Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ: Πνευματικό εμβατήριο


ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ: Πνευματικό εμβατήριο

Ομπρός. βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ΄ την Ελλάδα
Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ' τον κόσμο!
Τι, ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ' αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!

Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μοναχός του ν' ανέβει ο ήλιος
σπρώχτε με γόνα και με στήθος να τον βγάλουμε απ' τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ' το γαίμα.
'Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!

Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του,
ομπρός, ομπρός, κ' η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!

Ομπρός, οι δημιουργοί!... Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!

Ενα Αφιέρωμα του ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ στον ποιητή του ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟΥ!



ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ 1884-1951

Χ Ρ Ο Ν Ο Λ Ο Γ Ι Ο

Πέμπτη 15/3/1884 (π. η.)

Γέννηση του Άγγελου Σικελιανού στη Λευκάδα. Είναι το έβδομο και τελευταίο παιδί του λόγιου καθηγητή της γαλλικής και ιταλικής γλώσσας Ιωάννη Σικελιανού (1831-1910) και της αρσακειάδας Χαρίκλειας Στεφανίτση (1847-1926). Αδέλφια του: 1) Έκτωρ (1873-1919), σύζυγος της Αθηνάς Πεντάκη 2) Μενέλαος (1874-;) 3) Ελένη (1880-1960), σύζυγος του ποιητή Σπήλιου Πασαγιάννη, τον οποίον αργότερα διαζεύχθηκε 4) Πηνελόπη (1882-1917), σύζυγος του Raymon Duncan, αδελφού της Ιsadora. Απόκτησαν ένα γιο, τον Μενάλκα (1905-;) 5) Άγγελος (1877-1884) 6) Διονύσιος (;-1884). Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της χαρακτηροδομής του ποιητή διαδραμάτισε η θεία-Μαρία, η παραμάνα του.

1885-1890

Μεγαλώνει μέσα στη λευκαδίτικη φύση και την πνευματικότητα της οικογένειάς του. Από την παιδική του ακόμη ηλικία γνωρίζει ότι η φύτρα του κρατάει από το μέρος του πατέρα του από τον Άγιο Διονύσιο [Σιγούρο, 1547-1622] και ότι από το μέρος της μάνας του συγγενεύει με τον Βαλαωρίτη. Ίσως αυτό να του δημιουργεί ένα συναίσθημα διαδοχής.

1895

Τελειώνει το δημοτικό σχολείο. Εγγράφεται στη β τάξη του Ελληνικού.

1896

Τελειώνει το Ελληνικό. Εγγράφεται στο τετρατάξιο Γυμνάσιο της Λευκάδας.

1896-1900

Εφηβικές ανησυχίες που εκδηλώνονται με στίχους άτεχνους και με εγγραφές σε λευκώματα της εποχής. Τελειώνει το Γυμνάσιο τον Σεπτέμβρη του 1900, οπότε έρχεται στην Αθήνα και εγγράφεται στη Νομική Σχολή. Αυτή υπήρξε και η μοναδική του σχέση με τη συγκεκριμένη επιστήμη.

1901, 27 Φεβρουαρίου

Στην ιεράν κόγχην, του θεάτρου του Διονύσου, ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (1867-1911) ανεβασμένος σε μια σπασμένη κολόνα διαβάζει τη ντανουντσιακού ύφους εισήγηση-πρακτικό της ίδρυσης της Νέας Σκηνής (1901-1905) σε οκτώ επίλεκτους ακροατές του: Κωστή Παλαμά, Γιάννη Βλαχογιάννη, Δημήτριο Κακλαμάνο, Δημήτρη Καμπούρογλου, Παύλο Νιρβάνα, Λάμπρο Πορφύρα, Γεώργιο Στρατήγη και Γρηγόριο Ξενόπουλο, οι οποίοι και την υπέγραψαν. Στις 22 Νοεμβρίου γίνεται η επίσημη έναρξη των παραστάσεων της Νέας Σκηνής στο θέατρο Βαριετέ με την Άλκηστιν του Ευριπίδη. Μύστης ήδη, ο Σικελιανός λαβαίνει μέρος στον χορό των πρεσβυτών, ενώ η αδελφή του Ελένη Πασαγιάννη κρατά τον ρόλο της θεράπαινας. Στις 4 Δεκεμβρίου η Νέα Σκηνή, πάλι στο Βαριετέ, ανεβάζει την Αγριόπαπια του Ιbsen. Ο Σικελιανός παριστάνει έναν άλλο κύριο. Στις 20 Δεκεμβρίου ανέβηκε η Λοκαντιέρα του Γκολντόνι. Λοκαντιέρα η Ελένη Πασαγιάννη, Κόντε Ροδαυγίτης ο Άγγελος Σικελιανός.

1902

Τον Μάρτη δημοσιεύει στο περιοδικό Διόνυσος (1901-1902) τρία ποιήματα με τον τίτλο Βallades. Δυσαρεστείται όμως γιατί τα ποιήματά του δημοσιεύτηκαν κάτωθι της προκηρύξεως ενός ποιητικού διαγωνισμού. Τον Σεπτέμβριο δημοσιεύεται στο περιοδικό Παναθήναια το ποίημά του Αrs minimi.

1903-1905

Τον Ιούλιο (1903) παίζει στο έργο του Η. Βecque Σύρτα-Φέρτα (La navette) και τον Αύγουστο στην κωμωδία του Α. Βilhaud Η τελευταία απ όλες. Δημοσιεύει μια σειρά ποιημάτων στα περιοδικά Ο Νουμάς, Παναθήναια, Η Μούσα, Zωή, Ακρίτας. Το καλοκαίρι του 1905 ταξιδεύει με τους Πασαγιάννηδες (τα αδέλφια Κώστα, Σπήλιο και Φαλίτσα - Φαλιώ) στον Ταύγετο, στο δάσος της Βασιλικής, όπου έμειναν σαράντα ημέρες μέσα σε μια καλύβα πλεγμένη από κλαδιά ελάτων. Τον Οκτώβριο του 1905 δημοσιεύει στον Νουμά το ποίημα Ο Ξένος που Αφιερώνεται στον Σπήλιο Πασαγιάννη που ευρίσκεται στην Κέρκυρα. Ο Φ. Γιοφύλλης τον θέλει να διαβάζει ποιήματα (παρέα με τον Σ. Σκίπη) στο καφενείο Νέον Κέντρον (Χαυτεία).

1906

Στο σπίτι της Ιsadora Duncan στον Κοπανά (Βύρωνας) στους πρόποδες του Υμηττού γνωρίζει τον Αύγουστο την Εvelina Courtland Ρalmer (1874-1952), που είχε έρθει στην Ελλάδα παρέα με την αδερφή του Πηνελόπη και τον Raymond Duncan από το Παρίσι (Νeuilly), με σκοπό να τον συναντήσει.

1907

Την άνοιξη βρίσκεται στην Αίγυπτο, στη λυβική έρημο όπου, κατά τα λεγόμενά του, έγραψε τον Αλαφροίσκιωτο μέσα σε μια βδομάδα. Το καλοκαίρι γράφει τις Ραψωδίες του Ιόνιου. Φεύγουν με την Εύα για τις ΗΠΑ, αφού διέμειναν για λίγο στο Παρίσι. Παντρεύονται κατά το προτεσταντικό δόγμα στις 9/9/1907, στο Βar Ηarbor, Μaine, στο σπίτι του δεύτερου συζύγου της μητέρας της Εύας, του γιατρού Robert Αbbe. Επιστρέφουν στη Λευκάδα αλλά στο τέλος του έτους: Ο Άγγελος λείπει σχεδόν δύο βδομάδες σε κάποια άγρια χώρα [;] γράφει η Εύα στη Νatalie Βarney.

1908

Στην εφημερίδα Αστραπή δημοσιεύεται ανταπόκρισή του με τίτλο Ο Κάιζερ εις την Λευκάδα. Ίσως να είναι το πρώτο πεζό κείμενο που δημοσίευσε και που περιγράφει την εντύπωση που δημιούργησε στους ντόπιους η διέλευση του Κάιζερ από τα νερά της Λευκάδας.

1909

Συνεχίζεται η προώθηση του Αλαφροίσκιωτου. Στην αίθουσα του περιοδικού Ο Παν (Σταδίου 35), που εξέδιδε ο Α. Καμπάνης, ο Σικελιανός έδωσε τρεις διαλέξεις. Στις 12/2 Κήρυγμα Ηρωισμού, 19/2 Παν ο Μέγας, 7/3 Ο Ομηρικός Οδυσσεύς. Στις 18/2 ο Α. Καμπάνης μιλάει για τον Αλαφροίσκιωτο, ο οποίος στις 12[;]/3 κυκλοφορεί. Έκδοση προκλητική, μεσαιωνική, μοιράστηκε δωρεάν. Ακολούθησαν παραληρηματικές κριτικές αλλά και σαχλολογήματα ηλιθίων. Προς απάντηση των τελευταίων δημοσιεύει την Ωδή Αποχαιρετισμού στον Νουμά (39/3). Πηγαινοέρχεται Αθήνα-Λευκάδα. Στις 27 Μαρτίου γεννιέται ο γιος του Γλαύκος στην Αθήνα. (Πεθαίνει το 1994 στις ΗΠΑ.)

1910

Τον Ιανουάριο δημοσιεύεται στην εφημερίδα της Πάτρας Το Σέλας άρθρο σε συνέχειες για το έργο του DΑnnunzio Ίσως ναι Ίσως όχι (Forse che si - Forse che no), καθώς επίσης και για τον επαναστάτη αξιωματικό του ναυτικού Κ. Τυπάλδο. Όλο το 1910 δημοσιεύει δύο ποιήματα. Ιδρύεται ο Εκπαιδευτικός Όμιλος. Από τα πρώτα μέλη κι ο Σικελιανός. Τον Οκτώβρη βρίσκεται στη Ρώμη όπου πληροφορείται τον θάνατο του πατέρα του.

1911

Οι Σικελιανοί στο Παρίσι. Παίζουν στο θέατρο Chtelet και κατόπιν στο Τrocadero την Ηλέκτρα του Σοφοκλή στο πρωτότυπο. Η διανομή: Ηλέκτρα η Πηνελόπη Σικελιανού-Duncan, Κλυταιμνήστρα η Ελένη Σικελιανού, Χρυσόθεμις η Εύα Σικελιανού, Αίγισθος ο Raymon Duncan, Ορέστης ο Δ. Δεβάρης.

1912

Ξανά στη Ρώμη και το Παρίσι όπου επισκέπτεται τον Rodin στο σπίτι-εργαστήριό του. Από το Παρίσι στέλνει στο περιοδικό Γράμματα της Αλεξάνδρειας κείμενο με τίτλο Ομιλίες μου με τον Rodin. Τον Ιούνιο στην Ολυμπία γράφει τη Συνέχεια της Ομιλίας μου με τον Rodin και αισθητικά σημειώματα. Επιστρατεύεται στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο. Στο τέλος του έτους βρίσκεται στο Μεσολόγγι.

1913

Από τον Ιανουάριο ώς τον Νοέμβρη υπηρετεί στην Αθήνα. Στέλνει στα Γράμματα της Αλεξάνδρειας τη συνέχεια του κειμένου του για τον Rodin. Όλο το 1913 δημοσιεύει μια σειρά ποιημάτων, όπως και το περασμένο έτος, επικαιρικών. Εκτός από το Πορτραίτο του Μαβίλη, αναδημοσιεύονται όλα στα Γράμματα. Στα τέλη του χρόνου βρίσκεται στην Ολυμπία. Ο Γ.Π. Σαββίδης δημοσίευσε (1966) το αθησαύριστο ποίημα Για τη Στέψη που δημοσιεύτηκε στην εφ. Εφημερίς στις 8/3, μέρα της ενθρόνισης του Κωνσταντίνου.

1914

Περιπλανιέται στην Ελλάδα. Δουλεύει τις Συνειδήσεις, δημοσιεύει μια σειρά από ποιήματα στα Γράμματα της Αλεξάνδρειας, όπως τον Παντάρκη κ.ά., και στη Νέα Zωή της Αλεξάνδρειας. Για δεύτερη φορά πετάει με αεροπλάνο πάνω από την Αττική. Την πρώτη φορά πέταξε στη Ρώμη το 1911 κι εντυπωσιασμένος έγραψε το σονέτο Πετώντας, που δημοσιεύεται τώρα στη Νέα Zωή. Στις 11/11 γνωρίζεται με τον Ν. Καζαντζάκη στα Γραφεία του Εκπαιδευτικού Ομίλου στην Αθήνα. Κατά την κλασική πλέον ρήση του Π. Πρεβελάκη αναγνωρίζονται αμέσως αδερφοί. Στις 14/11 ξεκινούν για ένα ταξίδι στο Άγιο Όρος. Από το ταξίδι τους κρατούν και οι δύο ημερολόγιο.

1915

Με ορμητήριο το σπίτι του στη Συκιά Κορινθίας η περιπλάνηση συνεχίζεται παρέα με τον Καζαντζάκη. Τον Μάρτη βρίσκονται στη Σπάρτη από όπου, καθώς ο διχασμός Βενιζέλου-Κωνσταντίνου είναι πλέον γεγονός, αποστέλλουν τηλεγραφικώς ευλαβή χαιρετισμόν στον Βενιζέλο. Από τον Πρόλογο στη Zωή τυπώνονται και κυκλοφορούν Η Συνείδηση της Γης μου και Η Συνείδηση της Φυλής μου. Λίγα βιβλία, έκδοση δερματόδετη πολυτελής, σχήμα μικρό, εκτός εμπορίου. Στα Γράμματα δημοσιεύονταν ποιήματα (Ιούλιος) που ο Σικελιανός είχε στείλει την προηγούμενη χρονιά, όπως και το κείμενο της διάλεξης (24/4) που έδωσε ο Π. Περίδης στο εντευκτήριο του περιοδικού. Σύμφωνα με μαρτυρία του Αρ. Καμπάνη έχει ήδη αρχίσει τον Ασκληπιό.

1916

Συνεχίζει να δουλεύει τον Ασκληπιό, drame mystique κατά μαρτυρία της Εύας. Αρχίζει επίσης το ποίημα Μήτηρ Θεού. Οι περιπλανήσεις του συνεχίζονται. Κυκλοφορεί ο τρίτος τόμος του Προλόγου στη Zωή, Η Συνείδηση της Γυναίκας. Δημοσιεύει τον Δεκέμβριο στην Ακρόπολη το ποίημα Για το Βασιλιά και Της πείνας το καμίνι (από αφορμή την πείνα εξαιτίας του αποκλεισμού του Κράτους των Αθηνών από τους συμμάχους).

1917

Τον Ιανουάριο στην Κηφισιά. Δημοσιεύει Της Κόπρου το ψωμί. Τον Φλεβάρη βρίσκεται στον Όσιο Λουκά όπου αργότερα τον συναντά ο Ίων Δραγούμης. Δημοσιεύονται στο περ. Λόγος τα τρία πρώτα μέρη της Μητέρας Θεού. Τον Μάη φεύγει με τον Καζαντζάκη για την Πραστοβά της Μάνης, όπου ο Καζαντζάκης θέλει να αξιοποιήσει ένα λιγνιτωρυχείο. Αρχιεργάτης ο Γεώργιος Zορμπάς, ο κατοπινός Αλέξης. Γράφει το ποίημα Ο χαιρετισμός [χρον. Νύχτα 1 Ιουνίου 1917. Μάνη] για τον Κωνσταντίνο που φεύγει εξόριστος. Τυπώνεται Η Συνείδηση της Πίστης. Συγκλονισμένος από τον θάνατο του Rodin, γράφει στη Συκιά κείμενο για να δημοσιευτεί στα Γράμματα της Αλεξάνδρειας.

1918

Στο περ. Λόγος τυπώνεται το τέταρτο άσμα της σύνθεσης Μήτηρ Θεού. Τον Απρίλιο αρχίζει να τυπώνεται Το Ποίημα [=Πάσχα των Ελλήνων]. Η έκδοση σταματάει. Τον Ιούλιο δημοσιεύεται στα Γράμματα το κείμενό του Αύγουστος Ροντέν. Επίσης το ποίημα Αφροδίτ÷η Ουρανί÷α. Δεν υπήρξε περαιτέρω συνεργασία με τα Γράμματα της Αλεξάνδρειας.

1919

Εκδρομές με τον Καζαντζάκη. Δημοσιεύεται στον Λόγο το πέμπτο άσμα της Μητέρας Θεού. Τυπώνεται το κείμενό του για τον Περικλή Γιαννόπουλο κι αυτό εκτός εμπορίου. Πρώτη δημοσίευση αποσπάσματος από τον Ασκληπιό στη Λύρα με εισαγωγικό σημείωμα. Στο περιοδικό Οι Νέοι δημοσιεύουν αποσπάσματα από το Πάσχα των Ελλήνων. Μια σειρά από ποιήματα δημοσιεύονται στη Λύρα. Ανάμεσά τους ο Χαιρετισμός στον Νίκο Καζαντζάκη. Τον Οκτώβρη βρίσκεται στη Μονή του Προφήτη Ηλία στην Άμφισσα. Αρχίζει να κάνει λόγο για την κατοπινή Δελφική του Ιδέα.

1920

Οι μετακινήσεις του έτους: Συκιά - Μονή Αγίου Σεραφείμ - Συκιά - Απάνω Αγόριανη. Στο περ. Οι Νέοι δημοσιεύονται μέρη από το Πάσχα των Ελλήνων. Οι εκδότες του περιοδικού παίρνουν εν αγνοία του Σικελιανού την πρωτοβουλία να εκδώσουν ανθολόγιο ποιημάτων του με τίτλο Στίχοι. Η έκδοση έχει τα χάλια της, ο ποιητής δυσαρεστείται, τα βιβλία δεν κυκλοφορούν. Παρά τη δυσαρέσκειά του όμως τα αποθηκευμένα στο σπίτι του πουλήθηκαν, για λόγους επιβίωσης, στην Κατοχή. Για την επάνοδο του Κωνσταντίνου τον Νοέμβρη δημοσίευσε στο τεύχος Στου Βασιλιά το Γυρισμό τα ποιήματα Ο Χαιρετισμός και Το μαρτύριο του Όσιου Σεραφείμ στον Ελικώνα.

1921

Στις 2 Απριλίου επιβιβάζεται σε ιταλικό πλοίο με προορισμό τους Αγίους Τόπους. Φτάνει στην Ιερουσαλήμ στις 7/4. Μέχρι τις 26/4 (π.η.) επισκέπτεται όλους τους τόπους όπου βάδισε και δίδαξε ο Χριστός και βίωσε το Πάθος του. Από το ταξίδι κράτησε Ημερολόγιο. Κινείται μεταξύ Συκιάς - Δελφών και ονειρεύεται ένα κοσμικό μοναστήρι, που θά χε πρότυπη σχολή και ινστιτούτο, μαζί με τη δημιουργία μεγάλου περιοδικού, σχολιάζει ο Φ. Γιοφύλλης. Γράφει το πρώτο μέρος πεζής τριλογίας που ήθελε να εκδώσει υπό τον τίτλο Δελφικός Λόγος, τον Λόγο Σπερματικό. Στο βιβλίο του Ηubert Ρernot La Grce Αctuelle dans ses potes, Garnier, Ρaris 1921, μεταφρασμένα δύο ποιήματά του [Δέηση - Ρrire, Προσευχή για τα Γιάννενα -Ρrire pour Janina].

1922

Περιηγήσεις σε Πελοπόννησο - Αττική με τον Ν. Καζαντζάκη. Τον Μάρτη κυκλοφορεί το Ανοιχτό Υπόμνημα στη Μεγαλειότητά του, στο οποίο παίρνει ολοφάνερα το μέρος του Κωνσταντίνου και τον συμβουλεύει να δώσει τα χέρια με τους Τούρκους. Ο Γιοφύλλης επιχειρεί την έκδοση Ανθολογία των νέων ποιητών μας (1900-1920) [από τον Σικελιανό ώς τον Δρίβα]. Από τον Μάη μέχρι τον Αύγουστο εκδρομές πάλι: Συκιά - Zεμενό - Κυκλάδες με τον Γ. Μπούρλο (ηθοποιό που υποδύθηκε στις Δελφικές Γιορτές τον Προμηθέα Δεσμώτη). Στην Άνω Αγόριανη Παρνασσού μαθαίνει τα νέα για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Κλείνεται στο δωμάτιό του και κλαίει, γράφει ο Μπούρλος. Συνθέτει τον Όρκο των Κοινοτήτων στη Μάνα Ελλάδα.

1923

Στη Νέα Πολιτική δημοσιεύεται απάντησή του σε Έρευνα επί της Βαλκανικής προσεγγίσεως και οι Ομιλίες μου στους αρίστους. Πρόκειται μάλλον για τις πρώτες εισηγήσεις μιας προγραμματισμένης σειράς που δεν πραγματοποιήθηκε. Η Δελφική Ιδέα αρχίζει να σχηματοποιείται σιγά-σιγά και ήδη από τον Μάρτη με ομιλία του Κλ. Παράσχου να χτίζεται η εικόνα του Σικελιανού.

1924

Επιχειρεί ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση μέσω Γερμανίας, όπου πηγαίνει με την Εύα, η οποία στο tingen είχε παραγγείλει το Εvion Ρanarmonion (είδος κλειδοκυμβάλου, έμπνευση του Κ. Ψάχου για την απόδοση της βυζαντινής μουσικής). Το ταξίδι δεν πραγματοποιήθηκε. Το καλοκαίρι φιλοξενεί τον Μητρόπουλο στη Συκιά. Πηγαινοέρχεται από τη Συκιά στους Δελφούς με μια παρένθεση (1-17/12) στην Ολυμπία.

1925

Μένει μόνιμα στους Δελφούς. Τον Απρίλιο προσφωνεί ελβετούς εκδρομείς. Καλεί από την Αθήνα, Μαρούσι και Κηφισιά 100 περίπου μέλη της πνευματικής και διαλεχτής κοινωνίας να έρθουν στους Δελφούς όπου τους αναπτύσσει το δελφικό του πρόγραμμα (1-3/5). Τον Ιούνιο απαγγέλλει την Ωδή στον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη στη Λευκάδα στις γιορτές για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του βάρδου της Μαδουρής.

1926

Τον Φλεβάρη πεθαίνει η μητέρα του. Θάπτεται στους Δελφούς. Μεγάλη κινητικότητα των Σικελιανών και των περί αυτούς. Η Εύα ασκεί τον χορό για τη διδασκαλία του Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, φροντίζει για τη μουσική, υφαίνει τα ρούχα. Ο Σικελιανός γράφει άρθρα στο Ελεύθερον Βήμα προσπαθώντας να εξηγήσει τα κίνητρά του για τη δελφική προσπάθεια, γράφει ατελείωτα γράμματα σε ξένους διανοούμενους, ασχολείται με τις προσκλήσεις. Τυπώνεται σε μεγάλο σχήμα Η Αφιέρωση του Δελφικού Λόγου.

1927

Στις 9-10 Μαίου οι Δελφικές Γιορτές που εκτός από την παράσταση του Προμηθέα περιλαμβάνουν αθλητικούς αγώνες, έκθεση λαικής χειροτεχνίας λαμπαδηδρομίες κ.λπ. Η επιτυχία υπήρξε πρωτοφανής. Ο ποιητής μετά την παράσταση του Προμηθέα (9/5) εκφωνεί εμπνευσμένο λόγο στα γαλλικά, που δημοσιεύτηκε στο περ. Ιdal et ralit υπό τον τίτλο Ρarοles Delphiques και πρόλογο του Μario Μeunier. Την τρίτη μέρα, που ο Προμηθέας επαναλήφθηκε για τους ντόπιους, ο ποιητής με λίγα εμπνευσμένα λόγια τούς κάλεσε να ορκιστούν τον μεγάλο ορφικό όρκο. Στις 29/5 μιλάει στον Πειραιά για τις Γενικές γραμμές της Δελφικής Προσπάθειας. Τον Σεπτέμβρη η Εύα πηγαίνει στις ΗΠΑ για να προωθήσει τη Δελφική Ιδέα και το έργο του Άγγελου.

1928

Μένει στους Δελφούς με μικρές διακοπές. Στον Πύργο της Ηλείας μιλάει για Τα αετώματα της Ολυμπίας. Στέλνει από τους Δελφούς να τυπωθεί ο Λόγος Σπερματικός και παίρνει τα πρώτα δοκίμια. Στις ΗΠΑ η Αlma Reed έχει μεταφράσει την Αφιέρωση του Δελφικού Λόγου. Στις 4/11 φεύγει για το Παρίσι όπου συναντά την Εύα και όπου προσπαθεί να συνεργαστεί με ορισμένους γάλλους διανοούμενους για την προετοιμασία των [Δελφικών] εορτών [του 1930]. Απογοητεύεται πλήρως από την σχεδόν εχθρική στάση που κράτησε απέναντί του ο Εd. Schur, με τον οποίον όμως είχε μέχρι τότε διατηρήσει μια πολύ ενδιαφέρουσα αλληλογραφία.

1929

Στις 25/3 ο Σίμος Μενάρδος εκφωνεί λόγο στη συνεδρία της Ακαδημίας, για τη βράβευση του έργου του ζεύγους Σικελιανού. Είχε εισηγηθεί ο Κ. Παλαμάς. Το περ. Ιόνιος Ανθολογία (Μαρτ.-Απρίλ.) ρίχνει την ιδέα να προταθεί ο Σικελιανός για το βραβείο Νobel. Στα μέσα του Αυγούστου τον επισκέπτεται στους Δελφούς ο Εd. Ηerriot (γάλλος πολιτικός, συγγραφέας, πρωθυπουργός) παρέα με τον Σεφέρη. Στις 22/8 ο ποιητής γράφει το άρθρο Λίγες Φιλολογικές κουβέντες μου με τον Ερριό που δημοσιεύεται στην εφ. Πρωία (25/8). Στην ίδια εφ. δημοσιεύεται προς τα τέλη του Οκτώβρη το κείμενό του Το Δωρικό Πανεπιστήμιο των Δελφών [προσχέδιο].

1930

Στο περ. Πρωτοπορία δημοσιεύτηκε ο Σπερματικός Λόγος με τίτλο Ένα παλιό μου ορφικό προανάκρουσμα για τους Δελφούς [χρονολόγηση: 1921]. Μιλάει στην Αρχαιολογική Εταιρεία τον Γενάρη για τον προορισμό της Κοινότητας. Τον Μάη (1-3, 6-8, 11-13) επαναλαμβάνονται οι Δελφικές Γιορτές, κατά τις οποίες, εκτός από τον Προμηθέα Δεσμώτη που διδασκόταν την πρώτη κάθε τριημέρου, ανέβηκαν και οι Ικέτιδες του Αισχύλου. Πλήρης οικονομική κατάρρευση των Σικελιανών. Τον Οκτώβριο συνέρχεται στην Αθήνα η Α' Βαλκανική Συνδιάσκεψη. Σκοπός: η προσέγγισις των βαλκανικών κρατών, και, τελικώς, η πραγματοποίησις της ενώσεως αυτών, της Ελλάδος τουτέστι, της Αλβανίας, της Βουλγαρίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ρουμανίας και της Τουρκίας. Στις 12 Οκτωβρίου οι σύνεδροι εκδράμουν στους Δελφούς. Ο Σικελιανός δράττεται της ευκαιρίας και από το καταφύγιό του της Ελευσίνας πηγαίνει στους Δελφούς και απευθύνει στους εκδρομείς Λίγα λόγια στα μέλη της Βαλκανικής Συνδιάσκεψης στα γαλλικά.

1931

Μιλάει στον Παρνασσό (2/2) με θέμα: Η Δελφική Ιδέα. Στις 8/2, στο σπίτι του Ν. Αιγινήτη υπογράφεται το καταστατικό της Δελφικής Ένωσης. Τον Ιούνιο μιλάει στον Στρατό της Θράκης (στην Κομοτηνή) στην καθαρεύουσα με θέμα: Ο Δελφικός Πυρήν φορεύς της παγκοσμίου πνευματικής θελήσεως. Με συνεντεύξεις του προσπαθεί να κάνει σαφές το νόημα αλλά και την Πρακτική της Δελφικής Ιδέας. Στο τέλος της χρονιάς μένει στην Ελευσίνα και κατά μαρτυρία του Γιοφύλλη επανέρχεται στις μελέτες του για τα ελευσίνια-ορφικά μυστήρια.

1932

Στο Καλαμάκι γράφει το έργο Ο Τελευταίος Ορφικός Διθύραμβος ή ο Διθύραμβος του Ρόδου που θέλει να το θεωρεί ως αρχή της σειράς των τραγωδιών του (εκδίδεται τον Σεπτέμβρη).

1933

Οι μεγάλες οικονομικές δυσκολίες δεν επιτρέπουν μετάβαση του Σικελιανού στην Αλεξάνδρεια, όπου ήταν καλεσμένος από το Γαλλικό Λύκειο για να μιλήσει. Οι ίδιες δυσκολίες δεν του επιτρέπουν να εκδώσει τον προαναγγελθέντα Λυρικό Βίο. Κυκλοφορεί από τον Πυρσό, μεταφρασμένος στα γαλλικά από τον ίδιο, Ο Διθύραμβος του Ρόδου. Στις 24/4 δοκιμαστική παράσταση στον λόφο του Φιλοπάππου του Διθύραμβου του Ρόδου. Οι κριτικές ποικίλουν. Τον Αύγουστο η Εύα φεύγει για τις ΗΠΑ. Έχει υπογράψει συμβόλαιο για παραστάσεις αρχαίου θεάτρου με τον Ρ. Ρerkins, ο οποίος το αθέτησε. Στο τέλος του χρόνου νοικιάζει το μικρό σπιτάκι κοντά στο Μοναστήρι της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα, το οποίο μέχρι το τέλος της ζωής του χρησιμοποιεί ως ερημητήριο.

1934

Ένα ταξίδι του στην Παλαιστίνη ματαιώνεται πάλι για λόγους οικονομικούς. Στις 26/7 υπογράφεται το επίσημο καταστατικό της ίδρυσης της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Ο Σικελιανός από τα πρώτα ενεργά μέλη. Τον Σεπτέμβριο βρίσκεται στο Λοκάρνο στο 30ο Συνέδριο Ειρήνης, όπου στην ομιλία του προσπαθεί να υποστηρίξει το Δελφικό του όραμα. Μένει για λίγο στη Γενεύη και κατόπιν πηγαίνει στο Παρίσι για την προώθηση της Δελφικής Ιδέας. Γνωρίζεται με τον Ρaul Valry. Η προσπάθειά του να συγκληθεί συνέδριο με την σύμπραξη και υποστήριξη του Ινστιτούτου Πνευματικής Συνεργασίας πέφτει στο κενό για λόγους πάλι οικονομικούς. Στις 3/11 δημοσιεύεται ο Νόμος 6322/1934 περί συστάσεως Δελφικού Οργανισμού. Γράμμα κενό. Πρώτη εμφάνιση του Προλόγου στον Λυρικό Βίο με τη δημοσίευση αποσπάσματος στην εφ. Νέος κόσμος (9/12). Τίτλος: Το πρώτο βήμα της μύησής μου στην αδιαίρετη ποιητική αλήθεια.

1935

Δημοσιεύονται τα ποιήματα Ιερά Οδός, Προσευχή, Στ Όσιου Λουκά το μοναστήρι. Γράφει τον πρόλογο στο βιβλίο του Ρaul Valry Ευπαλίνος ή ο αρχιτέκτων που μετέφρασε η Έλλη Λαμπρίδη. Τον Νοέμβρη και τον Δεκέμβρη δίδει τέσσερις ομιλίες που τις τιτλοφορεί Η Ελευσίνια Διαθήκη. Τη χρονιά αυτή κυκλοφορεί και η ανθολόγηση ποιημάτων του από τον Άγι Θέρο με τίτλο Τα λυρικά του Σικελιανού.

1936

Στις 3/4 η ομιλία του Σικελιανού στον Παρνασσό Ο Παλαμάς ασκητής και μύστης εντυπωσιάζει. Στον ίδιο χώρο τον Δεκέμβρη μιλάει με θέμα Η Δελφική Ιδέα. Δημοσιεύει μόνον δύο ποιήματα: Στο έρμο χωράφι εκεί στη Σαλαμίνα και Φθινόπωρο 1936. Η υγεία του κλονίζεται. Η χώρα κλονίζεται από τη δικτατορία του Μεταξά (4/8).

1937

Στις 22/5 δημοσιεύεται στο περ. Νεοελληνικά Γράμματα με τίτλο Το αίτημα του Σικελιανού λόγος για την αρχαία τραγωδία που ο ποιητής εκφώνησε στο Α' Πανελλήνιο Πανθεατρικό Συνέδριο. Στα Νέα Γράμματα καθ' όλη τη διάρκεια του έτους δημοσιεύει τα ποιήματα Φθινόπωρο 1936, Carmen Οccultum, Η κορφή του Νισύρου, Αναδυομένη, Στ Όσιου Λουκά το μοναστήρι, Λιλίθ και στη Νέα Εστία τα ποιήματα Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο, Τα περιστέρια, Ιωάννης Συκουτρής, Γράμματα. Το φθινόπωρο η υγεία του επιδεινώνεται.

1938

Περί τα τέλη Φεβρουαρίου προλογίζει ρεσιτάλ απαγγελίας της Πούπας Κοκκινάκη με την ομιλία του Ο Ποιητικός προφορικός λόγος και η εποχή μας. Η Έλλη Λαμπρίδη τού γνωρίζει την Άννα Καμπανάρη-Καραμάνη. Αρχίζει μια εφηβική αλλά βαθιά και μυστική περιπέτεια με πήγαιν'-έλα του Άγγελου στον Βόλο και διαμονές στο Πήλιο (όπου ο πρώτος σύζυγος της Άννας Γ. Καραμάνης, γιατρός φυματιολόγος, διατηρούσε σανατόριο) και δραματικές καθόδους της Άννας στην Αθήνα. Στον Βόλο ο ποιητής γνωρίζεται με τα μέλη του πολιτιστικού συλλόγου Οι φίλοι των Γραμμάτων και στις 23/10 δίνει διάλεξη με θέμα Η φύση και η Αποστολή του Λυρισμού που γράφτηκε στο Πήλιο. Το κείμενο της συγκλονιστικής ομιλίας που έκανε τον Νοέμβρη στη Συναγωγή του Βόλου δεν διασώθηκε.

1939

Μένει κυρίως στη Σαλαμίνα. Δημοσιεύονται στα Νέα Γράμματα τα ποιήματα Μελέτη θανάτου και Μήτηρ Θεού. Το τελευταίο, με σχόλια της Έλλης Λαμπρίδη, και στο περ. Νέα Πολιτική. Χωρίς να έχει υποβάλει έργα στην αρμόδια επιτροπή, βραβεύεται με το Λογοτεχνικό Βραβείο για το σύνολο του έργου του.

1940

Ματαιώνεται η έκδοση του Λυρικού Βίου. Ανήμερα του Αγίου Πνεύματος παντρεύονται με την Άννα στον περίβολο της Παναγίτσας, μέσα στον Ναό της Δήμητρας στην Ελευσίνα. Στις 11/7 υπογράφεται ιδιωτικό συμφωνητικό για την έκδοση του Λυρικού Βίου μεταξύ του εκδότη Γ. Γκοβόστη και του Σικελιανού. Όμως εξαιτίας της κήρυξης του πολέμου η έκδοση ματαιώνεται. Στη Φτέρη Αιγίου, όπου περνούν οι Σικελιανοί το καλοκαίρι, τελειώνει την τραγωδία του Σίβυλλα, που τη διαβάζει στις 2/11 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Δημοσιεύονται αποσπάσματα του Προλόγου στον Λυρικό Βίο στα Νεοελληνικά Γράμματα (23/11). Τον Δεκέμβρη μιλά δύο φορές από το ραδιόφωνο για το ολοκληρωμένο νόημα της ελληνικής επιστράτευσης και τις ελληνικές πνευματικές αξίες.

1941

Δημοσιεύει μια σειρά συγκλονιστικών ποιημάτων που έχουν σχέση με τον πόλεμο και εμψυχώνει τους στρατιώτες του μετώπου καθώς και τον άμαχο πληθυσμό. Μέσα στη γερμανική κατοχή δημοσιεύει στη Νέα Εστία τα άρθρα του Το σημερινό ελληνοκεντρικό μας αίτημα και Ο Δωριέας Πρωθιεράρχης μας. Συνέτρεξε με όλα του τα μέσα την Αντίσταση, χωρίς όμως να υπάρχουν ντοκουμέντα (απλώς μαρτυρίες που χωρίς έλεγχο αναπαράγονται) πως ήταν σε κάποια ομάδα. Η δική του αντίσταση τον έβαζε στον μεγαλύτερο από τους κινδύνους.

1942

Τον Ιούλιο από τις εκδόσεις Άλφα Ι. Σκαζίκη εκδίδονται οι δύο του ομιλίες για τον Παλαμά. Τον Φεβρουάριο στο σπίτι του Πρεβελάκη συναντά τον Καζαντζάκη, με τον οποίον είχαν ψυχρανθεί πριν από χρόνια. Αναγνωρίζονται πάλι αδερφοί και τον Μάιο πηγαίνουν στην Αίγινα όπου βρίσκονταν οι Καζαντζάκηδες. Μένουν στο σπίτι του ζωγράφου Τάκη Καλμούχου. Στην Αίγινα έγραψε την τραγωδία Ο Δαίδαλος στην Κρήτη και το ποίημα Μέγιστον Μάθημα. Κυκλοφορούν κρυφά τα Ακριτικά, μια σειρά χειρόγραφα ποιήματα σπάνιας έμπνευσης, με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου.

1943

Εκδίδεται η ποιητική αυτοανθολογία του Σικελιανού Αντίδωρο. Το Κατορθωμένο Σώμα, τελευταίο ποίημα της Συνείδησης της Προσωπικής Δημιουργίας τυπώνεται εδώ για πρώτη φορά. Στην κηδεία του Μαλακάση ο Σικελιανός απαγγέλλει το ποίημα Μαλακάσης (27/1). Μετά από ένα μήνα, στην κηδεία του Παλαμά (28/2), απαγγέλλει το ποίημα Παλαμάς. Ήταν η πρώτη ενώπιος ενωπίω δημόσια πράξη αντίστασης. Τον Μάη μιλάει στο θέατρο Κυβέλη θέμα: Από τα τελευταία χρόνια του Παλαμά. Τον Ιούνιο εκλέγεται πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Τον Δεκέμβρη δημοσιεύει το ενωτικό ποίημα Το μήνυμά της, που δημιούργησε σάλο και όλοι φρόντισαν να το εκμεταλλευτούν.

1944

Εκδίδεται η μετάφραση των Ακριτικών στα γαλλικά, από τον Οctave Μerlier. Εκδίδονται επίσης τα Ακριτικά, πανομοιότυπα των χειρόγραφων του 1943, με πρόλογο των εκδοτών γραμμένο από το χέρι του Γ. Σεφέρη. Από τις εκδόσεις Άλφα του Ι. Σκαζίκη τυπώνεται δίγλωσση, ελληνικά-γαλλικά, η Μήτηρ Θεού μετάφραση και εισαγωγή του Robert Levesque. Στις 14/10 εκφωνεί από το ραδιόφωνο τον πρώτο πανηγυρικό της απελευθέρωσης. Εντυπωσιάζει όπως και η ομιλία του Προς μια αποφασιστική πνευματική στροφή στην πρώτη (5/11) μετακατοχική συνέλευση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

1945

Στα Ελεύθερα Γράμματα δημοσιεύεται το Πνευματικό Εμβατήριο (19/5). Δημοσιεύεται επίσης μια σειρά από άρθρα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον και αφορούν στο πνευματικό υπόβαθρο της πολιτικής συνείδησης και τοποθέτησης του Σικελιανού. Υποψήφιος για την Ακαδημία. Δεν εκλέγεται. Η εφ. Ελευθερία αποδίδει τη μη εκλογή του σε φανατισμό. Στα Δημοκρατικά Χρονικά δημοσιεύεται η είδηση ότι το Εθνικό Θέατρο θα ανεβάσει τη Σίβυλλα. Στις 11/11 παντρεύουν τον Νίκο και την Ελένη Καζαντζάκη στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση. Τον Δεκέμβρη υπογράφει διακήρυξη λογοτεχνών να δοθεί γενική αμνηστία, γεγονός που δημιούργησε τριγμούς σε ορισμένες του σχέσεις.

1946

Εκδίδεται η τραγωδία του Ο Χριστός στη Ρώμη πολυτελώς από τις εκδόσεις Άλφα και σε έκδοση κοινή από Τα Νέα Βιβλία. Το Εθνικό Θέατρο δεν ανεβάζει τελικά τη Σίβυλλα μη αντέχοντας τις πιέσεις αλλά και τις κριτικές όπως Το μαλιαρό δράμα κ.λπ. Στις 30/4 η ΕΕΛ υποβάλλει την υποψηφιότητά του για το βραβείο Νobel αλλά επανέρχεται με νέο έγγραφο (27/5) και υποβάλλει και αυτή του Καζαντζάκη. Πρακτική που δεν βοήθησε κανέναν απ τους δύο. Την προηγούμενη είχαν παρουσιάσει τον Ρaul Εluard στο θέατρο Αττικόν και στις 27/5 ο R. Levesque μιλάει για το έργο του Σικελιανού. Προλόγησε ο Εluard. Η υποψηφιότητα του Σικελιανού έχει σοβαρή υποστήριξη από ξένες προσωπικότητες, αλλά υπήρξε έντονη η ντόπια αντίδραση. Το Νobel πήρε ο Η. Ηesse. Μέσα σ αυτή τη χρονιά κυκλοφόρησαν οι δύο πρώτοι τόμοι του Λυρικού Βίου. Επίσης ανθολογία ποιημάτων σε γαλλική μετάφραση από τον R. Levesque και πρόλογο του Εluard, με τίτλο Sikelianos, Choix des pomes. Εκλέγεται πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

1947

Εκδίδεται και ο τρίτος τόμος του Λυρικού Βίου. Εκλέγεται πάλι πρόεδρος της ΕΕΛ μετά από επαναληπτικές αρχαιρεσίες (11/5). Στις 21/8 μιλάει στο συνέδριο του Μontreux της Ελβετίας όπου προτείνει την καθιέρωση της νεοελληνικής ως διεθνούς γλώσσας της Παγκόσμιας Ομοσπονδιακής Οργάνωσης. Η υγεία του επιδεινώνεται. Τον Δεκέμβρη έχει ήδη τυπωθεί από το τυπογραφείο του Μηνά Μυρτίδη Ο θάνατος του Διγενή με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου για τη σειρά του Γαλλικού Ινστιτούτου. Το βιβλίο εξαφανίστηκε για δυο χρόνια.

1948

Η υγεία του επιδεινώνεται συνεχώς. Μέσα Φεβρουαρίου μπαίνει στο νοσοκομείο Η Παμμακάριστος, γι αυτό και έχει παραιτηθεί από την προεδρία της ΕΕΛ.

1949

Στις 2/2 μιλάει στο Γαλλικό Ινστιτούτο με θέμα: Ιουδαισμός και Ελληνισμός. Η διάλεξή του στο Βρετανικό Συμβούλιο για την Τρικυμία του Σαίξπηρ (1/4) και αυτή για τον Γ. Βιζυηνό στο θέατρο Αλίκη υπήρξαν οι τελευταίες.

1950

Εκδίδονται από το Γαλλικό Ινστιτούτο οι δύο τόμοι της Θυμέλης. Ο πρώτος περιλαμβάνει τον Διθύραμβο του Ρόδου, τον Δαίδαλο στην Κρήτη και τη Σίβυλλα. Ο δεύτερος μόνον τον Θάνατο του Διγενή αλλά με νέο εξώφυλλο και με τίτλο Χριστός Λυόμενος. Ο Θάνατος του Διγενή. Τον Μάη εισάγεται πάλι στην Παμμακάριστο με εγκεφαλικό. Επιδείνωση της υγείας του.

1951

Η υποψηφιότητά του για το Νobel εξακολουθεί να υπάρχει. Ο Δ. Κόκκινος εισηγείται πάλι στην Ακαδημία την εκλογή του. Εκλέγεται ο Σ. Σκίπης. Προλογίζει τα Τραγούδια των Ελλήνων του Άγι Θέρου. Από κάποιο λάθος στην Κηφισιά, όπου έμενε, αντί για το φάρμακό του πήρε απολυμαντικό. Μεταφέρεται στην Παμμακάριστο. 19 Ιουνίου: Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός... πάει να τους συναντήσει. 20 Ιουνίου απόγευμα. Από τη Μητρόπολη στο Α' Νεκροταφείο. Το πλήθος ακολουθεί βουβό και αμήχανο.

O ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ



ΟΡΦΕΑΣ

Είπα, κανείς μη, μ ακλουθήσει, μόνος

Θα πάω, κι αν θα γυρίσω, πάλι μόνος.

Μ αν δεν ξανάρθω πίσω, τ όνομά μου

Σας δίνω κι Ορφανούς Σας λέω, για ναστε

Στη μοναξιά, που θάρτει, ανταμωμένοι,

Σαν τα παιδιά που εχάσανε πατέρα

Φτωχό, κι ωσά βραδιάσει, σμίγουν όλα

Τριγύρα απ τη φωτιά βουβά, κι ο νους τους,

Καρφωμένος ακόμα στην αχνάδα

Του νεκρού τους, κοιτάει και μεγαλώνει

Βαθιά του ό,τι τους άφηκε: εν αλέτρι,

Λίγες φούχτες σταριού, δυο ξύλα ακόμα

Για τη γωνιά. Κι ο πόνος, αγάλι-

Αγάλι. Ξάφνου υψώνεται μπροστά τους,

Πιάνει τ αλέτρι σα ζευγάς, το στάρι

Σάμπως σποριάς το συντηρνάει, και λέει:

Όλη τη γη μ αυτά να οργώσω θέλω

Να σπείρω όλο τον κόσμο απ άκρη σ άκρη,

Να φάει με μας φτωχολογιά, ποτέ της

Που δε γνώρισε μάνα ουδέ πατέρα,

Φτάνει η φωτιά να κάψει λίγο ακόμα

Στο σπίτι, κι ο νεκρός μας να μη λήψει

Ποτέ απ ανάμεσό μας.

Και τα πλούτη

Του κόσμου, τα όπλα, οι δόξες, τα χρυσά του

Παλάτια, όλα τους φαίνονται παιχνίδι

Μπρος στ άλετρι, το στάρι και τη φλόγα,

Του άγιου νεκρού κληρονομιά, που να ίσως

Ψωμί δε φτάνουν σήμερα να δώσουν

Στα ορφανά του, στου πόνου τους τα μάτια

Γιγαντώνονται, κι αύριο, λες, θα θρέψουν

Την πείνα ενός λαού.

Όμοια θα νάναι

Λίγον καιρό κι η ορφάνια Σας, αν φύγω.

Μα η μυστική κληρονομιά, που αφήνω

Σε σας, είν άλλη, κι άλλη στράτα ο νους Σας

Θα πάρει σύντομα απ αυτή μ ακούτε;

Α ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Κύριε, Σ ακούμε. Εσύ μας τώπες πάντα:

Το μάτι μεγαλώνει στο σκοτάδι,

Κι η ακοή στη σιωπή. Και Συ το ξαίρεις,

Πως άρχισε στα φρένα μας να φέγγει

Ο πατρικός βυθός και πως στ αυτί μας

Επρωτομπήκε ο λόγος Σου. Το ξαίρεις,

Κύριε, Σ ακούμε κι η τραχειά ψυχή μας,

Που τη φροντίζεις χρόνια, ως ο τοξότης

Του τόξου τη νευρή, σαν τη αλείβει

Βράδι και αυγή με λάδι, για να ρίχνει

Μακρά το βέλος κι ως το χελιδόνι

Ν αντιλαλεί από τ άγγιγμα, δονείται

Συθέμελα, τα χείλη Σου ως ανοίξεις.

Μα τι είναι τούτο, που μας λες, πως μόνος

Θα πας, κι αν θα γυρίσεις πάλι μόνος,

Και πως μπορεί να μην ξανάρθεις τι είναι;

Ποιός ειν εδώ από μας, που τη ζωή του

Χωρίς Εσέ τη θέλει; Δε θαρθούμε

Μαζί Σου, Κύριε, πάλι, ανηφορώντας

Τ άγιου βουνού τα πλάγια όλη τη νύχτα,

Καθώς τότε, που Εσύ μας πρωτοπήρες

Κι αλαφρός ανηφόριζες προς τα ύψη,

Ενώ εμείς την καρδιά μας μεσ στα στήθη

Σα βακχεμένο τύμπανο να δένει

Τη νιώθαμε κρυφά τη γη με τάστρα;

Γύρα Σου πια δε θάμαστε ολοένα,

Καθώς στις μύριες μάχες, που η πνοή Σου,

Σηκώνοντας ενάντια στους τυράννους,

Με το ρυθμό τις εξετύλιγε όλες

Σ άγιους πυρρίχιους, ενώ Συ μονάχος,

Δίχως άρματα, μόνο με το βλέμμα

Ή με το χέρι έδειχνες που είν το δίκιο

Και που είν η νίκη, Κύριε; Και πως έτσι

Να μας αφήσεις συλλογιέσαι τώρα;

ΟΡΦΕΑΣ

Ποιός μίλησ έτσι; Κι είναι δικά σου

Τα λόγια, απ την καρδιά, που σώχω πλάσει;

Έλα, Σιωπή, που φανερώνεις όλη

Τη δύναμη του νου και ξεσκεπάζεις

Τα πιο κρυφά μυστήρια στην καρδιά μας!

Δώρο του Ελέους, που βρίσκεται σε κάθε

Τραχιό και πλέριο αγώνα, που μαρτύρους

Δε λαχταρεί, κατέβα και σε τούτον!

Και Συ, αγριοπερίστερο του θάρρους

Του μυστικού, φανερωμένο μόνο

Στην τέλεια πράξη, χτύπα το φτερό Σου

Στο μέτωπο του μια στιγμή, όπως τόσες

Φορές του τώχεις άξαφνα δροσίσει!

Έτσι λοιπόν, γιατί Σας είπα μόνο,

Πως ορφανοί θα μείνετε, η καρδιά Σας

Ταράχτηκε και ξέχασε ό,τι χρόνια

Τη νουθετώ; «Του χωρισμού όποιος σκίσει

Τα σκοτεινά πελάγη, έχοντας πάντα

Στο νου, αβασίλευτο άστρο, την Αγάπη,

Δε θα να σμίξει μόνο αυτός μ εκείνους

Οπώχει χάσει, μα, ιερό γιοφύρι,

Κι άλλους θα σμίξει ανάμεσό τους, τόπους

Με τόπους, λαούς με λαούς, οχτρούς με φίλους,

Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες

Με τους αιώνες». Και συ, μόλις που είπες,

Πως μεσ στα φρένα σου φώτα ολοένα

Ο πατρικός βυθός, δειλιάζεις τώρα

Στο χωρισμό;

Α ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Κύριε, το ξαίρω, σφάλλω.

Τι το πιστό σκυλί καλά γνωρίζει

Ν αγρυπνήσει του κυρίου του τον τάφο.

Κι όλα αν τα χάσω, ετούτο δεν το χάνω.

Μα πως να χάσω, Κύριε, τη φωνή Σου,

Που, ως την ακούω, λέω, πως τότε μόνο

Το παραπέτασμα του ναού τραβιέται,

Στ άδυτα νάμπω των αδύτων; Πες μου,

Όλα αν τα χάσω, αυτό πως να το χάσω;

ΟΡΦΕΑΣ

Αληθινά συρμένη είναι μπροστά σου

Βαρειά κατάχνια, μήτε που η φωνή μου

Μπορεί με μιας να τη διαλύσει. Ελάτε

Σιμότερα, όχι τη φωνή μου μόνο

Ν ακούστε, μα το χτύπο της καρδιάς μου!

Ελάτε ακόμα πιο σιμά.

Κοιτάχτε

Στα βάθη Σας και πέστε μου: Θυμάστε,

Πως Σας εδιάλεξα μαζί, κι ένα-ένα;

Μύριοι μ ακλούθααν το γιατί, δεν ξαίραν

Κι οι ίδιοι, ουδέ το ξαίρουν. Αλλ ως, όταν

Αρχίσει ξάφνου ο ήλιος ν αναλιώνει

Τα χιόνια στα βουνά και στα ποτάμια

Τους πάγους, τα νερά λευτερωμένα

Κατρακυλάνε καταρράχτες, όμοια,

Μόλις ακούστη η λύρα κι η φωνή μου

Μεσ στους λαούς, ωρμήσαν πίσωθέ μου

Πλήθη πολλα ως ποτάμια κι ως ετούτα,

Στη θάλασσα αν ορμήσουν, δε μπορούνε

Να ξαναστρέψουν πίσω ή να σταθούνε,

Όμοια κι αυτά ακλουθούσαν.

Μα ήταν κάποιοι

Στα πλήθη μέσα, που κανείς δε μπόρει

Γιατί ερχόνταν να πει. Τι μεσ στο ρέμα

Των άλλων εφαντάζαν, σαν οι βράχοι,

Που τ αντισκόβουν κι ήταν μόνοι απ όλους,

Σιωπηλοί, σκοτεινοί, συλλογισμένοι,

Σα να ρωτιώνταν: Τι γυρεύει ετούτος

Να κάμει; Είν άνθρωπος ή θεός; Δαίμονας είναι;

Κι απ όλους εφαινόντανε σα νάταν

Στη συμπονιά πρωτόμαθοι, στη γνώμη

Την καλή σαν κρυφά ν αντιστεκόνταν

Με τράχηλα σταλόν, ενώ στο Νόμο,

Που προβοδούσε η Λύρα κι ο Χορός μου,

Μύριες θερίζονταν ζωές. Και τούτοι,

Σα να μεθούσαν από το αίμα μόνο,

Που πλημμύραε παντού, πως πλημμυρίζει

Την άνοιξη τη γην η παπαρούνα,

Στη μάχη πρώτοι εχύνονταν, να νοιώσουν

Τη μυρουδιά του, πλούσια που σκορπιώταν

Τριγύρα τους, κι αλόγιαστα να πάρουν

Απ τον αγώνα μια πληγή σα δώρο,

Να ξαλαφρώνει το δικό τους.

Τάχα

Για ποιούς μιλώ;

Β ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Κύριε, για μας. Κι αν είναι

Η θελησή Σου, άφησ εμένα τώρα

Να ξακολουθήσω.

ΟΡΦΕΑΣ

Λέγε, είν η ψυχή σου Ψυχή μου.



Β ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Και μια μέρα, που ο αγώνας

Ο αιματερός σα να ξεχάστη, κι όλα,

Γη κι ουρανός και πέλαγα και γύρω

Τα βουνά σαν τ αγριόκρινα γαλάζια,

Ανασαίναν στον όρθρο αναπαμένα-

Και Συ είχες τραβηχτεί στη μυστική Σου

Σπηλιά, τους καθαρμούς για να οργιάσεις

Των θεών και της ψυχής Σου-ανταμωμένοι

Κρυφά, βαδίσαμε μαζί, ως βαδίζουν

Στα νύχια αλαφροκυνηγοί στο δάσο

Το σύθαμπο, μονάχο να Σε βρούμε

Και δολερά, με μιας, σαν οι Τιτάνες,

Που, με πηλό τα πρόσωπα αλειμμένοι,

Να σπαράξουνε ωρμήσαν το Ζαγρέα,

Για να λυθούν τα μάγια του, που δέναν

Και τα θεριά στο θώρι του, παρόμοια

Να Σε σπαράξουμε και μεις, να πέσουν

Τα δεσμά της γητειάς Σου και να μείνει

Στα χέρια μας η δύναμη, που ακέρια

Με το Χορό, τη Λύρα και το Λόγο

Απ τους λαούς μας έκλεβες.

Και ξάφνου,

Εκεί που ψάχναμε μ αυτί ασκημένο,

Αφουκραστήκαμε αναπνιάν ανθρώπου,

Που του ανεβοκατέβαζε τα στέρνα

Ύπνος πρωινός. Κι αργά σιμώσαμε όλοι.

Και να, εκοιμώσουν ήσυχα, ως κοιμάται

Μπρος στη σπηλιά του ένα ξανθό λιοντάρι.

Κι ίδια ως αυτό ξαρμάτωτος κοιτόσουν

Με μοναχά τη χαίτη Σου, και μόνο

Τον πλούτο του άγιου ανασασμού. Και μήτε

Δόρυ στο πλάι Σου μηδ η Λύρα μόνο,

Στο χέρι Σου είδαμε κατάπληχτοι όλοι,

Πιθωμένο στο στήθος Σου, να σφίγγεις

Ένα εκατόφυλλο μεγάλο ρόδο,

Που, ως ανάπνεες, ανάπνεε, λες, μαζί Σου.

Κύριε, λιγάκι να σταθώ. Τι κοίτα,

Το ήπιο δάκρυ ανάβρυσε στα μάτια

Των αδερφών μου η μνήμη τους ζεστάθη

Και του πρώτου τα χείλη σιγοτρέμουν

Να πάρουνε το λόγο απ τα δικά μου.

Σωστό είναι, Κύριε, να μιλήσει πάλι.

ΟΡΦΕΑΣ

Μια είν η ψυχή και μια η καρδιά, ας μιλήσει.

Α ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ

Κύριε, είν αλήθεια, πως μου τρέμει τώρα

Το χείλη κι η καρδιά μου μέσα τρέμει

Γιατί, το ξαίρεις κι όμως θα μιλήσω

Έτσι λοιπόν, σκυμμένοι βλέπαμε όλοι

Τον ύπνο Σου, κι αυτό το μέγα Ρόδο,

Όπου ανεβοκατέβαινε στην πνοή Σου

Και κάποιος από μας, χωρίς καθόλου

Να φυλαχτεί μήπως ξυπνήσεις, είπε:

«Ανάξιο γι άντρες είναι να ριχτούμε

Σ ένα παιδί ως ετούτο, μεσ στον ύπνο

Ας πιάσουμε καλύτερα τ αλάφι

Ζωντανό». Και γυρνώντας προς εμένα,

«Κέντα τον», μούπε, «λίγο με το δόρυ

Για να ξυπνήσει, γιατί αλήθεια μοιάζει

Ο ύπνος του αδέρφι νάναι του θανάτου

Κέντα τον λίγο». Κι έτσι, όπως επήρα

Τυφλά τη διαταγή, μεσ στο πλευρό Σου

Το δόρυ μου έσπρωξα αλαφρά, κι αμέσως

Λίγο πορφύρισε ο χιτώνας. Τότε

Τα μάτια ανύποπτα άνοιξες μεγάλα,

Κι μ αλαφρό αναστέναγμα σηκώθης

Στην κοίτη καθιστός, κι όπως μας είδες

«Τι», είπες, «είναι παιδιά; Πόσο κοιμώμουν

Βαθιά μεσ του Διονύσου την αγκάλη!

Και τι ήταν ξάφνου ετούτος στο πλευρό μου

Ο γλυκός πόνος, που με πήγε ακόμα

Σιμότερα, θαρρώ, προς την ψυχή μου,

Για να ξυπνήσω βλέποντάς τη; Τι είναι;»

Έτσ είπες κι ως κατάλαβες το γαίμα,

Που λιγοστόν εγλίστραε στο πλευρό Σου,

«Παιδιά, γιατί», μας ρώτησες, «ετούτο»;

Κι όπως κράταες το ρόδο, στο πλευρό Σου

Το πίθωσες σφιχτά και με το νέμα

Τριγύρα Σου μας κάλεσες «ελάτε»,

Σα νάλεες, «μη δειλιάζετε, καθήστε».

Κι εμείς στο νέμα αυτό καθήσαμε όλοι

Τριγύρα Σου κι ουδ ένας μας το στόμα

Για να μιλήσει εσάλεψε μα πλέρια

Σιγή ακολούθησε πολλιώρα, ωσότου

Απ του Παγγαίου την κορυφήν αιφνίδια

Εφάνη ο Ήλιος και, το ματωμένο

Ρόδο ανασκώνοντας μπροστά του, άρχισες έτσι:

«Δικό Σου το αίμα είν, Ήλιε, και δικό Σου

Είναι το Ρόδο και δικός Σου είμαι όλος

Και δικοί Σου είναι τούτοι, τη ζωή μου

Που αν ήρταν για να πάρουνε, τους σμίγει

Τις καρδιές τους σε μια η ανατολή Σου

Με τη δική μου από την ώρα τούτη.

Ο τέλειος πια χρησμός είναι μπροστά Σου,

Απόλλων!

Των θεών η Μάνα, η Νύχτα

Με το χέρι μου στο στέλνει,

Κορφή του ανασασμού, το τέλειο Ρόδο.

Για να το υψώσω ομπρός στα βλέφαρά Σου,

Αγνάντια απ τη χρυσήν ειδή Σου, κάτου

Απ τα δροσανοιγμένα Σου ρουθούνια,

Πόσο επόνεσα μ όλους μου τους πόνους!

Η λεύκα ή ο κυπάρισσος, κλεισμένα

Σε φαράγγι, ζητώντας να Σε ιδούνε,

Δεν πήγαν σε τόσο ύψος,

Όσο εγώ για τούτο,

Που, ωσά δροσοκομμένος βόστυχός Σου,

Μοιάζει χυμένο στο ίδιο Σου χρυσάφι.

Μόνο, τ άγιο Μυστήριο δος μου τώρα

Να φανερώσω και σε τούτους, όπως

Μου το φανέρωσες βαθιά και μένα

Στον ύπνο και στον ξύπνο μου, στη μάχη

Και στην ειρήνη, στη φιλιά ή στην έχτρα,

Στη ζωή και στο θάνατο, αυτό δός μου».

Έτσι ύμνησες, και μεις ολόγυρά Σου,

Στα δόρατα ακουμπώντας και στον Ήλιο

Μπροστά σκυμμένοι, ακούαμε, κι η καρδιά μας

Στον ύμνο εχόρευε όλη ακούγοντάς Σε

Και πια δεν εθυμούμαστε το λόγο,

Που για να Σ εύρουμε ήρταμε, αλλά, μ όλη

Την ακοήν ορθάνοιχτη, η ψυχή μας

Το μυστήριο του Ρόδου καρτερούσε

Να της ξηγήσεις, κι είχαμε έναν κύκλο

Γύρα Σου κάμει ασάλευτο, ως την ώρα,

Που κοιτώντας μας άνοιξες το στόμα.

ΟΡΦΕΑΣ

Και τώρα πάλι εγώ θα να τ ανοίξω,

Τι άλλος κανείς, το ξαίρετε, δεν πρέπει

Του Μυστηρίου τα λόγια να τ αγγίξει

Στα χείλη του, όσο ζω. Εγώ και πάλι

Στερνή φορά βαθιά Σας θα ξυπνήσω,

Πριν χωριστώ από Σας, την τέλεια Μνήμη.

Ήλιε, από Σένα εγύρεψα βοήθεια

Έτσι ξανάρχισα -, όμως πίσωθέ Σου,

Κι αν τήνε σκέπει ακέρια για τους άλλους

Το φως Σου, εγώ τη Μάνα Σου τη βλέπω

Να Σ αγκαλιάζει Εσέ, την άγια Νύχτα

Και πως ποτέ μπορεί κανείς να ξαίρει

Το γιο, αν τη μάνα πρώτα δε γνωρίσει;

Τι κι εγώ γιός της είμαι, κι από βρέφος

Ορφανός κι εγώ πιάστηκα στη ρω΄γα

Της συμπονιάς της, κάτου από το μαύρο

Τον πέπλο της που μ έκλειε, κι ως κρατούσα

Το άγιο βυζί, σκιρτούσα ως το κατσίκι

Στο θείο σκοτάδι κι εγώ γιός της είμαι.

Ήλιε, από σένα εγύρεψα βοήθεια,

Τι είσαι αδερφός μου κι είμαι εγώ δικός Σου,

Τι πρώτα Συ γεννήθης από μένα,

Μα ανθρωπομίμητοι είναι, όσο και νάναι,

Μεγάλοι οι δρόμοι Σου, τρανέ αδερφέ μου

Μα πως ποτέ μπορεί κανείς να ξαίρει

Το γιο, αν τη Μάνα πρώτα δε γνωρίσει;

Ω Μάνα Νύχτα, ω μυστική, ω μεγάλη,

Κι αν τώρα είσαι κρυμμένη από τη λάμψη

Του γιούΣου, σα μια χήρα που τη φτάνει

Ν ακούει τους άθλους του παιδιού της, κι είναι

Μακρά απ αυτό στα πένθη της ντυμένη,

Μα ευφρόσυνο είν το πένθος της, γιατί όλη

Κρυφά αγρυπνάει στους άθλους του, ω Μητέρα

Νύχτα, που μέσα κι απ το φως Σε βλέπω

Πιο καθαρά, ω θεμέλιο του Προφήτη,

Που δεν ποιμαίνει διόλου με τα μάτια

Τους στοχασμούς του, αλλά με την καρδιά του,

Σάμπως λάγιο σγουρόμαλλο κοπάδι,

Που τις πηγές του βρίσκει στα σκοτάδια

Και πίνει αχόρταγα απ το ρέμα, ω Μάνα,

Δος μου και Συ τη δύναμη να μπάσω

Σε τούτων τις ψυχές, που δε Σε ξαίρουν,

Το Μυστήριο του Ρόδου, φέρνοντάς τους

Σκαλί-σκαλί απ΄τη βάση του ως την άγια

Κορφή, που πια και Συ δε φαίνεσαι ίδια,

Σκοτεινή, θλιβερή, μαυροντυμένη,

Παρά χλωμή, βουβή και λευκοφόρα,

Τι απ του βυθού του πατρικού τα μαύρα

Κι αξεδιάλυτα πλούτη βλέπεις πάντα

Εκεί πάνω, χορεύοντας αγάλι-

Αγάλι πάνω απ της μουγγής αβύσσου

Τα πλάτη, σάμπως γλάρος να προβαίνει

Ο Αρματωμένος Έρωτας, και πάντα

Τον καρτερείς. Και φτάνει του φτερού του

Το διάβα απάνωθέ Σου, για ν ανθίσουν

Καινούργιοι κόσμοι μέσα Σου, καινούργια!

Μα εμείς, εδώ μαστε στη γη κι, ω Μάνα,

Πολλά ναι τα σκαλιά ως που ν ανεβούμε

Στην άγια κορυφή, που όλα τα σμίγει

Σε μια πνοή. Κι αρχίζει από τον ʼδη

Το πρώτο το σκαλί και το πιο πάνω

Η άγια το χτίζει Δήμητρα. Γιατί όπως

Όλοι στον ʼδη εμπρός οι άνθρωποι είν όμοιοι,

Όμοια είν ίδιοι κι αγνάντια από το Στάχι

Το Μυστικό, που η Ελευσίνα υψώνει,

Και σ όλους πλάι η Περσεφόνη, το ίδιο

Ξάγρυπνη για όλους, την ψυχή χωρίζει,

Σαν το μωρό απ τη μήτρα, απ το κορμί τους.

Μα ποιός αυτός, που δίπλα από την Κόρη,

Πριν κι απ το θάνατο κι ολοένα απάνω

Κι από το θάνατο, βοηθάει το σώμα

Και την ψυχή βοηθάει, ανταμωμένα,

Μέσα απ τον πόνο, πέρα από τον πόνο,

Ν ανεβαίνουν χορεύοντας τα πλάγια

Του βουνού, τα πολλά που γίνονται Ένα;

Ποιός απ τα βάθη του ʼδη με την πνοή του

Χορεύει τις ψυχές, σα μύρια φύλλα

Γύρα από δρυ ξερό, να σαρκωθούνε

Σε νέες γενιές, και ποιός σε τούτες μπάζει

Την άγια ορμή τ ανήφορου; Ποιός άλλος,

Πλούτωνα-Διόνυσε, από Σε, απ τα βάθη

Τα σκοτεινά της γης σαν ανεβάζεις,

Θεία μαρτυρία της δύναμής Σου, το ʼγιο

Το Κλήμα, που, ως βυζαίνει τα σκοτάδια

Της γης και πίνει απ τα ουράνια δρόσο,

Συνταιριάζει στις φλέβες του το σκότος

Με το φως σ αίμα πύρινο, δοσμένο

Την άγια Μέθη να κερνά απ το χέρι

Των θείων Μουσών, που η καθεμιά της στέκει

Κάθε σκαλί, για ν ανεβεί μαζί Σου

Στην κορυφή, κι αλλάζει τ όνομά της

Καθώς αλλάζει το δικό Σου; Κι έτσι,

Από μέθη σε μέθη, ο λογισμός μας

Κι οι αιστήσεις και το θάρρος μας κι η πνοή μας,

Κι από τον ένα Διόνυσο στον άλλο,

Ξάφνου ανεβαίνουμε, ως που πια δε φτάνει

Τ άγιο Κρασί, τι ανοίγεται στο νου μας

Η ανάπνια, που όλα πια τα σμίγει σ Ένα,

Ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη

Κι αγάπη, λαούς με λαούς, τόπους με τόπους,

Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες

Με τους αιώνες. Κι είναι τούτη η ώρα

Του Ρόδου του εκατόφυλλου βαθιά μας,

Που, αίμα και πνέμα και ψυχή και σάρκα

Και λυτρωμός απέραντος, μας μπάζει

Στον κύκλο, όπου κι η πίστη περισσεύει,

Γιατί είναι πίστη η ίδια ζωή στη μέση

Της καρδιάς μας για πάντα αναστημένη!

Έτσι είπα και βοηθούσεν ο παλμός μου

Και της ψυχής το σκίρτημα το λόγο.



Και Σεις, ως Σας εκοίταξα, είχατε όλοι

Την όψη και τον τρόπο Σας αλλάξει

Καθώς και τώρα. Κι ένας είχε γύρει,

Πως γέρνει ο δισκοβόλοςτο κορμί του

Σα φεύγει ο δίσκος, όλος ν ακλουθήσει

Νους και κορμί το νόημα κι άλλος είχε

Στη γη απλωθεί, ως να βύθιζε τα μάτια,

Τις ρίζες νάβρει του ʼδη κι είχε ο τρίτος

Στην όψη του μια φλόγα, ως να συγκράτει

Μ αγώνα την ορμή, να ξεκινήσει

Προς την κορφή κι ο τέταρτος κρατούσε

Κλειστά τα μάτια, ως νάρχιζε από τώρα

Ν ανασαίνει το Ρόδο, κι η ψυχή του

Σιγά-σιγά από μέσα του λυνόταν.

Κι όλων μαζί μια ζέστη Σας περνούσε

Τις φλέβες μυστικιά, που σταματούσε

Την αναπνιά Σας στα ρουθούνια, κάποιοι

Που τ άνοιγαν πλατιά κι είχαν κλεισμένα

Τα χείλη τους σφιχτά. Και ξάφνου εκείνος,

Που ως δισκοβόλος έγερνε να πάρει

Το νόημα, το κεφάλι του τανυώντας

Προς τα πίσω, ως να τίναζε ένα βάρος

Τρανό, μου φώναξε έτσι: «Ορφέα, δόσε

Το Ρόδο και σ εμάς και δόστο σ όλους,

Τι είν η ζωή πικρή απ την ώρα τούτη

Που ο ανασασμός του εδιάβη από μπροστά μας

Και δεν απλώθη στην γην όλη. Δόστο

Το Ρόδο στους λαούς, Ορφέα. Τι άγιος

Είναι ο αγώνας του Κρασιού, που, ως λιγοστεύουν

Τα θάρρη της ψυχής, τη σπρώχνει πάλι

Στους ζωντανούς ανήφορους. Μα τώρα

Δος τον αγώνα για το Ρόδο, Ορφέα,

Στους λαούς, για να κινήσουνε όλοι αντάμα

Προς την κορφή, που όλα τα σμίγει σ Ένα,

Ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη

Μ αγάπη, τόπους μ άλλους τόπους, τάστρα

Με τάστρα, ζωή με θάνατο, τους αιώνες

Με τους αιώνες. Δος στους λαούς το Ρόδο,

Ορφέα!»

Έτσ είπε αυτός και μένανε η καρδιά μου

Μώτρεμε πια, και μώτρεμε το χέρι,

Τέτια φωνή ανεπάντεχη ν ακούσω

Κι έτσι χλωμός το ματωμένο Ρόδο

Το σήκωσα στο χέρι μου, ρωτώντας:

«Και που, παιδιά, το Ρόδο θέτε πρώτα

Να το φυτέψουμε στη γη, που θέτε;»

Κι άργιε η απόκριση νάρθει μα αιφνίδια

Αυτός πούχε τα βλέφαρα κλεισμένα,

Ανοίγοντας τα, με φωνή που ερχόταν

Απ άλλον κόσμο, κι όμως κύλησε όμοια

Με μια βροντή, αποκρίθη: «Στην Ελλάδα!».

Και τα γκρεμά, οι πλαγιές, τα κορφοβούνια,

Σα στήθη που ανασαίνοντας πλαταίνουν,

Θαρρέψαμε, αντηχήσαν: «Στην Ελλάδα!».

Και τότε πια μας τύλιξε ο Παιάνας,

Μας γέμισε ο Παιάνας, μας επήρε

Στα διάπλατα του τα φτερά ο Παιάνας.

«Το Ρόδο, όλοι το Ρόδο στην Ελλάδα!»,

Φωνάξαμε κι ωρμήσαμε κι ώ, πόσοι

Μας έχουν σμίξει από τότε αγώνες!

Τι να τους λέω;



Β ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ



Και αν δεν τους πεις, πιο λίγο

Θα λάμπουνε για τούτο μεσ στους αιώνες

Και στην καρδιά μας, Κύριε; Έτσι αλήθεια

Φωνάξαμε, κι ωρμήσαμε και πίσω

Απ την ορμή μας ακλουθούσαν πλήθη,

Που εσπάζανε με μιας τις αλυσίδες,

Που οι τύραννοι παντού τους είχαν βάλει,

Στην ψυχή και στα πόδια και στα χέρια,

Και τώρα με της Λύρας Σου το Νόμο

Χορευτικά αρχινούσαν να σαλεύουν

Με το Ρυθμό. Και Σούφερναν μπροστά Σου

Με τα χέρια δετά τους βασιλιάδες

Και Συ τα χέρια λύνοντας τους, μ ένα

Χαμόγελο τους έλεγες : «Σηκώστε

Στον ουρανό τα μάτια και κοιτάχτε

Κάθ αστέρι φωτάει κι απώναν κόσμο

Να, κόσμοι για κατάχτηση». Κι εκείνοι

Μικροί στη Νύχτα εμπρός και στο δικό Σου

Το Λόγο, ζαλισμένοι από την άπλα

Της λευτεριάς Σου, έσκυβαν το κεφάλι.

Κι έλεες στα πλήθη γύρω: «Φυλαχτήτε

Από του πλούσιου το τραπέζι τι άλλο

Πλατύ τραπέζι από της Γης δεν είναι.

Και μη χωρίστε από τη Γη, θαρρώντας

Ψηλότερα από τούτη να καθήστε

Σε θρόνο δόξας ψεύτικης, το θρόνο

Της Γης σαν έχετε όλο αλλ ό,τι βγαίνει

Από τη Γη, στυλώστε το, είτ αμπέλι

Είτε δεντρί κι αν γέρνει, δοσετέ του

Και το ίδιο Σας ραβδί να το στεριώσει,

Το ίδιο Σας δόρυ. Έτσι που μια μέρα

Ο Όρθιος Σκοπός να λάμψει απ άκρη σ άκρη

Της γης, και, απέραντου βασίλειου σκήπτρο,

Το Ρόδο νάχει κάθε λαός στο χέρι!»

Έτσι έλεες και τα πλήθη Σε κοιτάζαν,

Καθώς κοιτάζει αμάλαγη παρθένα

Τον τέλειον άντρα, που άξαφνα μπροστά της

Εστάθη σαν κολώνα κι η καρδιά της

Τη σπρώχνει στο πλευρό του ν ακουμπήσει,

Γιατί δεν έχει ξεδιαλύνει ακόμα

Βαθιά της, τι της είναι, αν αδερφός της,

Αν μάνα, ή αν πατέρας, ή αν κρυμμένος

Κάποιος θεός. Παρόμοια και τα πλήθη

Για Σε.

Αλλ ως ο Λόγος Σου ξαπλώθη

Στην Ελλάδα κι εσπάσαν οι αλυσίδες,

Που εδώ κι εκεί την είχαν περιδέσει,

Κι ανάσαινε όλη, ως ανασαίνουν κάθε

Πρωί τα γαλάζια βουνοπέλαγά της,

Απ το Παγγαίο όσοι είχαμε κινήσει,

Τώρα γοργά τα πλάγια ανηφορώντας

Του Παρνασσού, μια αυγήν εμπήκαμε όλοι

Στον άγιο τόπο, πούχε η Γη Μαντείο

Πανάρχαιο, στους Δελφούς, του κόσμου αφάλι.

Και τότ εκεί, τα σκορπισμένα μέλη

Καλώντας της Ελλάδας πρώτα, ως νάρθουν

Σιγά-σιγά τα μέλη όλου του κόσμου

Το παγκόσμο στη γη να δέσουν Ρόδο,

Στο αγνό του το παράδειγμα Δωρίδα,

Ιωνία, Φωκίδα, Βοιωτία, Λοκρίδα,

Την Αρκαδία, την Αργολίδα, όλες

Τις χώριες της φυλές, φωνάζοντάς τις

Μαζί, καθώς ο Απόλλωνας τις Μούσες,

Την ώρα τούτη, κι, ως πληγή, που μόλις

Ανοίχτη κι έμοιαζε πως είναι η βρύση

Της ίδιας μου καρδιάς, τώρα που αρχίζει,

Καθώς μιλάς, να κρυώνει, μου γεμίζει

Πόνο κρυφό τα φρένα μου κι ως μέσα

Στα βάθη της ψυχής!

Μα τι με τούτο;

Απ την Αδράστεια θρέφεται ο Προφήτης,

Με την Ανάγκη ζει και την καθάρια

Γεννά Ειμαρμένη. Κι όμως είν ο πόνος

Σκληρός, αν άσκοπα τη γη ποτίζει

Το αίμα και το σφάγιο το μεγάλο

Σπαρνά, χωρίς κανένας να του πάρει

Την ύστερη ματιά.

Το ξαίρεις τάχα,

Ποιά μου άνοιξες πληγή; Και γιατί φεύγω,

Παιδιά; Δε με ρωτήσατε; Κι ως τώρα,

Το θάρρος μόνο να μη χάσετε, είπα,

Στο χωρισμό. Μα τώρα ελάτε, ελάτε

Κι ακόμα πιο σιμά, από την πληγή μου

Να πιείτε ν αλαφρώσει. Γιατί φεύγω

Να Σας το πω, κι αν φεύγω, γιατί μόνος,

Κι αν δεν ξανάρθω πίσω, τ όνομά μου

Γιατί Σας δίνω κι Ορφανούς Σας λέω,

Στη μοναξιά Σας νάστε ανταμωμένοι

Κι Ένα με με για πάντα.

Όχι, δεν είναι

Η τάξη η σαρκική, δεν είν η δόξα

Όπου μετριέται, που μπορούν να δώσουν

Το πλήρωμα του πόθου, που ο Προφήτης

Το βλέπει μόνος μεσ απ τους αιώνες

Στα σκοτεινά να λάμπει, τι η ψυχή του,

Ριζωμένη στη θλίψη ωσά σε βράχο,

Βυζαίνει όλη τη νύχτα από τη ρώγα

Των άστρων και τη μέρα από τον ήλιο,

Και προχωρεί ως εκεί, που πια κι η μέρα

Κι η νύχτα φέγγουν γύρα του σα γάλα

Δεν είν η τάξη η σαρκική κι ο χρόνος

Οπού μετριέται, που θα δώσουν τούτο

Το πλήρωμα, είν ο Έρωτας, που λέει

Και δε σιγάει στιγμή μεσ στην καρδιά μας:

«Όλο ν αθλείς και να μην πείς ποτέ σου

Πως νίκησες τι όσο τρανά και νάναι

Ο άθλος και η νίκη, αληθινά είναι πάντα

Μικρά μπροστά στον Έρωτα».

Και τούτο

Τον Νόμο, κρύφιο στύλο του Όρθιου Λόγου,

Σαν την αυγήν εκείνη μπήκαμε όλοι

Στον άγιο τόπο, πούχε η Γη Μαντείο

Πανάρχαιο, στους Δελφούς, του κόσμου αφάλι,

Τον παραδίνω ακέριο, με το Μέτρο

Και το Ρυθμό, σκαλί-σκαλί απ την κούνια

Του μόχτου, εξηγημένο ένα προς ένα,

Στους ιερείς, και αδρά τους θωρακίζω

Με δύναμη διπλή, ζωή και γνώση,

Τη διπλή κορυφή για ν ανεβούνε

Των δυο τρανών Θεών και τη Συνθήκη

Τη μυστική τους να τη φέρουν πλέρια

Χαραγμένη σε πλάκες στα έρμα πλήθη,

Που καρτερούν ακόμα τ άγιο Μέτρο

Να τα στυλώσει όλα μαζί. Κι ακόμα,

Το Ρόδο το εκατόφυλλο τους δίνω,

Το σύμμετρο εκατόφυλλο, όπου όλα

Τα φύλλα του ένα, και καθένα είν όλα,

Της μύησης το στεφάνωμα. Και κείνοι,

Με τη ζωή μεθούν τους λαούς κι ολοένα

Στρέφουν τη γνώση ενάντια τους, κι αφήνουν

Της αγίας συμμετρίας τ Ολύμπιο δώρο,

Το μυστικό εκατόφυλλο, να ρέψει

Πότε σ αυτό και πότε πάνω στ άλλο

Σκαλί της Μέθης κι ο καθένας στέκει

Σε κείνο το σκαλί και λέει: «Είν όλος

Ο Διόνυσος δικός μου» και θαρρώντας,

Στην κορυφή πως έφτασε, με λόγο,

Με πράξη ή τρόπο κλείνει και στους άλλους

Τους δρόμους τ άγιου ανήφορου, όπου λάμπει

Η αγνή ψυχή του απάνω κόσμου ακέρια,

Που η Λευτεριά είναι Γνώση, η Γνώση Αγάπη,

Και πια, απ τη Γνώση τούτη, δεν είν άλλη.

Και να, αδερφοί μου! Αύριο ξημερώνει

Η αυγή, που στου Παγγαίου το κορφοβούνι

Τ Όργιο τ αγνό να λειτουργήσω μέλλω,

Στο βωμό πώχω στήσει απάνω-απάνω

Του Απόλλωνα, κομίζοντας το Ρόδο,

Που ζωής και γνώρας είδωλο, στους κάμπους

Με τόσην αναστήσαμε άγρυπνη έννια!

Το Ρόδο θέλω να του πάω, και ξαίρω,

Πως στου βουνού τα πλάγια καρτερούνε

Οι Μαινάδες, που μόλις εγευτήκαν

Του Βασσαρέα Διόνυσου τη χάρη

Και του Σαβάζιου του ρυθμούς, κι «ειν όλος»,

Φωνάζουνε, «ο Διόνυσος δικός μας,

Και το δικό μας το Ρόδο» και προσμένουν

Να μου το πάρουν απ τα χέρια, κι όλα

Σκορπίζοντας τα φύλλα του, κι εμένα

Σφάγιο τ Οργίου τους να με σύρουν. Κι όμως

Το Ρόδο πρέπει αυγή στο κορφοβούνι

Να φέρω του Παγγαίου, και να το φέρω

Δίχως οργή, αλαφρός, γαλήνιος, μόνος,

Γεμάτος απ το θάμα του, γεμάτος

Από την πλέρια του ευωδιά, γεμάτος

Από την άγια συμμετρία του, όλος

Γεμάτος απ τη γνώρα του και μόνο.

Και τι να πω αύριο στον Ήλιο; «Σήκω,

Σαΐτεψε το φίδι, πώχει αφήκει

Η παλιά φιδομάνα και που τώρα

Πάλι τη γην ολόγυρα γυρεύει

Στις δίπλες του σφιχτά για να τυλίξει»;

«Ξύπνα», να πω, «Τιτάνα Εσύ, και πάλι,

Κυκλόφερε τα θεία πατήματά Σου,

Τα θεία Σου τα σκιρτήματα τριγύρω

Στο φοβερό ερπετό που ξαναζώνει

Τη γη κι ο οσκρός του αρχίνισε να τρέχει

Στις θείες πηγές Σου, φαρμακώνοντάς τις»;

Τέτια να πω τη μέρα, που να πάω

Μπροστά του πρέπει ανόργιστος, γαλήνιος,

Γεμάτος απ τη γνώρα του, γεμάτος

Από την άγια λάμψη του, γεμάτος

Από το φως το μάγο του, γεμάτος

Ακέριος απ το θάμα του και μόνο;

Τι αλλοίμονο, αν δεν πάω εγώ το Ρόδο

Στου μυστικού του γυρισμού τη μέρα,

Που, διασκελώντας τα υπερβόρεια πλάτη,

Παντέχει μόνο αγνάντια του ένα χέρι

Να του γνέψει: «Είμαι εδώ και Σε προσμένω»!

Και πως, το Ρόδο αν αύριο δεν του πάω,

Κατόπιν από με κανείς θ ανέβει,

ʼντρας ή λαός, το χάος για να μαγέψει

Με την κρυφή του λάτρα κι από πάνω

Να γυρίσει γαλήνιος και μεγάλος

Στα σκοτεινά τα βάραθρα;

Ω καλοί μου,

Όλο ν αθλεί και να μη λέει ποτέ του

Κανένας πως νικά γιατί, όση νάναι

Η νίκη και η θυσία, θα νάναι πάντα

Μικρά μπροστά στον Έρωτα.

Ώ καλοί μου,

Σε λίγο Σας αφήνω, και τι τάχα

Για παρηγόρια να Σας πω; Είστε οι λίγοι

Σπόροι μιας άμετρης σποράς, νανθίσει

Που θα ν αργήσει αιώνες; Μα είστε οι σπόροι

Ενός ακέριου λυτρωμού, και φτάνει.

Κι, ω αγαπημένοι, αν θα δειπνήσω απόψε,

Σ ομοφαγία κρυφά μαζί Σας τ άγιο

Ψωμί και το Κρασί, τα φύλλα ακόμα

Του πρώτου του εκατόφυλλου, που σ Ένα

Την αναπνιά μας έσμιξε, κι αν τώρα

Ξερό ναι, όλο και πιότερο ευωδάει,

Πηγή της τέλειας Μνήμης και του Πόνου

Και του Σκοπού, να Σας τ αφήσω θέλω,

Να Σας θυμίζει, κι απ τα βάθη του ʼδη,

Τα μυστικά σκαλιά, που η κάθε Μούσα

Φυλάει κρυφά κι αλλάζει τ όνομά της

Καθώς του Διόνυσου και να, από μνήμη

Σε μνήμη, ο λογισμός Σας ν ανεβαίνει,

Και οι αιστήσεις και το θάρρος Σας κι η πνοή Σας,

Ως την ψηλή κορφή, που πια δε φτάνει

Τ άγιο Κρασί, τι ανοίγει πια στο νου Σας

Η ανάπνια, που όλα Σας τα δίνει σ Ένα,

Ψυχή και σώμα, αίμα και πνέμα, εχθρότη

Κι αγάπη, λαούς με λαούς, τόπους με τόπους,

Με τη ζωή το θάνατο, τους αιώνες

Με τους αιώνες. Κι αυτή νάναι η ώρα

Του Ρόδου του εκατόφυλλου βαθιά Σας,

Κι η ώρα του Ορφέα νάναι σε Σας για πάντα,

Που, αίμα και πνέμα και ψυχή και σάρκα

Και λυτρωμός τεράστιος, θα Σας μπάζει

Στον κύκλο, όπου κι η πίστη περισσεύει,

Τι θάναι πίστη η ίδια ζωή στη μέση

Της καρδιάς Σας για πάντα αναστημένη!

Μα να, βραδιάζει ο Έσπερος εφάνη

Στον ουρανό κι είναι μακρύς ο δρόμος

Ως την κορφή. Τα χέρια δόστε τώρα

Ανάμεσό Σας και στεριώστε πάλι

Τη μαγικήν ασύντριφτη αλυσίδα,

Που με τον Όρκο εδέσατε τη νύχτα

Την πρώτη, που ολοφάνερα μπροστά Σας

Μέσα στα ουράνια δούλευε ο Πατέρας,

Τα σκότη οργώνοντας βαθιά, κι ο νους Σας

Δέχτη τα πρώτα φέγγη του κι ο πόθος

Ο μυστικός, από τη μαύρη βάση

Της γης, τινάχτη ως δόρυ πέρα απ τάστρα!

Κι εγώ τη Λύρα θα κρατήσω ακόμα

Για Σας απόψε μια φορά. Σκωθήτε,

Τι σκοτεινιάζει ο Έσπερος εφάνη

Χτυπάτε τις ασπίδες Σας κι αρχίστε

Το μυστικό πυρρίχιο το στερνό μου.

Τις ασπίδες χτυπάτε. Όρθιοι στον Όρθιο

Της ψυχής Σας Σκοπό. Κι αρχίστε αγάλι

Το φοβερό Χορό του Τέλειου Νόμου.

Τραγουδήστε τον Όρκο. Αυτόν αφήνω

Στον τόπο μου. Κι ακέρια την ψυχή Σας

Μεσ στον τιτάνα αιθέρα ριζωμένη

Κρατείτε πια. Ορφανά παιδιά, χορεύτε!

Την άγια Λύρα εχτύπησα. Ορκιστήτε!


(Όρθιος ο Ορφέας κρούει τη λύρα. Οι πολεμιστές σηκώνουν τις ασπίδες τους και αρχούνται γύρωθέν του. Ταγουδάν).


ΧΟΡΟΣ


Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων,

Ο Όρκος ετούτος ήτανε κρυφός

Βαθιά μας και βαθιά Σου αλλ ως το χνάρι

Το πρώτο του αχνοχάραξεν η χάρη

Του Αρματωμένου του Έρωτα, άγια θάρρη,

Γέμισε αργά, σιγά, σαν το φεγγάρι,

Όλος του ο μαύρος κύκλος από φως.

Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων,

Με θεούς κι ανθρώπους δένουμε τα χέρια εδώ,

Τι πάνω από των χρόνων και των τόπων

Τα σύνορα την άγια Σου επωδό

Μας χάρισες. Απ τ άραχλο σκοτάδι

Του πόνου μας ελέησες τη χαρά,

Μονάκριβη σα νάβγαινε απ΄τον ʼδη

Με κρύφια παντοδύναμα φτερά.

Κι απ το βαθύ Σου αμέτρητο βασίλειο,

Ακούραστο Τιτάνα κάθε αυγή,

Απάνω από τις έχθρητες τον Ήλιο,

Ν αγκαλιάζει στα χέρια του τη Γη.

Κι από τη γην εμείς, που η άγια μέθη

Μας ύψωσε ως το μέγα μυστικό,

Που απ ουρανό και γην αντάμα εδέθη

Το Ρόδο, ω Νύχτα, τούτο το Ορφικό,

Της πιο κρυφής φροντίδας μας το θρέμα,

Τ ορκιζόμαστε, πάνω από ναούς,

Να το ποτίσουμε όλο μας το γαίμα,

Για να το δώσουμε αύριο στους λαούς.

Νύχτα, μητέρα των θεών και των ανθρώπων,

Ο Όρκος ετούτος ήτανε κρυφός

Βαθιά μας και βαθιά Σου αλλ ως το χνάρι

Το πρώτο του αλαφρόγραψεν η χάρη

Του Αρματωμένου του Έρωτα, άγια θάρρη,

Γιομίζει αργά, σιγά, σαν το φεγγάρι,

Όλος του ο μαύρος κύκλος από φως!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου