένη μ᾿ ἕναν ἄντρα, ὁποὺ λεγότανε Ἰωσήφ, ἀπόγονο τοῦ Δαυίδ, καὶ τὸ ὄνομα τῆς παρθένας ἤταμε Μαριάμ. Καὶ μπαίνοντας ὁ ἄγγελος ἀπευθύνθηκε πρὸς αὐτὴ λέγοντας· χαῖρε κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου· εὐλογημένη εἶσαι ἐσὺ ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες. Καὶ ἐκείνη βλέποντας τὸν ταράχτηκε ἀπ᾿ τὰ λόγια του καὶ διαλογιζότανε τί νὰ ἐσήμαινε ἄραγε αὐτὸς ὁ χαιρετισμός. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν ὁ ἄγγελος· μὴ νιώθεις κανένα φόβο Μαριάμ, γιατί ἐσένα σοῦ δόθηκε ἀπ᾿ τὸ Θεὸ ἡ χάρη· καὶ νά, ὁποὺ ἐσὺ θὰ συλλάβεις καὶ θὰ γεννήσεις υἱό, καὶ θὰν τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα Ἰησοῦς. Αὐτὸς θὰ γίνει μεγάλος καὶ υἱὸ τοῦ ὑψίστου θὰ τὸν ὀνομάσουν, καὶ θὰν τοῦ δώσει ὁ Κύριος καὶ Θεὸς τὸ θρόνο τοῦ Δαυὶδ τοῦ πατέρα του, καὶ θὰ βασιλέψει στὸν οἶκο Ἰακὼβ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, καὶ ἡ βασιλεία του δὲν πρόκειται ποτὲ νἅβρει τέλος. Καὶ ἡ Μαριὰμ εἶπε πρὸς τὸν ἄγγελο· πῶς θὰ μοῦ γίνει αὐτὸ τὸ πράγμα ἐμένανε, ὁποὺ ἄντρα δὲν γνωρίζω; Καὶ ὁ ἄγγελος ἀποκρινόμενος τῆς εἶπε· Πνεῦμα Ἅγιο θὲ νἄρθει μέσα σου καὶ δύναμη τοῦ ὑψίστου θὰ σὲ ἐπισκιάσει· γι᾿ αὐτὸ καὶ θἆναι τὸ γέννημά σου ἅγιο καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ θὲ νἆναι τὸ ὄνομά του. Κύττα καὶ ἡ Ἐλισάβετ ἡ συγγένισσά σου, ἔχει πιάσει παιδὶ καὶ αὐτὴ στὰ γεράματά της, καὶ εἶναι κιόλας στὸν ἕκτο μήνα, αὐτὴ ἡ λεγόμενη στείρα· γιατὶ δὲν ὑπάρχει ρῆμα ποὺ νὰ εἶναι γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἀδύνατο. Καὶ εἶπε ἡ Μαριάμ· ἰδοὺ ἐγὼ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου· ἂς γίνει σ᾿ ἐμένανε ὅ,τι εἶπαν τὰ λόγια σου. Καὶ ὁ ἄγγελος ἀποχώρησε ἀφήνοντάς την.

Κατὰ Ματθαῖον α´ 18 - β´ 18

Σχετικὰ τώρα μὲ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὰ πράγματα ἔγιναν ὡς ἑξῆς: Ἡ μητέρα του Μαρία, μετὰ τὸν ἀρραβώνα της μὲ τὸν Ἰωσὴφ καὶ προτοῦ νὰ ὑπάρξη συνεύρεση μεταξύ τους, ἔμεινε ἔγκυος ἀπ᾿ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Κι ὁ ἄντρας της ὁ Ἰωσήφ, ὄντας ἄνθρωπος δίκαιος καὶ μὴ θέλοντας νὰν τὴν ἐκθέσει, ἐσκέφθηκε νὰν τὴ διώξει κρυφά. Καὶ ἐνῶ στοχαζότανε τὸ πρᾶγμα αὐτὸ τοῦ φανερώθηκε ἄγγελος Κυρίου στὸ ὄνειρό του καὶ τοῦ ἔλεγε· Ἰωσήφ, ἀπόγονε τοῦ Δαυίδ, μὴ νιώθεις κανένα φόβο νὰ παραλάβεις τὴ γυναίκα σου Μαριάμ· ἡ κύησή της ἔχει γίνει ἀπ᾿ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννήσει θἆναι ἀγόρι καὶ θὰν τοῦ δώσει τὸ ὄνομα Ἰησοῦς· αὐτὸ τὸ ἀγόρι θὰ σώσει τὸ λαό του ἀπ᾿ τὴ μοίρα τῆς ἁμαρτίας. Κι αὐτὸ ὅλο ἔγινε σὲ ἐκπλήρωση ἐκείνου ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη· ἰδοὺ ἡ παρθένος θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει υἱόν, ὁποὺ θὰ πάρει τὸ ὄνομα Ἐμμανουήλ, ὁποὺ σημαίνει· ὁ Θεὸς μαζί μας. Καὶ ὅταν σηκώθηκε ὁ Ἰωσὴφ ἀπ᾿ τὸν ὕπνο ἔκανε ὅπως ἀκριβῶς τὸν πρόσταξε ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου καὶ παράλαβε τὴ γυναίκα του καὶ δὲν εἶχε καμμία σχέση μαζί της ἑωσότου ἐκείνη ἐγέννησε τὸν υἱό της τὸν πρωτότοκο καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς.
Κι ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐγεννήθηκε στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, τὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλέα Ἡρώδη, ἰδοὺ ὁποὺ μάγοι καταφτάσαν στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπ᾿ τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς λέγοντας· ποῦ βρίσκεται ὁ βασιλέας τῶν Ἰουδαίων ὁποὺ ἐγεννήθηκε; ἐμεῖς εἴδαμε στὴν ἀνατολὴ τὸ ἀστέρι του καὶ ἤρθαμε νὰ τὸν προσκυνήσουμε. Τότε ὁ βασιλέας Ἡρώδης ὅταν ἄκουσε αὐτὴ τὴν εἴδηση ταράχθηκε καὶ μαζί του καὶ ὅλη ἡ πόλη τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ἐσύναξε ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ρωτώντας νὰ μάθει γιὰ τὸ ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Καὶ ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίθηκαν· στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας. Ἔτσι ἤτανε εἰπωμένο μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη· καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ τοῦ Ἰούδα, δὲν εἶσαι διόλου ἐλάχιστη ἀνάμεσα στοὺς ἡγεμόνες Ἰούδα· γιατὶ ἀπὸ σένα θὰ προέλθει ὁ ἡγέτης ποὺ θὰ ποιμάνει τὸ λαό μου τὸν Ἰσραήλ. Τότε ὁ Ἡρώδης, ἀφοῦ κάλεσε κοντὰ τοῦ τοὺς μάγους, ἐξακρίβωσε ἀπὸ αὐτοὺς τὸ χρόνο τοῦ φαινομένου μὲ τὸν ἀστέρα καὶ στέλνοντας αὐτοὺς στὴ Βηθλεὲμ τοὺς εἶπε· πηγαίνετε ἐκεῖ καὶ μάθετε μὲ κάθε λεπτομέρεια γιὰ τὸ παιδί, ποὺ ὅταν τὸ ἀνακαλύψετέ μου τὸ ἀναγγέλετε, ὥστε ἐρχόμενος καὶ ἐγὼ νὰ τὸ προσκυνήσω. Καὶ οἱ μάγοι ἀκούσαντας τὸ βασιλέα ἐπήγασι· καὶ ἰδοὺ τὸ ἀστέρι ὁποὺ εἶχαν ἀντικρύσει κατὰ τὴν ἀνατολή, ἰδοὺ λοιπὸν ὁποὺ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν πορεία τους, ἑωσότου ἦρθε καὶ ἐστάθηκε ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ μέρος ὅπου βρισκότανε τὸ νεογέννητο. Καὶ ὅταν εἶδαν ἀποπάνω τους τὸ ἀστέρι χάρηκαν χαρὰ μεγάλη κι ἀρίφνητη καὶ μπαίνοντας μέσα στὸ σπίτι συναντικρύζουν τὸ νεογέννητο μὲ τὴ μητέρα του Μαρία καὶ πέφτοντας στὰ γόνατα τὸ προσκυνῆσαν, κι ἀνοίγοντας τοὺς θησαυρούς τους οἱ μάγοι προσφέραν δῶρα σ᾿ αὐτό, χρυσάφι καὶ λίβανο καὶ σμύρνα· καὶ παίρνοντας θεία εἰδοποίηση στὸ ὄνειρό τους νὰ μὴν ξαναγυρίσουν στὸν Ἡρώδη, τότενες ἀπὸ ἄλλο δρόμο γιὰ τὸν τόπο τους ἀναχώρησαν.
Κι ὅταν οἱ μάγοι ἀναχώρησαν, τότε ἕνας ἄγγελος τοῦ Κυρίου φανερώθηκε στὸν Ἰωσὴφ στὸ ὄνειρό του καὶ τοῦ ἔλεγε· ἐγειρόμενος ἀπ᾿ τὸν ὕπνο νὰ παραλάβεις τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ νὰ φύγεις γιὰ τὴν Αἴγυπτο, μένοντας ἐκεῖ πέρα μέχρι ποὺ ἐγὼ θὰ σὲ εἰδοποιήσω καὶ τοῦτο γιατί ὁ Ἡρώδης πρόκειται νὰ ἀναζητήσει τὸ νεογέννητο μὲ σκοπὸ νὰν τὸ ἐξοντώσει. Κι ὁ Ἰωσὴφ ἐσηκώθηκε ἀπ᾿ τὸν ὕπνο καὶ παίρνοντας τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του ἐξεκίνησε νύχτα γιὰ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι ποὺ πέθανε ὁ Ἡρώδης, σὲ ἐκπλήρωση ἐκείνου ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη· τὸν υἱό μου τὸν ἐκάλεσα ἀπ᾿ τὴν Αἴγυπτο.

Κατὰ Ἰωάννην β´ 1-11

Καὶ τὴν ἡμέρα τὴν τρίτη στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας ἐγίνηκε γάμος καὶ ἤτανε καὶ ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ ἐκεῖ· καλεσμένοι στὸ γάμο ἤτανε κι ὁ Ἰησοῦς μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του. Καὶ ὅταν τὸ κρασὶ ἀποσώθηκε, λέει στὸν Ἰησοῦ ἡ μητέρα του· τὸ κρασί τους τέλειωσε. Λέει σ᾿ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· τί σημασία ἔχει αὐτὸ τὸ πράγμα γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα ὦ γυναίκα; δὲν ἔχει φτάσει ἀκόμη ἡ ὥρα μου. Λέει στοὺς ὑπηρέτες ἡ μητέρα του· ὅ,τι σᾶς πεῖ νὰν τὸ πράξετε. Καὶ ἤτανε ἐκεῖ ἕξι πέτρινες ὑδρίες, ὁποὺ ἐβρίσκονταν κατὰ τὸν καθαρισμὸ τῶν Ἰουδαίων κι ὁποὺ ἐχωροῦσαν δύο ἢ τρεῖς μετρητάδες ἡ καθεμιά τους. Λέει σ᾿ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· νὰ γεμίσετε μὲ νερὸ τὶς ὑδρίες. Καὶ τὶς ἐγέμισαν ὡς ἀπάνω. Καὶ λέει σ᾿ αὐτούς· ἀντλήσετε τώρα καὶ δώσετε στὸν ἀρχιτρίκλινο. Καὶ ἔδωσαν. Καὶ ὅπως δοκίμασε ὁ ἀρχιτρίκλινος τὸ σὲ κρασὶ μεταμορφωμένο νερὸ -μὴ γνωρίζοντας ἀπὸ ποῦ προερχότανε, αὐτὸ τὸ ἤξεραν οἱ ὑπηρέτες ὁποὺ εἶχαν ἀντλημένο τὸ νερὸ- φωνάζει τὸ γαμπρὸ ὁ ἀρχιτρίκλινος καὶ τοῦ λέει· κάθε ἄνθρωπος προσφέρει πρῶτα τὸ καλὸ κρασί, κι ἅμα μεθυστοῦν οἱ καλεσμένοι, τότε προσφέρει τὸ λιγώτερο καλό· ἐσὺ τὸ κράτησες τὸ καλὸ κρασὶ ὡς τὰ τώρα. Τούτη ἤτανε ἡ ἀρχὴ τῶν θαυμάτων ὁποὺ ἔκανε στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας ὁ Ἰησοῦς, φανερώνοντας τὴ δόξα του, καὶ πίστεψαν σ᾿ αὐτὸν οἱ μαθητές του.

Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας

Ἡ Παναγία ἦταν πενήντα ἐννέα χρονῶν, ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα της νὰ πεθάνει· τὸ πῶς τώρα ἔγινε αὐτό, θὰν τὸ μάθουμε σ᾿ αὐτὴ τὴ διήγηση. Ἡ Παναγία ὅταν ἐπῆγε στὸ Ἱερὸ τριῶν χρονῶνε ἤτανε καὶ ἔζησε στὸ Ἱερὸ δώδεκα χρόνια, κι ὡσότου νὰ γεννήσει τὸ Χριστὸ κυλίστηκε ἀκόμη ἕνας χρόνος· ἔκανε καὶ μὲ τὸ Χριστὸ τριάντα δύο χρόνια καὶ ὕστερα ἀπ᾿ τὸ γυιό της ἔζησε ἄλλα ἕνδεκα, ὁποὺ ὅλα μαζὶ εἶναι χρόνια πενήντα ἐννέα. Ὅταν ἔφτασε στὰ χρόνια τοῦτα ἡ Παναγία, τρεῖς ἡμέρες ἐμπροστὰ ἀπ᾿ τὴ θεία της Κοίμηση, τῆς ἐπαρουσιάστη ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, κρατώντας ἕνα φοινικόκλαδο στὸ χέρι, καὶ τῆς λέει· «μάθε, Κυρία Θεοτόκε, πὼς μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀπὸ σήμερα σὲ μεταθέτει ὁ Κύριος ἀπὸ τούτη τὴ γῆ στοὺς οὐρανούς του· γι᾿ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ταχτοποιήσεις τὸν ἑαυτό σου, νὰ ἔχεις ἕτοιμα καὶ ὅλα τὰ νεκρικά σου, καὶ νὰ ἀναμένεις τὴν ὥρα ποὺ θὲ νἄρθει ὁ Γυιός σου γιὰ νὰ παραλάβει τὴν ἁγιασμένη σου ψυχή». Κι ὅταν τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ ἡ Παναγία, σηκώθηκε ἀμέσως καὶ ἐπῆγε κι ἀνέβηκε στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἐκεῖ ὁποὺ ὁ Γυιός της ἀναλήφτηκε, καὶ -θαῦμα παράδοξο- ὁποὺ ὅλα τὰ δέντρα ἐκείνου τοῦ βουνοῦ ἐγεῖραν ἐμπροστά της καὶ τὴν προσκύνησαν. Καὶ ἐκείνη, στὸν οὐρανὸ ὑψώνοντας τὰ χέρια της, ἀρχίνησε νὰ προσεύχεται μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια· «Γυιέ μου, μοναχοπαίδι μου πολυτίμητο, ἐσὺ ὁποὺ καταδέχτηκες τὴ γαιώδη σου φανέρωση, μὲ σάρκα καὶ κόκκαλα βγαίνοντας ἀπ᾿ τὰ δικά μου αἵματα, ἐσὺ παράλαβε μὲ τώρα καὶ στὴ Βασιλεία σου· φτάνει σὲ μένα ὁ χωρισμὸς ὁποὺ κυλίστηκε ἀνάμεσά μας, μοῦ φτάνει Γυιέ μου ἡ στέρησή σου· πράξε ὑπέρτερος ὄντας κατὰ τὸ ἅγιο θέλημά σου. Ὅπου βρίσκομαι ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ δικός μου διάκονος βρίσκεται· τὰ λόγια σου ἐτοῦτα καὶ ἐγὼ τὰ λέω Γυιέ μου, καὶ ὅπου βρίσκεσαι ἐσύ, ἀγαπημένε μου, ἐκεῖ καὶ μένα ἀξίωσέ με νὰ ἔρθω, ἐμένα ὁποὺ ἡ καρδιά μου εἶναι γιομάτη ἀπὸ θλίψη γιὰ τὴν ἀγάπη σου». Μὲ τέτοια λόγια προσευχήθηκε ἡ Παναγία καὶ κατέβηκε ἀπ᾿ τὸ ὄρος ἐκεῖνο καὶ πισωγύρισε στὸ σπιτικό της ὁποὺ βρισκότανε στὸ χωριὸ Γεθσημανῆ· εἶχε μάλιστα ὅλα κι ὅλα δύο φορέματα, ὁποὺ τὸ ἕνα τὸ ἐφόρηγε καὶ τὸ ἄλλο τὄκανε χάρισμα σὲ μία φτωχούλα γειτόνισσά της, ὅπου ἔμενε ἐκεῖ κοντά της. Καὶ ἤτανε ἐκεῖ κοντὰ καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸ Θεολόγο, ὁποὺ ἀκόμη δὲν εἶχαν ἀπὸ ἐκεῖθε ξεμακρύνει. Καὶ τοῦτο γιατὶ ὁ μὲν Πέτρος εἶχε μεγάλη πίστη στὴν Κυρία Θεοτόκο, ὁ δὲ Ἰωάννης ἤτανε ὡσὰν υἱοθετημένος της υἱός, καὶ δὲν ἔφευγαν ἀπὸ κεῖ πέρα μακρύτερα, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὴν Παναγία. Τὴν τρίτη ἡμέρα, λοιπόν, ἐκεῖ ὁποὺ δίδασκαν αὐτοὶ τὸ λόγο τῆς ἀλήθειας, τοὺς ἅρπαξε ὀλάξαφνα καὶ τοὺς δύο τους ἕνα σύγνεφο καὶ τοὺς ἔφερε στὴ Γεθσημανῆ, στὸ σπίτι τῆς Παναγίας· αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀποστόλους. Τότε ἤτανε καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, καὶ ὁ διδάσκαλός του ὁ Ἱερόθεος, καὶ ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, καὶ τοὺς ἁρπάζει καὶ αὐτοὺς μία νεφέλη καὶ τοὺς συνάζει ὅλους μαζὶ στὴ Γεθσημανῆ. Καὶ ἡ Παναγία ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁποὺ τοὺς ἀντίκρυσε καταχάρηκε παρευθὺς ἀπ᾿ τὰ φυλλοκάρδια της καὶ τοὺς λέει· «καθῆστε, παιδιά μου, νὰ σᾶς ἀποχαιρετήσω, γιατὶ σήμερα φεύγω καὶ ἀνέρχομαι στὸν υἱό μου τὸν ἀγαπημένο· γιατὶ ὁ ἄγγελος ὁ Γαβριήλ, ὁποὺ σὲ μένα εὐαγγελίστηκε κάποτε τὴ σύλληψη τοῦ γυιοῦ μου καὶ τὴν ἄσπιλή μου μητρότητα, ἦρθε καὶ πάλι τώρα καὶ μοὔδωσε ἐτοῦτο τὸ φοινικόκλαδο λέγοντας· ῾χαῖρε καὶ μάθε, ὦ Θεοτόκε, πὼς μετὰ τρεῖς ἡμέρες σὲ μεταθέτει ὁ Κύριος ἀπὸ τούτη τὴ γῆ στοὺς οὐρανούς του᾿. Γι᾿ αὐτό, παιδιά μου, εὐχαριστῶ τὸ Γυιό μου καὶ Θεὸ ὁποὺ σᾶς ἔφερε, συνάζοντάς σας ὅλους ἐδῶ πέρα, γιὰ νὰ σᾶς ἰδῶ πρὶν ἀπ᾿ τὸ τέλος». Κι ὅπως τὰ ἄκουσαν ἐτοῦτα οἱ ἀπόστολοι ἐκλαῖγαν ὅλοι τους ἀκατάπαυστα.
.....................................
Καὶ τοὺς λέει ἡ Κυρία Θεοτόκος:
Ἐσᾶς σᾶς ἔστειλε στὸν κόσμο τὸ ἀγαπημένο μου παιδὶ γιὰ νὰ πᾶτε σ᾿ αὐτὸν ὡσὰν ἔμποροι καὶ τὶς ψυχὲς νὰ κερδίσετε τῶν πλανημένων ἀνθρώπων, ὁποὺ ἔφτασε στ᾿ αὐτιά τους τὸ δοξασμένο του τ᾿ ὄνομα. Ὅποιος ἀπὸ ἐσᾶς, ὦ φίλοι μου καὶ τέκνα μου, τοῦ διδασκάλου του καὶ γυιοῦ μου δείξει φίλος, αὐτὸν ὁ γυιός μου στὴ Βασιλεία τοῦ θέλει τὸν τιμήσει, μὰ ὅποιος τὶς ἐντολὲς τοῦ διδασκάλου του τὶς ἀφήσει ἔρημες κι ἀνεχτέλεστες, αὐτὸς τὸ ξέρει ἀπὸ μόνος του τί θὰ πάθει. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο, ἀγαπημένα μου παιδιά, πορευθεῖτε στὸν κόσμο γιὰ νὰ κηρύξετε, νὰ φωτίσετε, νὰ χειραγωγήσετε τὸν κόσμο ὁποὺ ζεῖ μέσα στὴν πλάνη, γιὰ νὰ μπορέσετε ἔτσι νὰ τὸν κερδίσετε καὶ νὰν τοῦ δείξετε τὸ δρόμο ὁποὺ φέρνει στοῦ Γυιοῦ μου τὴ Βασιλεία. Νὰ μὴ σᾶς παρασύρει κανένας φόβος ἀπ᾿ τοῦ κόσμου τούτου τοὺς βασιλιάδες, ὁποὺ μονάχα τὸ κορμί σας ἠμποροῦν αὐτοὶ νὰ βλάψουν, ἀλλ᾿ ὄχι ὅμως καὶ τὴν ψυχή σας· φόβο πραγματικὸ μονάχα ὁ Θεὸς νὰ σᾶς τὸν φέρνει, ὁποὺ καὶ τὸ κορμί σας ἠμπορεῖ καὶ τὴν ψυχὴ σας νὰν τὴν βλάψει, καθὼς ὁ Γυιός μου σᾶς τὸ ἔλεγε ἐνόσω ἤτανε μαζί σας. Ἔχετε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εἰρήνη συναμεταξύ σας, κι ἀκόμη νἄχετε πληρότητα χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης, ὁποὺ πολὺς θὲ νἆναι στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὁ μισθός σας. Μὲ ὅλο ποὺ φεύγω, φίλοι μου, καὶ πάω γιὰ τοῦ Υἱοῦ μου καὶ Θεοῦ τὴ Βασιλεία, ὡστόσο πάντοτε θὰ βρίσκομαι μαζί σας καὶ θὰ σᾶς εἶμαι πάντοτε ἡ ἐνισχύτρια καὶ ἡ παρηγορήτρια σὲ ὅλες σας τὶς θλίψεις. Αὐτὰ τοὺς εἶπε τῶν ἀποστόλων ἡ Θεοτόκος, κι ἄλλα ἀκόμη περισσότερα, καὶ παρευθὺς τὰ μάτια της τὰ ἅγια τὰ ἔκλεισε φωνάζοντας μὲ φωνὴ μεγάλη· «στὰ χέρια σου, Γυιόκα μου, ἀποθέτω τὸ πνεῦμα μου»· καὶ κοιμήθηκε. Κι ὁ Γυιός της τηνὲ δέχθηκε στὰ χέρια του τὴν ἁγιασμένη τῆς ψυχή. Καὶ τότε γύρεψε ἡ Παναγία ἀπ᾿ τὸ Γυιό της νὰ τὴν κατεβάσει κάτω στὸν Ἅδη, γιὰ νὰ ἰδεῖ τοὺς τόπους ὁποὺ ἐπῆγε ἐκεῖνος γιὰ νὰ ἀπολυτρώσει τοὺς Προπάτορες, καὶ ἐκεῖνος τὴν εἰσάκουσε. Καὶ ἐπῆραν τὴν ψυχὴ της τὴν ἁγιασμένη στὰ χέρια τοὺς ἡλιόλουστοι ἄγγελοι καὶ τὴν ὁδήγησαν ὅπου ἤθελε ἐκείνη, καθὼς ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς μαρτυρεῖ τοῦτο στὸ Τροπάριο τῆς τέταρτης ᾠδῆς σήμερα κι ὁποὺ λέει· «θαῦμα καὶ ἔκπληξη ποὺ ἤτανε νὰ βλέπεις τῆς Παναγίας τὴν ψυχὴ πῶς περπατοῦσε στοῦ Ἅδη μέσα τὰ κατώγια τὰ θεοσκότεινα». Καὶ ἡ μὲν ψυχή της ἐπῆγε στὸν Ἅδη, ὅπως ἡ ἴδια τὸ βουλήθηκε, τὸ δὲ κορμί της τὸ ἅγιο καὶ θεοδόχο τὸ ἐπῆραν οἱ Μαθητὲς καὶ σηκώνοντάς το ἀπάνω στοὺς ὤμους τοὺς τὸ ἐπῆγαν ὡς τὸν τάφο· κι ἀπ᾿ τὴ μία μεριὰ τὸ κρατοῦσε ὁ θεολόγος Ἰωάννης, ἐνῶ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη τὸ κρατοῦσε ὁ Πέτρος, ἀπ᾿ τὴν τρίτη μεριὰ τὸ κρατοῦσε ὁ Ἰάκωβος ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἰωάννη, κι ἀπ᾿ τὴν τέταρτη μεριὰ ὁ Παῦλος, καθὼς οἱ ὑπόλοιποι ἀπόστολοι καὶ ἀρχιερεῖς πορεύονταν ψάλλοντας καὶ ᾄδοντας ὕμνους.
...................................................
Κι ὅταν ἔφτασαν στὸν τάφο, τὸ ἀκούμπησαν κάτω τὸ ἅγιο λείψανο, γιὰ νὰν τὸ ἀποχαιρετήσουν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ πέρα κι ὁ καθένας ἀρχίνησε ν᾿ ἀποχαιρετᾶ τὴν Παναγία λέγοντας πρὸς αὐτὴν ἐγκώμια κι ὅλοι τους ἔπλεξαν διάφορα ἐγκώμια.
.......................................................
Τὸ σῶμα ἐκεῖνο, εὐλογημένοι χριστιανοί, γίνηκεν ἄφθαρτο κι ἀθάνατο, ὅπως κ᾿ ἡ ἁγιασμένη σάρκα τοῦ Κυρίου, κι ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέλλουμε νὰ ἀπογίνουμε ἄφθαρτοι κατὰ τὴ Δεύτερη Παρουσία· πέθανε βέβαια καὶ θαῦμα δὲν εἶναι, γιατὶ ὡσὰν ἄνθρωπος πέθανε καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· ὡστόσο γίνηκεν ἄφθαρτο, ὅπως καὶ ὁ Γυιός της, τὸ σῶμα ἐκεῖνο, κι ὅ,τι μέλλεται νὰ λάβουν οἱ δίκαιοι ὅταν θἄρθει ἡ μέρα γιὰ τὴν καθολικὴ ἀνάσταση, αὐτὸ εἶναι ποὺ ἔλαβε ἡ Παναγία νωρίτερα ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ μέρα.
...................................................
Τὶς ἡμέρες λοιπὸν ἐκεῖνες τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καθῆσαν οἱ ἀπόστολοι νὰ φᾶνε ὅπως γίνεται γιὰ παρηγοριὰ κατὰ τὴ συνήθεια καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ κόβοντας τὸν ἄρτο ἐπήγασι νὰ προφέρουν τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, νὰ εἶσαι πάντοτε βοηθός μας» ὀλάξαφνα τοὺς φανερώθηκε ἀποπάνω τους ἡ Παναγία λαμπροφορώντας ὡσὰν ἥλιος καὶ τοὺς εἶπε· «Χαίρετε σεῖς, ὁποὺ μαζί σας εἶμαι ὅλες τὶς ἡμέρες»· κι ὅπως τὴν εἶδαν ἔτσι ὁλοζώντανη βοώντας ἀκούστηκαν οἱ ἀπόστολοι· «Παναγία Θεοτόκε, νὰ εἶσαι πάντοτε βοηθός μας»· καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη ἀντιλήφτηκαν πὼς ἡ Παναγία βρίσκεται στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τὸ Γυιό της ζωντανὴ καὶ ὁλόσωμη.
Αὐτὴ τὴ γιορτὴ γιορτάζουμε, εὐλογημένοι χριστιανοί, αὐτὴ τὴ γιορτὴ πανηγυρίζουμε. Γι᾿ αὐτὸ ἂς εἴμαστε, ὅπως ἁρμόζει στοὺς πανηγυριστές, χαρούμενοι καὶ καθαροκάρδιοι.