Εδώ "φιλοξενούμε" τους μεγάλους Έλληνες ποιητές και ορισμένα από τα ποιήματά τους.Γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι στοχαστές που μείνανε παγιδευμένοι μέσα στους ορίζοντες της παρακμασμένης κυρίαρχης τάξης για να την υπηρετούν στέκονται ανίκανοι να πάνε πέρα από τον Χέγκελ, όσο κι αν τον αρνούνται, τον καταριούνται ή τον υμνούν.
Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011
Αγ. Σικελιανός: Αλαφροΐσκιωτος. H Χρυσόφρυδη κ. ά
Αλαφροΐσκιωτος. H Χρυσόφρυδη
Xρυσόφρυδη· σε κέρδισα 820
στορώντας παραμύθια,
ακοίμητος νυχτόημερα,
στη γλαυκομάτα αλήθεια·
που έστησε αυτί προσεχτικό,
στο μέτωπό μου εκάρφωσε
τα μάτια της ασάλευτα,
εκεί που φλέβες δύο
σμίγουν τη βρύση της φωτιάς
με της πηγής το κρύο·
που χαμογέλασε βαθιά 830
κ' είπε: "Ω καλέ, πώς χαίρονται
τα φρένα μου, η ψυχή σου
την κλήρα που ακολούθησε
- κ' είναι βαθιά δική σου -
του ασύγκριτου άντρα που ήτανε
σ' όλα βαρύς, μεγάλος,
στην πράξη ήταν πολύγνωμος,
στο μύθο ως κανείς άλλος!"
Tων αντρειωμένων όνειρο,
χρυσόφρυδη, σε κέρδισα, 840
κι άλλος δεν είναι βύθος,
σ' ένανε νουν ελεύτερο
που απάνω-απάνω θρέφεται
στην πλάση, όσον ο μύθος
γλυκός : το δέντρο το ηχηρό,
που ξεκρεμάει και βάνει
- ω πλάτανος χιλιόχρονος! -
το κρύο φλασκί του ο πιστικός,
ο αργάτης τη φλοκάτα του,
το θρέφει πάντα ο κεραυνός, 850
σειέται στο θρο του ο ουρανός,
και πάντα ρίζες πιάνει.
Xρυσόφρυδη· σε κέρδισα
με μάγια και πλανέματα
πολλά και παραμύθια.
Στο χάδι επαραδόθηκες
το αντρίκειο· σου εξεκούμπωσα
τη ζώνη, και τα στήθια
ακόμα σου ήταν άγουρα·
δεν πήδησεν η στάλα 860
- σημάδι υγειάς αλάθευτον -
που θα μας θρέψει έναν υγιό
με της αντρείας το γάλα.
Kαι πια δε σ' άγγιξα. Έμεινα,
κι ακούμπησα στα γόνατα
τ' ολόδροσο κεφάλι·
τα μάτια μου εδιαβαίνανε
της πλάσης το κρουστάλλι,
ή σιωπηλός εκοίταζα,
σε μια βαθιά αναγάλλια, 870
το χέρι σου ως ετίναζε
μ' ένα μεγάλο σάλεμα
τα θεοτικά, ω θαμπώματα !
μαλλιά σου ώς στ' αστραγάλια.
K' έβλεπα, πάντα σιωπηλός,
στην ακατάφλογη φωτιά
το θείο κορμί να ντύνεις,
που ακούς το τρίσβαθο όνειρο
να λαχταράει στα σπλάχνα σου,
κι από το κλάμα, της χαράς 880
που κλαις, διψάς και πίνεις !
Xρυσόφρυδη, χρυσόφρυδη,
ω κρύα κερύθρα αμαύλιστη,
σε μιας κορφής κλεισμένη
την αγερόχρωμη σπηλιά,
από θυμάρι, από λυγιά
και δρόσο μαζεμένη !
Tην κρύα κορφήν ανέβηκα,
με μπόρες και με χιόνι,
με καλοσύνες τρίσβαθες, 890
τόσο αλαφρός και διάφωτος
πόλεα τα κρύα μου τα νεφρά
πως ο ουρανός τα ζώνει.
Kι όλα τα φίδια εγήτεψα
που η άνοιξη με πότισε,
και τα πουλιά της πλάσης.
Ω πλάση, κι από ποιο πουλί
μπορείς να με γελάσεις,
που της φωνής τους μάζωξα
σ' ένα γυαλί τη στάλα 900
σα δάκρυο της κληματαριάς,
σαν πεύκου ή κέδρου δάκρυσμα,
κι ανέβηκα όλη του βουνού,
ζητώντας σας, τη σκάλα !
Tης στεφανούδας τον ψιλόν αχό,
το ανάριο λάλημα,
τη γαληνή ανυφάντρα,
όλα, απ' τ' αηδόνια τ' άκουσα
ώς τη γοργή γαλιάντρα,
ώς τ' άγριο τ' αχνοπράσινου 910
του ατσάραντου μεθύσι,
που το λαρύγγι, απ' το βαθύ
κι ακράτητον ανάβρυσμα,
λογιάζεις πως θα σκίσει !
Όλη τη σκάλα των πουλιών,
οπού περνάει σα σύννεφο,
σαν πέπλος αριαπλώνεται,
μαζώνεται και χύνεται
σαγίτες στον αέρα·
όλη την ανεμόσκαλα. 920
Ίσαμ' εσέ, ω κορφόσκαλο,
ίσαμ' εσέ, ω φλογέρα !
Για ν' ανεβώ την κρύα κορφή
- ω κρύα του πόθου ρείθρα ! -
για σένανε, ω αμαύλιστη
του βράχου κρύα κερήθρα,
που σπας τα δόντια σα γυαλί
απ' την πολλή την κρυάδα
- μα τα δικά μου αστράψανε
σε υπέρλευκο χαμόγελο, 930
κ' έλαμψεν, ως σε γεύτηκε,
διπλά η λευκή λαμπράδα.
Σαν το χαλίκι οπού μακριά
από το πέλαο σβήνει,
μα, μέσα, λάμπει, δείχνεται,
την αστραψιά του χύνει...
Mεγαλομάτα· έναν υγιό
να δώσω σου ονειρεύομαι,
κι ο πόθος που με ζώνει
μου σφίγγει γύρα τα νεφρά 940
σαν πάγος και σα χιόνι.
Xρυσόφρυδη· άσε στ' όνειρο
το νου μου να βυθίσω,
στα γόνατά σου γέρνοντας·
άσε το μήλο του Mαγιού
στον ήλιο να γυρίσω,
σαν παπαρούνα κόκκινο
να γένει, και ν' αρχίσει
μέσα του η σάρκα ανάλαφρα
να δέσει και ν' αφρίσει ! 950
να δέσει από τα στήθια σου
σα στο σταφύλι η ρώγα,
κι ωστόσο, βασιλόθωρη,
από το ρόδι που άνοιξα
το μέγα, τα ρουμπίνια του
να δείξει, ασταχολόγα !
Kαι χαμογέλα! Tο κορμί
στον πόθο ας γένει διάφωτο,
σαν τα σπειριά του μέσα
και το αίμα ας λάμπει καθαρό 960
σαν του ροδιού, τη σάρκα σου
σαν το κρουστάλλι διάφωτη
να φέγγει σου η ανέσα.
Nα σμίγει όπως στον ξάστερο
γιαλό το αγέρι μέσα σου,
που τρίσβαθα ανασαίνει.
Kάτου κοιτάς, κι απ' το βυθό,
καθώς κοιτάς, η ανάσα σου
στο νου βαθιά ανεβαίνει...
Kαι πήρα στης χρυσόφρυδης 970
τα γόνατα το αλάφρωμα
του ονείρου· κ' ήταν ξάστερο
το κρύο γλαυκό από πάνω μου,
ήτανε γύρα μου ο γιαλός
κι ο ουρανός και τα βουνά,
και μέσα μου· κι αρχίνησε
βαθιά η καρδιά ν' αλλάξει,
που άκουσα ξάφνου τη βροντή
τη γνώριμη που εκύλησε,
κ' είπεν: "Ω αλαφροΐσκιωτε, 980
σηκώσου· εσύ το σάρκωσες
το τάμα - και καρδιά και νους -
κ' εσύ το 'χεις αδράξει.
Ποιος αντρειωμένος θα στηθεί
και θα το δέσει ολόφωτο
σε Λόγο και σε Πράξη;"
Kαι ξύπνησα. Mου φάνηκεν
όλος σαν πνέμα ο ουρανός,
κι απάντησα : "Tη γέννα μου,
στα κρύα βουνά την κήρυξες 990
και στη μεγάλη πλάση.
Aν είμ' ο αλαφροΐσκιωτος,
και μέσα μου η αστροφεγγιά
της γης έχει γελάσει,
κράξε· αλαφριά, ω πανάρχαιον
αιώνιον πνέμα, μέσα μου
ακόμα είν' η ορμή μου·
με τη ζωή αν με μάγεψες
και με καλείς ψηλότερα,
εδώ είναι το κορμί μου ! 1000
Eμέ, αγριοπερίστερον
είν' η αθωότη μου· κι ο αϊτός
την ξέρει και τη χαίρεται.
K' έχω αγναντέψει πάλι,
ν' αράξω τις φτερούγες μου,
να γαληνέψω, μια βαθιάν
ολόφωτην αβάλη.
Θέλω από κει - και τα νεφρά
σφιχτότερα θα ζώσω -
στα πέλαγα, ως την ησυχία 1010
κι όλη τη γλύκα αντρώσω,
να δοκιμάσω το παλιό,
που μόφεραν οι χρόνοι
και που σκεπάζει το η καπνιά,
τόξο, που ελάλει του η χορδή
απ' τ' άγγιγμα του ασύγκριτου,
σα να 'ταν χελιδόνι !
Θέλω να δράμει η θεία βροντή,
μηνύτρα ως από σύγνεφο,
στα κορφοβούνια απόξω, 1020
και να χτυπήσω, αλάθευτος,
κατάκαρδα τον Άνθρωπο
με το δυσκολολύγιστο,
βαρύ του στίχου τόξο!
Θέλω ν' αφήσω τη βαθιά
κι ανάλαφρη λαχτάρα
κλήρα σ' ασύγκριτον υγιό,
ή να του ρίξω ως κεραυνό
στη σάρκα μια κατάρα,
και να του πω: "Σφίξε καλά 1030
τη ζώνη, αλαφροπάτητος
να γένεις, και τριγύρα σου όλ' η φύση,
στη βούλησή σου ολόφωτη,
θε νά 'ρτει, άκρατη λεβεντιά
τη σάρκα να σου ντύσει·
και το κορμί στο λογισμό
θ' αδρώσει, για να ζήσει
σα θα ριχτεί στο πάλεμα,
στο αντρίκειο χαροπάλεμα,
τις τραχιές γνώμες μ' αλαφρή 1040
καρδιά για να ζυγίσει.
Kι ως στήσεις παντοδύναμα
στη γη ιερή τα χέρια,
στη νίκη και στο λύτρωμα,
θα σου χαλκέψω εγώ φτερά
κι από τον ήλιο ασύντριφτα,
για ν' ανεβείς, κι αγνάντια του
να υψώσεις την αδάμαστη
καρδιά μου μες στ' αστέρια !" 1049
Αλαφροΐσκιωτος
Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος,
του γυρισμού, στη μεγάλη
της αμμουδιάς απλωσιά.
Στην καρδιά μου
τα βλέφαρα μου κλεισμένα.
Βοή του πελάου πλημμυρίζει
τις φλέβες μου.
Απάνω μου τρίζει
σα μυλολίθαρο ο ήλιος.
Γεμάτες χτυπάει τις φτερούγες ο αγέρας.
Αγκομαχάει το άφαντο αξόνι.
Δε μου ακούγεται η τρίσβαθη ανάσα.
Γαληνεύει, ως στον άμμο, βαθιά μου
και απλώνεται η θάλασσα πάσα.
(απόσπασμα)
ΔΑΙΔΑΛΟΣ
Μοίρα στον 'Ικαρο ήταν να πετάξει
και να χαθεί… Τι, ως ήβρε σταφνισμένες
τις φοβερές της λευτεριάς φτερούγες
απ’ τον τρανό πατέρα του μπροστά του,
η νιότη έριξε μόνη το κορμί του
στον κίντυνο, κι αν ίσως δεν μπορούσε
το μυστικό, το αγνό τους να ‘βρει ζύγι!
Και συνταράζει αρίζωτους ανθρώπους
στον πόνο, συνταράζει τις γυναίκες,
πάνω απ’ το μέγα πέλαγο να βλέπουν
εφηβικό κορμί σαν ένας γλάρος
ν’ ανεμοδέρνεται όρθιο και, ξάφνου,
να χάνεται απ’ τα μάτια τους.
Και τότε,
τη θάλασσα όλη, λες, σαν ένα δάκρυ
τη συλλογιούνται ατέλειωτο, σα θρήνο
πυκνό πολύ, που, τ’ όνομα του εφήβου
ως λέει και ξαναλέει, από το ίδιο
παίρνει ψυχή και νόημα κι άξιον ήχο…
Μ’ αν άντρας που, απ’ τη πρώτην ελικία του,
είπε ουρανός και γη πως ήταν ένα,
και στιά του κόσμου η ίδια η συλλογή του.
κ’ είπε που η γη να σμίξει με τ’ αστέρια
μπορεί, ως βαθύ χωράφι με χωράφι,
στάχνα να θρέψει κι ο ουρανός.
αν άντρας
που είδε πως όλα σε ταφής εικόνα
τ’ ανθρώπινα είναι, κ’ οι ψυχές και τα έργα.
κι όπως στ’ αγάλματα έλυσε και χέρια
και πόδια, να βαδίζουν μοναχά τους
στους δρόμους του φωτός, αναλογίστη
και τις καρδιές να λύσει των ανθρώπων.
κι ως, με τρανά κορμιά δεντρών, καράβι
εστέριωσε θεϊκό, το φόρτωσε όλο
όχι μ’ ελέφαντα, ήλεχτρο, ή χρυσάφι,
μα, ξεδιαλέοντας ένα κ’ ένα, μ’ όλους
τους Ήρωες, για τ’ αθάνατα ταξίδια
τα μυθικά.
αν άντρας που κλεισμένος
στη φυλακή πόχτισε ο ίδιος - όπως
η κάμπια υφαίνει μόνη της τον τάφο
‘που θα κλειστεί, απ’ το θάνατο ζητώντας
ν’ αλλάξει φύση σύρριζα - νειρεύτη,
στα βάθυ του Λαβυρίνθου, φτερούγες
πως φύτρωναν στους ώμους του, κι αγάλι
αγάλι η πλήθια αγρύπνια του μετρήθη
με τ’ όνειρο, και βγήκε αυτή νικήτρια.
σν είδε πάλι, ξάφνου, ολόγυρά του
όχλος θαμπός τη φοβερή του Τέχνη,
που ‘χε σημάδι της το Θεό, να θέλει
μιας γνώμης ακαμάτρας το στολίδι
να γίνει.
αν και βαρύ και δουλεμένο
κορμί από μόχτο απέραντον, εζώστη
τις φτερούγες σαν άρματα, και υψώθη
αργά - και ανηφορούσε τους ανέμους
θερίζοντας τους ήσυχα, όπως κόβει
με το δρεπάνι ο θεριστής μπροστά του
στη γη μεγάλα κύματα απ’ αστάχυ -
πιο πάνω κι από τον όχλο, κι από το κύμα
που το παιδί του σκέπασε, πιο πάνω
κι απ’ του πένθους τα σύνορα, να σώσει
με την ψυχήν του την ψυχή του κόσμου.
μπορεί κι αρίζωτοι άνθρωποι στον πόνο
μπορεί πικρές κι αδύναμες γυναίκες,
που στα νεκροστολίσματα μονάχα
ή απάνω στα νεκρόδειπνα μεράζουν
τα λόγια τους, να πούν:
“σκληρός πατέρας.
κι αν προς τη δύση αρχίναγε να γέρνει,
το φοβερό ξακλούθησε ταξίδι,
την έρμη ζωή του θέλοντας να σώσει.”
κι άλλοι μπορούν να πουν:
“τον κόσμο αφήνει
και στις στρωτές συνήθειες των ανθρώπων,
πράματ’ αδύνατα ζητώντας.”
Τέτοια
να πουν μπορεί…
Μα εσύ, τρανέ πατέρα,
πατέρα όλων εμάς όπου σε εικόνα
ταφής, από την πρώτην ελικιά μας,
έχουμε ιδεί τα πάντα και, ή με λόγο
ή με σμιλάρι, με την πνοή μας όλη
απάνω απ’ το ρυθμό το σαρκοφάγο
να υψωθούμε αγωνιόμαστε.
ω πατέρα,
που και για μας γη κι ουρανός είν’ ένα,
και στιά του κόσμου η ίδια η συλλογή μα,
και λέμε η γη να σμίξει με τ’ αστέρια
μπορεί, ως βαθύ χωράφι με χωράφι,
στάχνα να θρέψει κι ο ουρανός.
πατέρα,
τις ώρες που βαραίνει στην καρδιά μας
της ζωής η πίκρα μ’ όλο της το βάρος,
και δε σηκώνει η νιότη την ορμή μας,
μα η Θέληση που απάνω κι από τους τάφους
ορθή αγρυπνά, τι στο δικό της μάτι
και η θάλασσα ρηχή, που τους πνιγμένους
σφιχτοκρατάει και δεν τους δίνει πίσω,
ρηχή και η γη όπου οι νεκροί κοιμούνται.
τις ώρες του όρθρου, που μοχτούμε ακόμα.
σαν κ’ οι νεκροί κ’οι ζωντανοί πλαγιάζουν
στον ίδιο ανόνειρο ή βαριόνειρο ύπνο,
μη σταματάς να υψώνεσαι μπροστά μας
σκαλώνοντας με αργές, στρωτές φτερούγες
τον ουρανό της Σκέψης μας ολοένα,
Δαίδαλε αιώνιε, απόκοσμος Εωσφόρος!
O ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ
ΟΡΦΕΑΣ
Είπα, κανείς μη, μ ακλουθήσει, μόνος
Θα πάω, κι αν θα γυρίσω, πάλι μόνος.
Μ αν δεν ξανάρθω πίσω, τ όνομά μου
Σας δίνω κι Ορφανούς Σας λέω, για ναστε
Στη μοναξιά, που θάρτει, ανταμωμένοι,
Σαν τα παιδιά που εχάσανε πατέρα
Φτωχό, κι ωσά βραδιάσει, σμίγουν όλα
Τριγύρα απ τη φωτιά βουβά, κι ο νους τους,
Καρφωμένος ακόμα στην αχνάδα
Του νεκρού τους, κοιτάει και μεγαλώνει
Βαθιά του ό,τι τους άφηκε: εν αλέτρι,
Λίγες φούχτες σταριού, δυο ξύλα ακόμα
Για τη γωνιά. Κι ο πόνος, αγάλι-
Αγάλι. Ξάφνου υψώνεται μπροστά τους,
Πιάνει τ αλέτρι σα ζευγάς, το στάρι
Σάμπως σποριάς το συντηρνάει, και λέει:
Όλη τη γη μ αυτά να οργώσω θέλω
Να σπείρω όλο τον κόσμο απ άκρη σ άκρη,
Να φάει με μας φτωχολογιά, ποτέ της
Που δε γνώρισε μάνα ουδέ πατέρα,
Φτάνει η φωτιά να κάψει λίγο ακόμα
Στο σπίτι, κι ο νεκρός μας να μη λήψει
Ποτέ απ ανάμεσό μας.
Και τα πλούτη
Του κόσμου, τα όπλα, οι δόξες, τα χρυσά του
Παλάτια, όλα τους φαίνονται παιχνίδι
Μπρος στ άλετρι, το στάρι και τη φλόγα,
Του άγιου νεκρού κληρονομιά, που να ίσως
Ψωμί δε φτάνουν σήμερα να δώσουν
Στα ορφανά του, στου πόνου τους τα μάτια
Γιγαντώνονται, κι αύριο, λες, θα θρέψουν
Την πείνα ενός λαού.
Όμοια θα νάναι
Λίγον καιρό κι η ορφάνια Σας, αν φύγω.
Μα η μυστική κληρονομιά, που αφήνω
Σε σας, είν άλλη, κι άλλη στράτα ο νους Σας
Θα πάρει σύντομα απ αυτή μ ακούτε;
Α ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κύριε, Σ ακούμε. Εσύ μας τώπες πάντα:
Το μάτι μεγαλώνει στο σκοτάδι,
Κι η ακοή στη σιωπή. Και Συ το ξαίρεις,
Πως άρχισε στα φρένα μας να φέγγει
Ο πατρικός βυθός και πως στ αυτί μας
Επρωτομπήκε ο λόγος Σου. Το ξαίρεις,
Κύριε, Σ ακούμε κι η τραχειά ψυχή μας,
Που τη φροντίζεις χρόνια, ως ο τοξότης
Του τόξου τη νευρή, σαν τη αλείβει
Βράδι και αυγή με λάδι, για να ρίχνει
Μακρά το βέλος κι ως το χελιδόνι
Ν αντιλαλεί από τ άγγιγμα, δονείται
Συθέμελα, τα χείλη Σου ως ανοίξεις.
Μα τι είναι τούτο, που μας λες, πως μόνος
Θα πας, κι αν θα γυρίσεις πάλι μόνος,
Και πως μπορεί να μην ξανάρθεις τι είναι;
Ποιός ειν εδώ από μας, που τη ζωή του
Χωρίς Εσέ τη θέλει; Δε θαρθούμε
Μαζί Σου, Κύριε, πάλι, ανηφορώντας
Τ άγιου βουνού τα πλάγια όλη τη νύχτα,
Καθώς τότε, που Εσύ μας πρωτοπήρες
Κι αλαφρός ανηφόριζες προς τα ύψη,
Ενώ εμείς την καρδιά μας μεσ στα στήθη
Σα βακχεμένο τύμπανο να δένει
Τη νιώθαμε κρυφά τη γη με τάστρα;
Γύρα Σου πια δε θάμαστε ολοένα,
Καθώς στις μύριες μάχες, που η πνοή Σου,
Σηκώνοντας ενάντια στους τυράννους,
Με το ρυθμό τις εξετύλιγε όλες
Σ άγιους πυρρίχιους, ενώ Συ μονάχος,
Δίχως άρματα, μόνο με το βλέμμα
Ή με το χέρι έδειχνες που είν το δίκιο
Και που είν η νίκη, Κύριε; Και πως έτσι
Να μας αφήσεις συλλογιέσαι τώρα;
ΟΡΦΕΑΣ
Ποιός μίλησ έτσι; Κι είναι δικά σου
Τα λόγια, απ την καρδιά, που σώχω πλάσει;
Έλα, Σιωπή, που φανερώνεις όλη
Τη δύναμη του νου και ξεσκεπάζεις
Τα πιο κρυφά μυστήρια στην καρδιά μας!
Δώρο του Ελέους, που βρίσκεται σε κάθε
Τραχιό και πλέριο αγώνα, που μαρτύρους
Δε λαχταρεί, κατέβα και σε τούτον!
Και Συ, αγριοπερίστερο του θάρρους
Του μυστικού, φανερωμένο μόνο
Στην τέλεια πράξη, χτύπα το φτερό Σου
Στο μέτωπο του μια στιγμή, όπως τόσες
Φορές του τώχεις άξαφνα δροσίσει!
Έτσι λοιπόν, γιατί Σας είπα μόνο,
Πως ορφανοί θα μείνετε, η καρδιά Σας
Ταράχτηκε και ξέχασε ό,τι χρόνια
Τη νουθετώ; «Του χωρισμού όποιος σκίσει
Τα σκοτεινά πελάγη, έχοντας πάντα
Στο νου, αβασίλευτο άστρο, την Αγάπη,
Δε θα να σμίξει μόνο αυτός μ εκείνους
Οπώχει χάσει, μα, ιερό γιοφύρι,
Κι άλλους θα σμίξει ανάμεσό τους, τόπους
Με τόπους, λαούς με λαούς, οχτρούς με φίλους,
Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες
Με τους αιώνες». Και συ, μόλις που είπες,
Πως μεσ στα φρένα σου φώτα ολοένα
Ο πατρικός βυθός, δειλιάζεις τώρα
Στο χωρισμό;
Α ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κύριε, το ξαίρω, σφάλλω.
Τι το πιστό σκυλί καλά γνωρίζει
Ν αγρυπνήσει του κυρίου του τον τάφο.
Κι όλα αν τα χάσω, ετούτο δεν το χάνω.
Μα πως να χάσω, Κύριε, τη φωνή Σου,
Που, ως την ακούω, λέω, πως τότε μόνο
Το παραπέτασμα του ναού τραβιέται,
Στ άδυτα νάμπω των αδύτων; Πες μου,
Όλα αν τα χάσω, αυτό πως να το χάσω;
ΟΡΦΕΑΣ
Αληθινά συρμένη είναι μπροστά σου
Βαρειά κατάχνια, μήτε που η φωνή μου
Μπορεί με μιας να τη διαλύσει. Ελάτε
Σιμότερα, όχι τη φωνή μου μόνο
Ν ακούστε, μα το χτύπο της καρδιάς μου!
Ελάτε ακόμα πιο σιμά.
Κοιτάχτε
Στα βάθη Σας και πέστε μου: Θυμάστε,
Πως Σας εδιάλεξα μαζί, κι ένα-ένα;
Μύριοι μ ακλούθααν το γιατί, δεν ξαίραν
Κι οι ίδιοι, ουδέ το ξαίρουν. Αλλ ως, όταν
Αρχίσει ξάφνου ο ήλιος ν αναλιώνει
Τα χιόνια στα βουνά και στα ποτάμια
Τους πάγους, τα νερά λευτερωμένα
Κατρακυλάνε καταρράχτες, όμοια,
Μόλις ακούστη η λύρα κι η φωνή μου
Μεσ στους λαούς, ωρμήσαν πίσωθέ μου
Πλήθη πολλα ως ποτάμια κι ως ετούτα,
Στη θάλασσα αν ορμήσουν, δε μπορούνε
Να ξαναστρέψουν πίσω ή να σταθούνε,
Όμοια κι αυτά ακλουθούσαν.
Μα ήταν κάποιοι
Στα πλήθη μέσα, που κανείς δε μπόρει
Γιατί ερχόνταν να πει. Τι μεσ στο ρέμα
Των άλλων εφαντάζαν, σαν οι βράχοι,
Που τ αντισκόβουν κι ήταν μόνοι απ όλους,
Σιωπηλοί, σκοτεινοί, συλλογισμένοι,
Σα να ρωτιώνταν: Τι γυρεύει ετούτος
Να κάμει; Είν άνθρωπος ή θεός; Δαίμονας είναι;
Κι απ όλους εφαινόντανε σα νάταν
Στη συμπονιά πρωτόμαθοι, στη γνώμη
Την καλή σαν κρυφά ν αντιστεκόνταν
Με τράχηλα σταλόν, ενώ στο Νόμο,
Που προβοδούσε η Λύρα κι ο Χορός μου,
Μύριες θερίζονταν ζωές. Και τούτοι,
Σα να μεθούσαν από το αίμα μόνο,
Που πλημμύραε παντού, πως πλημμυρίζει
Την άνοιξη τη γην η παπαρούνα,
Στη μάχη πρώτοι εχύνονταν, να νοιώσουν
Τη μυρουδιά του, πλούσια που σκορπιώταν
Τριγύρα τους, κι αλόγιαστα να πάρουν
Απ τον αγώνα μια πληγή σα δώρο,
Να ξαλαφρώνει το δικό τους.
Τάχα
Για ποιούς μιλώ;
Β ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κύριε, για μας. Κι αν είναι
Η θελησή Σου, άφησ εμένα τώρα
Να ξακολουθήσω.
ΟΡΦΕΑΣ
Λέγε, είν η ψυχή σου Ψυχή μου.
Β ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Και μια μέρα, που ο αγώνας
Ο αιματερός σα να ξεχάστη, κι όλα,
Γη κι ουρανός και πέλαγα και γύρω
Τα βουνά σαν τ αγριόκρινα γαλάζια,
Ανασαίναν στον όρθρο αναπαμένα-
Και Συ είχες τραβηχτεί στη μυστική Σου
Σπηλιά, τους καθαρμούς για να οργιάσεις
Των θεών και της ψυχής Σου-ανταμωμένοι
Κρυφά, βαδίσαμε μαζί, ως βαδίζουν
Στα νύχια αλαφροκυνηγοί στο δάσο
Το σύθαμπο, μονάχο να Σε βρούμε
Και δολερά, με μιας, σαν οι Τιτάνες,
Που, με πηλό τα πρόσωπα αλειμμένοι,
Να σπαράξουνε ωρμήσαν το Ζαγρέα,
Για να λυθούν τα μάγια του, που δέναν
Και τα θεριά στο θώρι του, παρόμοια
Να Σε σπαράξουμε και μεις, να πέσουν
Τα δεσμά της γητειάς Σου και να μείνει
Στα χέρια μας η δύναμη, που ακέρια
Με το Χορό, τη Λύρα και το Λόγο
Απ τους λαούς μας έκλεβες.
Και ξάφνου,
Εκεί που ψάχναμε μ αυτί ασκημένο,
Αφουκραστήκαμε αναπνιάν ανθρώπου,
Που του ανεβοκατέβαζε τα στέρνα
Ύπνος πρωινός. Κι αργά σιμώσαμε όλοι.
Και να, εκοιμώσουν ήσυχα, ως κοιμάται
Μπρος στη σπηλιά του ένα ξανθό λιοντάρι.
Κι ίδια ως αυτό ξαρμάτωτος κοιτόσουν
Με μοναχά τη χαίτη Σου, και μόνο
Τον πλούτο του άγιου ανασασμού. Και μήτε
Δόρυ στο πλάι Σου μηδ η Λύρα μόνο,
Στο χέρι Σου είδαμε κατάπληχτοι όλοι,
Πιθωμένο στο στήθος Σου, να σφίγγεις
Ένα εκατόφυλλο μεγάλο ρόδο,
Που, ως ανάπνεες, ανάπνεε, λες, μαζί Σου.
Κύριε, λιγάκι να σταθώ. Τι κοίτα,
Το ήπιο δάκρυ ανάβρυσε στα μάτια
Των αδερφών μου η μνήμη τους ζεστάθη
Και του πρώτου τα χείλη σιγοτρέμουν
Να πάρουνε το λόγο απ τα δικά μου.
Σωστό είναι, Κύριε, να μιλήσει πάλι.
ΟΡΦΕΑΣ
Μια είν η ψυχή και μια η καρδιά, ας μιλήσει.
Α ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Κύριε, είν αλήθεια, πως μου τρέμει τώρα
Το χείλη κι η καρδιά μου μέσα τρέμει
Γιατί, το ξαίρεις κι όμως θα μιλήσω
Έτσι λοιπόν, σκυμμένοι βλέπαμε όλοι
Τον ύπνο Σου, κι αυτό το μέγα Ρόδο,
Όπου ανεβοκατέβαινε στην πνοή Σου
Και κάποιος από μας, χωρίς καθόλου
Να φυλαχτεί μήπως ξυπνήσεις, είπε:
«Ανάξιο γι άντρες είναι να ριχτούμε
Σ ένα παιδί ως ετούτο, μεσ στον ύπνο
Ας πιάσουμε καλύτερα τ αλάφι
Ζωντανό». Και γυρνώντας προς εμένα,
«Κέντα τον», μούπε, «λίγο με το δόρυ
Για να ξυπνήσει, γιατί αλήθεια μοιάζει
Ο ύπνος του αδέρφι νάναι του θανάτου
Κέντα τον λίγο». Κι έτσι, όπως επήρα
Τυφλά τη διαταγή, μεσ στο πλευρό Σου
Το δόρυ μου έσπρωξα αλαφρά, κι αμέσως
Λίγο πορφύρισε ο χιτώνας. Τότε
Τα μάτια ανύποπτα άνοιξες μεγάλα,
Κι μ αλαφρό αναστέναγμα σηκώθης
Στην κοίτη καθιστός, κι όπως μας είδες
«Τι», είπες, «είναι παιδιά; Πόσο κοιμώμουν
Βαθιά μεσ του Διονύσου την αγκάλη!
Και τι ήταν ξάφνου ετούτος στο πλευρό μου
Ο γλυκός πόνος, που με πήγε ακόμα
Σιμότερα, θαρρώ, προς την ψυχή μου,
Για να ξυπνήσω βλέποντάς τη; Τι είναι;»
Έτσ είπες κι ως κατάλαβες το γαίμα,
Που λιγοστόν εγλίστραε στο πλευρό Σου,
«Παιδιά, γιατί», μας ρώτησες, «ετούτο»;
Κι όπως κράταες το ρόδο, στο πλευρό Σου
Το πίθωσες σφιχτά και με το νέμα
Τριγύρα Σου μας κάλεσες «ελάτε»,
Σα νάλεες, «μη δειλιάζετε, καθήστε».
Κι εμείς στο νέμα αυτό καθήσαμε όλοι
Τριγύρα Σου κι ουδ ένας μας το στόμα
Για να μιλήσει εσάλεψε μα πλέρια
Σιγή ακολούθησε πολλιώρα, ωσότου
Απ του Παγγαίου την κορυφήν αιφνίδια
Εφάνη ο Ήλιος και, το ματωμένο
Ρόδο ανασκώνοντας μπροστά του, άρχισες έτσι:
«Δικό Σου το αίμα είν, Ήλιε, και δικό Σου
Είναι το Ρόδο και δικός Σου είμαι όλος
Και δικοί Σου είναι τούτοι, τη ζωή μου
Που αν ήρταν για να πάρουνε, τους σμίγει
Τις καρδιές τους σε μια η ανατολή Σου
Με τη δική μου από την ώρα τούτη.
Ο τέλειος πια χρησμός είναι μπροστά Σου,
Απόλλων!
Των θεών η Μάνα, η Νύχτα
Με το χέρι μου στο στέλνει,
Κορφή του ανασασμού, το τέλειο Ρόδο.
Για να το υψώσω ομπρός στα βλέφαρά Σου,
Αγνάντια απ τη χρυσήν ειδή Σου, κάτου
Απ τα δροσανοιγμένα Σου ρουθούνια,
Πόσο επόνεσα μ όλους μου τους πόνους!
Η λεύκα ή ο κυπάρισσος, κλεισμένα
Σε φαράγγι, ζητώντας να Σε ιδούνε,
Δεν πήγαν σε τόσο ύψος,
Όσο εγώ για τούτο,
Που, ωσά δροσοκομμένος βόστυχός Σου,
Μοιάζει χυμένο στο ίδιο Σου χρυσάφι.
Μόνο, τ άγιο Μυστήριο δος μου τώρα
Να φανερώσω και σε τούτους, όπως
Μου το φανέρωσες βαθιά και μένα
Στον ύπνο και στον ξύπνο μου, στη μάχη
Και στην ειρήνη, στη φιλιά ή στην έχτρα,
Στη ζωή και στο θάνατο, αυτό δός μου».
Έτσι ύμνησες, και μεις ολόγυρά Σου,
Στα δόρατα ακουμπώντας και στον Ήλιο
Μπροστά σκυμμένοι, ακούαμε, κι η καρδιά μας
Στον ύμνο εχόρευε όλη ακούγοντάς Σε
Και πια δεν εθυμούμαστε το λόγο,
Που για να Σ εύρουμε ήρταμε, αλλά, μ όλη
Την ακοήν ορθάνοιχτη, η ψυχή μας
Το μυστήριο του Ρόδου καρτερούσε
Να της ξηγήσεις, κι είχαμε έναν κύκλο
Γύρα Σου κάμει ασάλευτο, ως την ώρα,
Που κοιτώντας μας άνοιξες το στόμα.
ΟΡΦΕΑΣ
Και τώρα πάλι εγώ θα να τ ανοίξω,
Τι άλλος κανείς, το ξαίρετε, δεν πρέπει
Του Μυστηρίου τα λόγια να τ αγγίξει
Στα χείλη του, όσο ζω. Εγώ και πάλι
Στερνή φορά βαθιά Σας θα ξυπνήσω,
Πριν χωριστώ από Σας, την τέλεια Μνήμη.
Ήλιε, από Σένα εγύρεψα βοήθεια
Έτσι ξανάρχισα -, όμως πίσωθέ Σου,
Κι αν τήνε σκέπει ακέρια για τους άλλους
Το φως Σου, εγώ τη Μάνα Σου τη βλέπω
Να Σ αγκαλιάζει Εσέ, την άγια Νύχτα
Και πως ποτέ μπορεί κανείς να ξαίρει
Το γιο, αν τη μάνα πρώτα δε γνωρίσει;
Τι κι εγώ γιός της είμαι, κι από βρέφος
Ορφανός κι εγώ πιάστηκα στη ρω΄γα
Της συμπονιάς της, κάτου από το μαύρο
Τον πέπλο της που μ έκλειε, κι ως κρατούσα
Το άγιο βυζί, σκιρτούσα ως το κατσίκι
Στο θείο σκοτάδι κι εγώ γιός της είμαι.
Ήλιε, από σένα εγύρεψα βοήθεια,
Τι είσαι αδερφός μου κι είμαι εγώ δικός Σου,
Τι πρώτα Συ γεννήθης από μένα,
Μα ανθρωπομίμητοι είναι, όσο και νάναι,
Μεγάλοι οι δρόμοι Σου, τρανέ αδερφέ μου
Μα πως ποτέ μπορεί κανείς να ξαίρει
Το γιο, αν τη Μάνα πρώτα δε γνωρίσει;
Ω Μάνα Νύχτα, ω μυστική, ω μεγάλη,
Κι αν τώρα είσαι κρυμμένη από τη λάμψη
Του γιούΣου, σα μια χήρα που τη φτάνει
Ν ακούει τους άθλους του παιδιού της, κι είναι
Μακρά απ αυτό στα πένθη της ντυμένη,
Μα ευφρόσυνο είν το πένθος της, γιατί όλη
Κρυφά αγρυπνάει στους άθλους του, ω Μητέρα
Νύχτα, που μέσα κι απ το φως Σε βλέπω
Πιο καθαρά, ω θεμέλιο του Προφήτη,
Που δεν ποιμαίνει διόλου με τα μάτια
Τους στοχασμούς του, αλλά με την καρδιά του,
Σάμπως λάγιο σγουρόμαλλο κοπάδι,
Που τις πηγές του βρίσκει στα σκοτάδια
Και πίνει αχόρταγα απ το ρέμα, ω Μάνα,
Δος μου και Συ τη δύναμη να μπάσω
Σε τούτων τις ψυχές, που δε Σε ξαίρουν,
Το Μυστήριο του Ρόδου, φέρνοντάς τους
Σκαλί-σκαλί απ΄τη βάση του ως την άγια
Κορφή, που πια και Συ δε φαίνεσαι ίδια,
Σκοτεινή, θλιβερή, μαυροντυμένη,
Παρά χλωμή, βουβή και λευκοφόρα,
Τι απ του βυθού του πατρικού τα μαύρα
Κι αξεδιάλυτα πλούτη βλέπεις πάντα
Εκεί πάνω, χορεύοντας αγάλι-
Αγάλι πάνω απ της μουγγής αβύσσου
Τα πλάτη, σάμπως γλάρος να προβαίνει
Ο Αρματωμένος Έρωτας, και πάντα
Τον καρτερείς. Και φτάνει του φτερού του
Το διάβα απάνωθέ Σου, για ν ανθίσουν
Καινούργιοι κόσμοι μέσα Σου, καινούργια!
Μα εμείς, εδώ μαστε στη γη κι, ω Μάνα,
Πολλά ναι τα σκαλιά ως που ν ανεβούμε
Στην άγια κορυφή, που όλα τα σμίγει
Σε μια πνοή. Κι αρχίζει από τον ʼδη
Το πρώτο το σκαλί και το πιο πάνω
Η άγια το χτίζει Δήμητρα. Γιατί όπως
Όλοι στον ʼδη εμπρός οι άνθρωποι είν όμοιοι,
Όμοια είν ίδιοι κι αγνάντια από το Στάχι
Το Μυστικό, που η Ελευσίνα υψώνει,
Και σ όλους πλάι η Περσεφόνη, το ίδιο
Ξάγρυπνη για όλους, την ψυχή χωρίζει,
Σαν το μωρό απ τη μήτρα, απ το κορμί τους.
Μα ποιός αυτός, που δίπλα από την Κόρη,
Πριν κι απ το θάνατο κι ολοένα απάνω
Κι από το θάνατο, βοηθάει το σώμα
Και την ψυχή βοηθάει, ανταμωμένα,
Μέσα απ τον πόνο, πέρα από τον πόνο,
Ν ανεβαίνουν χορεύοντας τα πλάγια
Του βουνού, τα πολλά που γίνονται Ένα;
Ποιός απ τα βάθη του ʼδη με την πνοή του
Χορεύει τις ψυχές, σα μύρια φύλλα
Γύρα από δρυ ξερό, να σαρκωθούνε
Σε νέες γενιές, και ποιός σε τούτες μπάζει
Την άγια ορμή τ ανήφορου; Ποιός άλλος,
Πλούτωνα-Διόνυσε, από Σε, απ τα βάθη
Τα σκοτεινά της γης σαν ανεβάζεις,
Θεία μαρτυρία της δύναμής Σου, το ʼγιο
Το Κλήμα, που, ως βυζαίνει τα σκοτάδια
Της γης και πίνει απ τα ουράνια δρόσο,
Συνταιριάζει στις φλέβες του το σκότος
Με το φως σ αίμα πύρινο, δοσμένο
Την άγια Μέθη να κερνά απ το χέρι
Των θείων Μουσών, που η καθεμιά της στέκει
Κάθε σκαλί, για ν ανεβεί μαζί Σου
Στην κορυφή, κι αλλάζει τ όνομά της
Καθώς αλλάζει το δικό Σου; Κι έτσι,
Από μέθη σε μέθη, ο λογισμός μας
Κι οι αιστήσεις και το θάρρος μας κι η πνοή μας,
Κι από τον ένα Διόνυσο στον άλλο,
Ξάφνου ανεβαίνουμε, ως που πια δε φτάνει
Τ άγιο Κρασί, τι ανοίγεται στο νου μας
Η ανάπνια, που όλα πια τα σμίγει σ Ένα,
Ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη
Κι αγάπη, λαούς με λαούς, τόπους με τόπους,
Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες
Με τους αιώνες. Κι είναι τούτη η ώρα
Του Ρόδου του εκατόφυλλου βαθιά μας,
Που, αίμα και πνέμα και ψυχή και σάρκα
Και λυτρωμός απέραντος, μας μπάζει
Στον κύκλο, όπου κι η πίστη περισσεύει,
Γιατί είναι πίστη η ίδια ζωή στη μέση
Της καρδιάς μας για πάντα αναστημένη!
Έτσι είπα και βοηθούσεν ο παλμός μου
Και της ψυχής το σκίρτημα το λόγο.
Και Σεις, ως Σας εκοίταξα, είχατε όλοι
Την όψη και τον τρόπο Σας αλλάξει
Καθώς και τώρα. Κι ένας είχε γύρει,
Πως γέρνει ο δισκοβόλοςτο κορμί του
Σα φεύγει ο δίσκος, όλος ν ακλουθήσει
Νους και κορμί το νόημα κι άλλος είχε
Στη γη απλωθεί, ως να βύθιζε τα μάτια,
Τις ρίζες νάβρει του ʼδη κι είχε ο τρίτος
Στην όψη του μια φλόγα, ως να συγκράτει
Μ αγώνα την ορμή, να ξεκινήσει
Προς την κορφή κι ο τέταρτος κρατούσε
Κλειστά τα μάτια, ως νάρχιζε από τώρα
Ν ανασαίνει το Ρόδο, κι η ψυχή του
Σιγά-σιγά από μέσα του λυνόταν.
Κι όλων μαζί μια ζέστη Σας περνούσε
Τις φλέβες μυστικιά, που σταματούσε
Την αναπνιά Σας στα ρουθούνια, κάποιοι
Που τ άνοιγαν πλατιά κι είχαν κλεισμένα
Τα χείλη τους σφιχτά. Και ξάφνου εκείνος,
Που ως δισκοβόλος έγερνε να πάρει
Το νόημα, το κεφάλι του τανυώντας
Προς τα πίσω, ως να τίναζε ένα βάρος
Τρανό, μου φώναξε έτσι: «Ορφέα, δόσε
Το Ρόδο και σ εμάς και δόστο σ όλους,
Τι είν η ζωή πικρή απ την ώρα τούτη
Που ο ανασασμός του εδιάβη από μπροστά μας
Και δεν απλώθη στην γην όλη. Δόστο
Το Ρόδο στους λαούς, Ορφέα. Τι άγιος
Είναι ο αγώνας του Κρασιού, που, ως λιγοστεύουν
Τα θάρρη της ψυχής, τη σπρώχνει πάλι
Στους ζωντανούς ανήφορους. Μα τώρα
Δος τον αγώνα για το Ρόδο, Ορφέα,
Στους λαούς, για να κινήσουνε όλοι αντάμα
Προς την κορφή, που όλα τα σμίγει σ Ένα,
Ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη
Μ αγάπη, τόπους μ άλλους τόπους, τάστρα
Με τάστρα, ζωή με θάνατο, τους αιώνες
Με τους αιώνες. Δος στους λαούς το Ρόδο,
Ορφέα!»
Έτσ είπε αυτός και μένανε η καρδιά μου
Μώτρεμε πια, και μώτρεμε το χέρι,
Τέτια φωνή ανεπάντεχη ν ακούσω
Κι έτσι χλωμός το ματωμένο Ρόδο
Το σήκωσα στο χέρι μου, ρωτώντας:
«Και που, παιδιά, το Ρόδο θέτε πρώτα
Να το φυτέψουμε στη γη, που θέτε;»
Κι άργιε η απόκριση νάρθει μα αιφνίδια
Αυτός πούχε τα βλέφαρα κλεισμένα,
Ανοίγοντας τα, με φωνή που ερχόταν
Απ άλλον κόσμο, κι όμως κύλησε όμοια
Με μια βροντή, αποκρίθη: «Στην Ελλάδα!».
Και τα γκρεμά, οι πλαγιές, τα κορφοβούνια,
Σα στήθη που ανασαίνοντας πλαταίνουν,
Θαρρέψαμε, αντηχήσαν: «Στην Ελλάδα!».
Και τότε πια μας τύλιξε ο Παιάνας,
Μας γέμισε ο Παιάνας, μας επήρε
Στα διάπλατα του τα φτερά ο Παιάνας.
«Το Ρόδο, όλοι το Ρόδο στην Ελλάδα!»,
Φωνάξαμε κι ωρμήσαμε κι ώ, πόσοι
Μας έχουν σμίξει από τότε αγώνες!
Τι να τους λέω;
Β ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ
Και αν δεν τους πεις, πιο λίγο
Θα λάμπουνε για τούτο μεσ στους αιώνες
Και στην καρδιά μας, Κύριε; Έτσι αλήθεια
Φωνάξαμε, κι ωρμήσαμε και πίσω
Απ την ορμή μας ακλουθούσαν πλήθη,
Που εσπάζανε με μιας τις αλυσίδες,
Που οι τύραννοι παντού τους είχαν βάλει,
Στην ψυχή και στα πόδια και στα χέρια,
Και τώρα με της Λύρας Σου το Νόμο
Χορευτικά αρχινούσαν να σαλεύουν
Με το Ρυθμό. Και Σούφερναν μπροστά Σου
Με τα χέρια δετά τους βασιλιάδες
Και Συ τα χέρια λύνοντας τους, μ ένα
Χαμόγελο τους έλεγες : «Σηκώστε
Στον ουρανό τα μάτια και κοιτάχτε
Κάθ αστέρι φωτάει κι απώναν κόσμο
Να, κόσμοι για κατάχτηση». Κι εκείνοι
Μικροί στη Νύχτα εμπρός και στο δικό Σου
Το Λόγο, ζαλισμένοι από την άπλα
Της λευτεριάς Σου, έσκυβαν το κεφάλι.
Κι έλεες στα πλήθη γύρω: «Φυλαχτήτε
Από του πλούσιου το τραπέζι τι άλλο
Πλατύ τραπέζι από της Γης δεν είναι.
Και μη χωρίστε από τη Γη, θαρρώντας
Ψηλότερα από τούτη να καθήστε
Σε θρόνο δόξας ψεύτικης, το θρόνο
Της Γης σαν έχετε όλο αλλ ό,τι βγαίνει
Από τη Γη, στυλώστε το, είτ αμπέλι
Είτε δεντρί κι αν γέρνει, δοσετέ του
Και το ίδιο Σας ραβδί να το στεριώσει,
Το ίδιο Σας δόρυ. Έτσι που μια μέρα
Ο Όρθιος Σκοπός να λάμψει απ άκρη σ άκρη
Της γης, και, απέραντου βασίλειου σκήπτρο,
Το Ρόδο νάχει κάθε λαός στο χέρι!»
Έτσι έλεες και τα πλήθη Σε κοιτάζαν,
Καθώς κοιτάζει αμάλαγη παρθένα
Τον τέλειον άντρα, που άξαφνα μπροστά της
Εστάθη σαν κολώνα κι η καρδιά της
Τη σπρώχνει στο πλευρό του ν ακουμπήσει,
Γιατί δεν έχει ξεδιαλύνει ακόμα
Βαθιά της, τι της είναι, αν αδερφός της,
Αν μάνα, ή αν πατέρας, ή αν κρυμμένος
Κάποιος θεός. Παρόμοια και τα πλήθη
Για Σε.
Αλλ ως ο Λόγος Σου ξαπλώθη
Στην Ελλάδα κι εσπάσαν οι αλυσίδες,
Που εδώ κι εκεί την είχαν περιδέσει,
Κι ανάσαινε όλη, ως ανασαίνουν κάθε
Πρωί τα γαλάζια βουνοπέλαγά της,
Απ το Παγγαίο όσοι είχαμε κινήσει,
Τώρα γοργά τα πλάγια ανηφορώντας
Του Παρνασσού, μια αυγήν εμπήκαμε όλοι
Στον άγιο τόπο, πούχε η Γη Μαντείο
Πανάρχαιο, στους Δελφούς, του κόσμου αφάλι.
Και τότ εκεί, τα σκορπισμένα μέλη
Καλώντας της Ελλάδας πρώτα, ως νάρθουν
Σιγά-σιγά τα μέλη όλου του κόσμου
Το παγκόσμο στη γη να δέσουν Ρόδο,
Στο αγνό του το παράδειγμα Δωρίδα,
Ιωνία, Φωκίδα, Βοιωτία, Λοκρίδα,
Την Αρκαδία, την Αργολίδα, όλες
Τις χώριες της φυλές, φωνάζοντάς τις
Μαζί, καθώς ο Απόλλωνας τις Μούσες,
Την ώρα τούτη, κι, ως πληγή, που μόλις
Ανοίχτη κι έμοιαζε πως είναι η βρύση
Της ίδιας μου καρδιάς, τώρα που αρχίζει,
Καθώς μιλάς, να κρυώνει, μου γεμίζει
Πόνο κρυφό τα φρένα μου κι ως μέσα
Στα βάθη της ψυχής!
Μα τι με τούτο;
Απ την Αδράστεια θρέφεται ο Προφήτης,
Με την Ανάγκη ζει και την καθάρια
Γεννά Ειμαρμένη. Κι όμως είν ο πόνος
Σκληρός, αν άσκοπα τη γη ποτίζει
Το αίμα και το σφάγιο το μεγάλο
Σπαρνά, χωρίς κανένας να του πάρει
Την ύστερη ματιά.
Το ξαίρεις τάχα,
Ποιά μου άνοιξες πληγή; Και γιατί φεύγω,
Παιδιά; Δε με ρωτήσατε; Κι ως τώρα,
Το θάρρος μόνο να μη χάσετε, είπα,
Στο χωρισμό. Μα τώρα ελάτε, ελάτε
Κι ακόμα πιο σιμά, από την πληγή μου
Να πιείτε ν αλαφρώσει. Γιατί φεύγω
Να Σας το πω, κι αν φεύγω, γιατί μόνος,
Κι αν δεν ξανάρθω πίσω, τ όνομά μου
Γιατί Σας δίνω κι Ορφανούς Σας λέω,
Στη μοναξιά Σας νάστε ανταμωμένοι
Κι Ένα με με για πάντα.
Όχι, δεν είναι
Η τάξη η σαρκική, δεν είν η δόξα
Όπου μετριέται, που μπορούν να δώσουν
Το πλήρωμα του πόθου, που ο Προφήτης
Το βλέπει μόνος μεσ απ τους αιώνες
Στα σκοτεινά να λάμπει, τι η ψυχή του,
Ριζωμένη στη θλίψη ωσά σε βράχο,
Βυζαίνει όλη τη νύχτα από τη ρώγα
Των άστρων και τη μέρα από τον ήλιο,
Και προχωρεί ως εκεί, που πια κι η μέρα
Κι η νύχτα φέγγουν γύρα του σα γάλα
Δεν είν η τάξη η σαρκική κι ο χρόνος
Οπού μετριέται, που θα δώσουν τούτο
Το πλήρωμα, είν ο Έρωτας, που λέει
Και δε σιγάει στιγμή μεσ στην καρδιά μας:
«Όλο ν αθλείς και να μην πείς ποτέ σου
Πως νίκησες τι όσο τρανά και νάναι
Ο άθλος και η νίκη, αληθινά είναι πάντα
Μικρά μπροστά στον Έρωτα».
Και τούτο
Τον Νόμο, κρύφιο στύλο του Όρθιου Λόγου,
Σαν την αυγήν εκείνη μπήκαμε όλοι
Στον άγιο τόπο, πούχε η Γη Μαντείο
Πανάρχαιο, στους Δελφούς, του κόσμου αφάλι,
Τον παραδίνω ακέριο, με το Μέτρο
Και το Ρυθμό, σκαλί-σκαλί απ την κούνια
Του μόχτου, εξηγημένο ένα προς ένα,
Στους ιερείς, και αδρά τους θωρακίζω
Με δύναμη διπλή, ζωή και γνώση,
Τη διπλή κορυφή για ν ανεβούνε
Των δυο τρανών Θεών και τη Συνθήκη
Τη μυστική τους να τη φέρουν πλέρια
Χαραγμένη σε πλάκες στα έρμα πλήθη,
Που καρτερούν ακόμα τ άγιο Μέτρο
Να τα στυλώσει όλα μαζί. Κι ακόμα,
Το Ρόδο το εκατόφυλλο τους δίνω,
Το σύμμετρο εκατόφυλλο, όπου όλα
Τα φύλλα του ένα, και καθένα είν όλα,
Της μύησης το στεφάνωμα. Και κείνοι,
Με τη ζωή μεθούν τους λαούς κι ολοένα
Στρέφουν τη γνώση ενάντια τους, κι αφήνουν
Της αγίας συμμετρίας τ Ολύμπιο δώρο,
Το μυστικό εκατόφυλλο, να ρέψει
Πότε σ αυτό και πότε πάνω στ άλλο
Σκαλί της Μέθης κι ο καθένας στέκει
Σε κείνο το σκαλί και λέει: «Είν όλος
Ο Διόνυσος δικός μου» και θαρρώντας,
Στην κορυφή πως έφτασε, με λόγο,
Με πράξη ή τρόπο κλείνει και στους άλλους
Τους δρόμους τ άγιου ανήφορου, όπου λάμπει
Η αγνή ψυχή του απάνω κόσμου ακέρια,
Που η Λευτεριά είναι Γνώση, η Γνώση Αγάπη,
Και πια, απ τη Γνώση τούτη, δεν είν άλλη.
Και να, αδερφοί μου! Αύριο ξημερώνει
Η αυγή, που στου Παγγαίου το κορφοβούνι
Τ Όργιο τ αγνό να λειτουργήσω μέλλω,
Στο βωμό πώχω στήσει απάνω-απάνω
Του Απόλλωνα, κομίζοντας το Ρόδο,
Που ζωής και γνώρας είδωλο, στους κάμπους
Με τόσην αναστήσαμε άγρυπνη έννια!
Το Ρόδο θέλω να του πάω, και ξαίρω,
Πως στου βουνού τα πλάγια καρτερούνε
Οι Μαινάδες, που μόλις εγευτήκαν
Του Βασσαρέα Διόνυσου τη χάρη
Και του Σαβάζιου του ρυθμούς, κι «ειν όλος»,
Φωνάζουνε, «ο Διόνυσος δικός μας,
Και το δικό μας το Ρόδο» και προσμένουν
Να μου το πάρουν απ τα χέρια, κι όλα
Σκορπίζοντας τα φύλλα του, κι εμένα
Σφάγιο τ Οργίου τους να με σύρουν. Κι όμως
Το Ρόδο πρέπει αυγή στο κορφοβούνι
Να φέρω του Παγγαίου, και να το φέρω
Δίχως οργή, αλαφρός, γαλήνιος, μόνος,
Γεμάτος απ το θάμα του, γεμάτος
Από την πλέρια του ευωδιά, γεμάτος
Από την άγια συμμετρία του, όλος
Γεμάτος απ τη γνώρα του και μόνο.
Και τι να πω αύριο στον Ήλιο; «Σήκω,
Σαΐτεψε το φίδι, πώχει αφήκει
Η παλιά φιδομάνα και που τώρα
Πάλι τη γην ολόγυρα γυρεύει
Στις δίπλες του σφιχτά για να τυλίξει»;
«Ξύπνα», να πω, «Τιτάνα Εσύ, και πάλι,
Κυκλόφερε τα θεία πατήματά Σου,
Τα θεία Σου τα σκιρτήματα τριγύρω
Στο φοβερό ερπετό που ξαναζώνει
Τη γη κι ο οσκρός του αρχίνισε να τρέχει
Στις θείες πηγές Σου, φαρμακώνοντάς τις»;
Τέτια να πω τη μέρα, που να πάω
Μπροστά του πρέπει ανόργιστος, γαλήνιος,
Γεμάτος απ τη γνώρα του, γεμάτος
Από την άγια λάμψη του, γεμάτος
Από το φως το μάγο του, γεμάτος
Ακέριος απ το θάμα του και μόνο;
Τι αλλοίμονο, αν δεν πάω εγώ το Ρόδο
Στου μυστικού του γυρισμού τη μέρα,
Που, διασκελώντας τα υπερβόρεια πλάτη,
Παντέχει μόνο αγνάντια του ένα χέρι
Να του γνέψει: «Είμαι εδώ και Σε προσμένω»!
Και πως, το Ρόδο αν αύριο δεν του πάω,
Κατόπιν από με κανείς θ ανέβει,
ʼντρας ή λαός, το χάος για να μαγέψει
Με την κρυφή του λάτρα κι από πάνω
Να γυρίσει γαλήνιος και μεγάλος
Στα σκοτεινά τα βάραθρα;
Ω καλοί μου,
Όλο ν αθλεί και να μη λέει ποτέ του
Κανένας πως νικά γιατί, όση νάναι
Η νίκη και η θυσία, θα νάναι πάντα
Μικρά μπροστά στον Έρωτα.
Ώ καλοί μου,
Σε λίγο Σας αφήνω, και τι τάχα
Για παρηγόρια να Σας πω; Είστε οι λίγοι
Σπόροι μιας άμετρης σποράς, νανθίσει
Που θα ν αργήσει αιώνες; Μα είστε οι σπόροι
Ενός ακέριου λυτρωμού, και φτάνει.
Κι, ω αγαπημένοι, αν θα δειπνήσω απόψε,
Σ ομοφαγία κρυφά μαζί Σας τ άγιο
Ψωμί και το Κρασί, τα φύλλα ακόμα
Του πρώτου του εκατόφυλλου, που σ Ένα
Την αναπνιά μας έσμιξε, κι αν τώρα
Ξερό ναι, όλο και πιότερο ευωδάει,
Πηγή της τέλειας Μνήμης και του Πόνου
Και του Σκοπού, να Σας τ αφήσω θέλω,
Να Σας θυμίζει, κι απ τα βάθη του ʼδη,
Τα μυστικά σκαλιά, που η κάθε Μούσα
Φυλάει κρυφά κι αλλάζει τ όνομά της
Καθώς του Διόνυσου και να, από μνήμη
Σε μνήμη, ο λογισμός Σας ν ανεβαίνει,
Και οι αιστήσεις και το θάρρος Σας κι η πνοή Σας,
Ως την ψηλή κορφή, που πια δε φτάνει
Τ άγιο Κρασί, τι ανοίγει πια στο νου Σας
Η ανάπνια, που όλα Σας τα δίνει σ Ένα,
Ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη
Κι αγάπη, λαούς με λαούς, τόπους με τόπους,
Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες
Με τους αιώνες. Κι αυτή νάναι η ώρα
Του Ρόδου του εκατόφυλλου βαθιά Σας,
Κι η ώρα του Ορφέα νάναι σε Σας για πάντα,
Που, αίμα και πνέμα και ψυχή και σάρκα
Και λυτρωμός τεράστιος, θα Σας μπάζει
Στον κύκλο, όπου κι η πίστη περισσεύει,
Τι θάναι πίστη η ίδια ζωή στη μέση
Της καρδιάς Σας για πάντα αναστημένη!
Μα να, βραδιάζει ο Έσπερος εφάνη
Στον ουρανό κι είναι μακρύς ο δρόμος
Ως την κορφή. Τα χέρια δόστε τώρα
Ανάμεσό Σας και στεριώστε πάλι
Τη μαγικήν ασύντριφτη αλυσίδα,
Που με τον Όρκο εδέσατε τη νύχτα
Την πρώτη, που ολοφάνερα μπροστά Σας
Μέσα στα ουράνια δούλευε ο Πατέρας,
Τα σκότη οργώνοντας βαθιά, κι ο νους Σας
Δέχτη τα πρώτα φέγγη του κι ο πόθος
Ο μυστικός, από τη μαύρη βάση
Της γης, τινάχτη ως δόρυ πέρα απ τάστρα!
Κι εγώ τη Λύρα θα κρατήσω ακόμα
Για Σας απόψε μια φορά. Σκωθήτε,
Τι σκοτεινιάζει ο Έσπερος εφάνη
Χτυπάτε τις ασπίδες Σας κι αρχίστε
Το μυστικό πυρρίχιο το στερνό μου.
Τις ασπίδες χτυπάτε. Όρθιοι στον Όρθιο
Της ψυχής Σας Σκοπό. Κι αρχίστε αγάλι
Το φοβερό Χορό του Τέλειου Νόμου.
Τραγουδήστε τον Όρκο. Αυτόν αφήνω
Στον τόπο μου. Κι ακέρια την ψυχή Σας
Μεσ στον τιτάνα αιθέρα ριζωμένη
Κρατείτε πια. Ορφανά παιδιά, χορεύτε!
Την άγια Λύρα εχτύπησα. Ορκιστήτε!
(Όρθιος ο Ορφέας κρούει τη λύρα. Οι πολεμιστές σηκώνουν τις ασπίδες τους και αρχούνται γύρωθέν του. Ταγουδάν).
ΧΟΡΟΣ
Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων,
Ο Όρκος ετούτος ήτανε κρυφός
Βαθιά μας και βαθιά Σου αλλ ως το χνάρι
Το πρώτο του αχνοχάραξεν η χάρη
Του Αρματωμένου του Έρωτα, άγια θάρρη,
Γέμισε αργά, σιγά, σαν το φεγγάρι,
Όλος του ο μαύρος κύκλος από φως.
Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων,
Με θεούς κι ανθρώπους δένουμε τα χέρια εδώ,
Τι πάνω από των χρόνων και των τόπων
Τα σύνορα την άγια Σου επωδό
Μας χάρισες. Απ τ άραχλο σκοτάδι
Του πόνου μας ελέησες τη χαρά,
Μονάκριβη σα νάβγαινε απ΄τον ʼδη
Με κρύφια παντοδύναμα φτερά.
Κι απ το βαθύ Σου αμέτρητο βασίλειο,
Ακούραστο Τιτάνα κάθε αυγή,
Απάνω από τις έχθρητες τον Ήλιο,
Ν αγκαλιάζει στα χέρια του τη Γη.
Κι από τη γην εμείς, που η άγια μέθη
Μας ύψωσε ως το μέγα μυστικό,
Που απ ουρανό και γην αντάμα εδέθη
Το Ρόδο, ω Νύχτα, τούτο το Ορφικό,
Της πιο κρυφής φροντίδας μας το θρέμα,
Τ ορκιζόμαστε, πάνω από ναούς,
Να το ποτίσουμε όλο μας το γαίμα,
Για να το δώσουμε αύριο στους λαούς.
Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων,
Ο Όρκος ετούτος ήτανε κρυφός
Βαθιά μας και βαθιά Σου αλλ ως το χνάρι
Το πρώτο του αλαφρόγραψεν η χάρη
Του Αρματωμένου του Έρωτα, άγια θάρρη,
Γιομίζει αργά, σιγά, σαν το φεγγάρι,
Όλος του ο μαύρος κύκλος από φως!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου