Εδώ "φιλοξενούμε" τους μεγάλους Έλληνες ποιητές και ορισμένα από τα ποιήματά τους.Γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι στοχαστές που μείνανε παγιδευμένοι μέσα στους ορίζοντες της παρακμασμένης κυρίαρχης τάξης για να την υπηρετούν στέκονται ανίκανοι να πάνε πέρα από τον Χέγκελ, όσο κι αν τον αρνούνται, τον καταριούνται ή τον υμνούν.
Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ: ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Μια πίκρα
Τα πρώτα μου χρόνια τ' αξέχαστα τα 'ζησα
κοντά στ' ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.
Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτων μου χρόνων κοντά στο ακρογιάλι,
στενάζεις καρδιά μου το ίδιο αναστέναγμα:
Να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.
Μια μένα είναι η μοίρα μου, μια μένα είν' η χάρη μου,
δεν γνώρισα κι άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκιανός ανοιχτή και μεγάλη.
Και να! μεσ' στον ύπνο μου την έφερε τ' όνειρο
κοντά μου και πάλι
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
τη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.
Κι εμέ, τρισαλίμονο! μια πίκρα με πίκραινε,
μια πίκρα μεγάλη,
και δε μου τη γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι!
Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποια ανεμοζάλη,
που δε μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα κοντά στ' ακρογιάλι;
Μια πίκρα είν' αμίλητη, μια πίκρα είν' αξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν' άσβηστη και μεσ' τον παράδεισο
των πρώτων μας χρόνων κοντά στο ακρογιάλι.
Το πανηγύρι στα σπάρτα
(προσφορά της Μαρίας Κουτσάκη)
Για κοίτα πέρα και μακρυά τι πανηγύρι
που πλέκουν τα χρυσά τα σπάρτα στο λιβάδι!
Στο πανηγύρι το πανεύοσμο απ' τα σπάρτα
με τη γλυκιάν ανατολή γλυκοξυπνώντας
να τρέξω βούλομαι κι εγώ στο πανηγύρι,
θησαυριστής να κλείσω μες την αγκαλιά μου
σωρούς τα ξανθολούλουδα και τα δροσάνθια,
κι όλο το θησαυρό να τονε σπαταλέψω
στα πόδια της αγάπης μου και της κυράς μου.
Όμως βαθιά είναι το ξανθόσπατρο λιβάδι.
Κι όπως μιας πρόσχαρης ζωής είκοσι χρόνων
κόβει το λευκοστόλισμα θανάτου λύπη,
έτσι τον άκοπο γοργό μου κόβει δρόμο
ατέλειωτος ανάμεσα ξεφυτρωμένος
ο κακός δρόμος μες τα βάλτα και στα βούρλα.
Τ' αγκαθερά φυτά ξεσκίζουνε σα νύχια
και σαν τα ξόβεργα το χώμα παγιδεύει
του κάμπου του κακού στα βούρλα και στα βάλτα,
εκεί που στο φλογόβολο το αψύ του ήλιου
(πού δρόσος μιας πνοής; πού σκέπασμα ενός δέντρου;)
σαν αστραπή αργυρή χτυπάει τα μάτια η άρμη.
Λιγοψυχώ, λυγίζομαι, παραστρατίζω,
κι αποκάνω και πέφτω, κι αποκαρωμένος
νοιώθω στο μέτωπο τ' αγκάθια, και στα χείλια
νοιώθω την πίκρα της αρμύρας, και στα χέρια
νοιώθω τη γλίνα της νοτιάς, και στα ποδάρια
νοιώθω το φίλημα του βάλτου, και στα στήθη
νοιώθω το χάιδεμα του βούρλου, νοιώθω εντός μου
τη μοίρα του γυμνού και τ' ανήμπορου κόσμου.
(Ω! πού είσαι, αγάπη και κυρά μου;) Και σε βάθη
δειλινών πορφυρών, πλούσια ζωγραφισμένων,
το πανηγύρι που χρυσά τα σπάρτα πλέκουν,
το πανηγύρι το πανεύοσμο στα σπάρτα,
με βλέπει, με καλεί, και με προσμένει ακόμα.
Όσο περνάν τα χρόνια μου
(προσφορά της Μαρίας Κουτσάκη)
Όσο περνάν τα χρόνια μου
κι όσο περνώ με κείνα
τόσο γλυκά τριγύρω μου
μοσκοβολάν τα κρίνα
των πρωτινών απρίληδων...
Τα παιδικίσια χρόνια
μου κελαηδούν αηδόνια
σε νύχτες και σ' ερμιές.
Καλώς τα τα χριστόψωμα
καλώς τον Άι Βασίλη!
Παιδάκια με τα κάλαντα
στα λυγερόηχα χείλη
σα μυστικό ξημέρωμα
του λιβανιού οι αχνάδες.
Άναψαν οι λαμπάδες
κι αστράψαν οι εκκλησιές.
Καλώς τα τα σπιτιάτικα
μεθυστικά γιορτάσια!
Στα μάτια του μισόκοπου
μαγιάτικα κεράσια
ροδίζουν και σταλάζουνε
δροσιά και γλύκα· ω! πόσο!
Πεινώ και πάω ν' απλώσω
τα χέρια προς αυτά.
Ο ΤΑΦΟΣ
Μήτε με το σίδερο,
Μήτε με το χρυσάφι,
Μήτε με τα χρώματα
Που σπέρνουν οι ζωγράφοι
Μήτε με τα μάρμαρα
Τα τεχνοσκαλισμένα'
Το σπιτάκι σου έπλασα
Παντοτινό για σένα
Μόνο με του πνεύματος
Τα μάγια! Σου το υψώνω
Σ' ένα τόπον άϋλον,
Απείραχτο απ' το χρόνο
Μ' όλα μου τα δάκρυα
Και με το αίμα μου όλο
Του έχτισα τα θέμελα,
Του σκέπασα το θόλο
Κι α φοβάσαι, αγάπη μου,
Μα μένης μοναχό σου,
Κάλεσε και κράτησε
Μέσα στ' αρχοντικό σου
Όλα τα ερωτόπλαστα
Καθώς εσύ βλάστάρια
Π' άνθισαν κι απόσβυσαν,
Μιας χρυσαυγής καμάρια!
ΟΤΑΝ ΕΙΤΑΝΕ ΣΤΗ ΖΩΗ
Γυρ' εδώ κι ακούμπησε
Και μένε κι όλο μένε
Σιγαλός κι ασάλευτος,
Ω πολυαγαπημένε!
Αχ και νάταν νάνοιωθα
Στο μάγουλό μου επάνω
Ταπαλό σου μάγουλον
Όσο που να πεθάνω!
Αχ και νάταν νάνοιωθα
Κι ακόμα αφού πεθάνω
Την απαλοσύνη του
Στον σκληρόν ύπνο επάνω!
Την απαλοσύνη του
Ποιο σιγαλό τραγούδι,
Ποια πνοή την έπλασε;
Τίνος βελούδου χάδι,
Τίνος κύκνου πούπουλο,
Και τίνος ρόδου φύλλο;
Ποιο μετάξι ανεύρετο,
Ποιο μαγεμένο μήλο;
Ξέρω εν ασπρολούλουδο,
Ανθό χωρίς ψεγάδι,
Π' όλο χάιδια χαίρεται
Απ' την αυγή ως το βράδι'
Που ποτέ δεν τρόμαξε
Τα ολόχλωρά του φύλλα
Του βοριά το μούγκρισμα,
Της μπόρας η μαυρίλα'
Και στον ίσκιο δείχνεται
Σα θείου ονείρου κρίνο
Και στον ήλιο χάνεται
Σαν ήλιου φως κι εκείνο.
Κι ό,τι γγίξη ανάλαφρα
Σ' αυτό, και το φαρμάκι,
Γίνεται χαμόγελο
Και γίνεται φιλάκι.
Γυρ' εδώ κι ακούμπησε
Και διάλεξε για στρώμα
Το τραχύ ξερόχωμα,
Που ακόμα, ωιμέ! κι ακόμα
Το χτυπούν χιονόβροχα,
Το ψέλνουν καλοκαίρια'
Της φροντίδας όχεντρες,
Της συμφοράς μαχαίρια,
Του Καιρού αυλακώματα,
Του Χάρου συγγενάδια,
Πέρασαν, το πάτησαν,
Τ' αφίσανε σημάδια.
Γύρε, κι από τάφραστο
Τ' ακούμπισμά σου ας πάρη
Χάρην ακριβώτερη
Κι απ' όση παίρνει χάρη
Ξέχειλο απ' ταστάχινο
Κυματιστό χρυσάφι
Και το πιο παραρριχτό
Βραχόσπαρτο χωράφι!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου